Μ ια Φορά Και Έναν Καιρό

Ήδη απέκτησε και γκόμενα τη συμμαθήτριά του τη Σούλα, που πολύ καιρό τώρα είχανε αρχίσει να γράφουν επάνω στο θρανίο ιδιότυπα ραβασάκια. Το γυμνάσιό τους λειτουργούσε τρεις ημέρες το πρωί και τρεις το απόγευμα με τ’ αγόρια και αντίστροφα με τα κορίτσια. Έτσι δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, αφού δεν συναντιόνταν ποτέ μέσα στην τάξη ούτε και στην αυλή, καθώς υφίστατο ένα ημίωρο ασφαλείας μεταξύ αποχωρήσεως και προσελεύσεως των δύο φύλων. Διότι όπως οι πάντες πρεσβεύουν, είναι επικίνδυνο να βάζεις το μπαρούτι μαζί με τη φωτιά, κάτι πασίγνωστο και πριν να εφευρεθεί το μπαρούτι.

Σε λίγες μέρες έρχονταν Χριστούγεννα και θα μοίραζαν τα δέματα που έστειλε η ΟΥΝΡΑ για τους μαθητές. Ήταν κάτι μακρόστενα κουτιά με ξηρά τροφή για τους στρατιώτες που πολεμούσαν και τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος περίσσεψαν και τα χαρίζανε να φάει ο κοσμάκης. Μέσα τους είχαν τ’ αγαθά του Θεού, ένα σωστό «κέρας της Αμάλθειας», αν εξαιρέσεις φυσικά το σχήμα τους. Περιείχανε δύο πακέτα τσιγάρα αμερικάνικα και κάτι μπισκότα, που έτσι μασούλαγες δύο και έπινες νερό ήσουνα χορτάτος για τρεις ημέρες. Αν μάλιστα σ’ έπιανε λαιμαργία και καταβρόχθιζες κι άλλο, χρειαζόσουν να πιεις μετά σόδα για να… χωνέψεις. Δύο πλάκες σοκολάτες, ένα φακελάκι γάλα σκόνη ενισχυμένο με καταπραϋντικά ανήθικων συνειρμών και μια μικρή κονσέρβα με πουτίγκα, προφανώς για επιδόρπιο. Εκείνο που ενδιέφερε τους μαθητές από το περιεχόμενο, ήτανε τα τσιγάρα. Αλλά και τους καθηγητές αυτά ενδιέφεραν. Άνοιγαν λοιπόν τα κουτιά και τα αφαιρούσαν, για να μην εθίζονται λέει τα παιδιά στις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος. Διαμαρτύρονταν βέβαια και
ισχυρίζονταν οι θρασύτεροι της τάξεως, κάτι αληταμπουραίοι με δύο πήχες μουστάκι, πως τα θέλουν για δώρο στον πατέρα τους που ήταν μανιώδης θεριακλής, αλλά οι καθηγητάδες δεν ενέδιδαν, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αποδείχθηκε πως ο πιο φωνακλάς και φασαριόζος, που επέμενε να τα κρατήσει με το άστε – ντούε – ου, ήταν… ορφανός από πατέρα.
«Για να πάει κάτω η πίκρα και να ξεχάσω την ορφάνια μου!» δικαιολογήθηκε ιταμότατα όταν απεκαλύφθη το μυστικό του. Εν πάση περιπτώσει, η μέρα της διανομής πήρε τη μορφή επίσημης γιορτής για το σχολείο, επειδή συνέπεσε με τις διακοπές των Χριστουγέννων. Παρευρίσκοντο όλοι οι καθηγηταί, μέχρι και η ταλαίπωρη Γαλλίδα, και κατά μια παράξενη οργανωτική αβλεψία, συγκεντρώθηκαν αγόρια και κορίτσια ταυτόχρονα. Σπρώχνονταν και παλεύανε σαχλαμαρίζοντας τ’ αγόρια, χασκογέλαγαν τα κοριτσόπουλα και όλο λέγανε πίτσι πίτσι μυστικά μεταξύ τους και κοκκίνιζαν. Ξαφνικά βρέθηκαν στην τάξη η Σούλα και ο Πετράκης, καθώς πήγαν κάτι να πάρουν. Ταράχθηκαν αμοιβαίως που βρέθηκαν ενώπιος ενωπίω κι ο Πετράκης χωρίς να το καταλάβει βρήκε το κουράγιο και σημείωσε βιαστικά στο θρανίο: «Θέλεις να συναντηθούμε;». Κι η Σούλα, ρίχνοντας ένα γρήγορο ερευνητικό βλέμμα γύρω της, «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ» που θα ‘λεγε κι ο ποιητής, έγραψε: «Θέλω». Ύστερα έφτυσε βιαστικά πάνω στη γραφή της και ένοχα την έσβησε με τα δάχτυλα για να χαθούν τα τεκμήρια… Πετούσε στα σύννεφα ο Πετράκης και θαύμαζε τον εαυτό του που κατάφερε να «βγάλει» θηλυκό. Βέβαια άλλος λίγο, άλλος πολύ όλοι τους μέσα στην τάξη κοκορεύονταν για τις ερωτικές τους επιτυχίες, αλλά μάλλον παραμύθια ήτανε. Εκτός από τον Μαστρογεωργίου που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος και τον είδαν ένα βράδυ στα σκοτεινά να μπαίνει στο άλσος αγκαζέ με τη Φροσάρα, το δουλικό. Αργότερα που συνάντησε τους κολλητούς του, πέταξε κάτι υπονοούμενα για την κατάκτησή του, τον πήραν όμως στο ψιλό και τον καρπάζωσαν, φωνάζοντας: «Παράτα ρε τις ξουρίες». Ξαφνικά ο Πετράκης έχασε όλον τον ενθουσιασμό του, όταν κατάλαβε πως το «θέλω» της ήταν χωρίς αντίκρισμα αφού δεν κανονίσανε το πότε, πώς, και πού θ’ ανταμώσουν. Άντε να περιμένεις τώρα να ξανανοίξουνε τα σχολειά του Αϊ- Γιαννιού, να πιάσουν πάλι την αλληλογραφία, αν δεν έχει αλλάξει γνώμη. Έπεσε σε βαθιά μελαγχολία, μέχρι που αδιαφόρησε για την ομάδα του που έχασε… Ξημέρωσε η παραμονή των Χριστουγέννων κι ο Πετράκης στέκεται μπροστά στο μαγαζάκι του Λώλου και αφηρημένα διαβάζει την «Αθλητική Ηχώ» που κρέμεται απέξω. Τριγυρνάνε πιτσιρίκια με τα τρίγωνα και λεν τα κάλαντα και μες στη γιορτινή ατμόσφαιρα περνάει η Σούλα δίπλα του. Άθελα παραπατάει και πετάει ένα διπλωμένο χαρτάκι στα πόδια του, που ούτε το παίρνει χαμπάρι. Μπαίνει εκείνη στο μαγαζάκι και βγαίνοντας του λέει δυνατά, μπας και ξυπνήσει: «Σας έπεσε κάτω αυτό». Και δείχνει με το δάχτυλο το σημείωμα. Το πιάνει και διαβάζει: «Στις 5 και μισή στον ηλεκτρικό της Καλλιθέας». Μόνο που δεν άρχισε να χορεύει απ’ τη χαρά του καθώς δεν μπορεί να πιστέψει σε τόση ευτυχία. Λίγο πριν από τις πέντε στήθηκε στον σταθμό και την περίμενε μ’ ένα πρωτόγνωρο χτυποκάρδι. Η ώρα περνά βασανιστικά, καθώς αργεί και φοβάται πως δεν θά ‘ρθει. Γύρω στις έξι και κάτι, καταφθάνει ψύχραιμη, τυλιγμένη στο παλτό της με τη ζώνη σφιγμένη στη μέση της, αεράτη, μια σωστή μεγάλη κυρία. Βαδίζει αποφασιστικά. Καθώς κάνει να την πλησιάσει, του λέει: «Όχι εδώ. Στην Ομόνοια» και πηγαίνει στο γκισέ να κόψει εισιτήριο. Φτάνει κάποτε ο ξύλινος συρμός κι εκείνος, ζαλισμένος από τρακ, μπαίνει κατά λάθος στη σκευοφόρο.
Συναντιούνται τελικά στην πλατφόρμα του σταθμού της Ομόνοιας, όπου τα δύο κιόσκια. Το ένα είναι υποτυπώδες ζαχαροπλαστείο – σνακ μπαρ, με τυρόπιτες, κρουασάν, πορτοκαλάδες και πάστες κοκ, το δε άλλο, πουλά τσιγάρα, σουγιάδες, τραπουλόχαρτα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Χαζεύει ο κόσμος τις βιτρίνες τους περιμένοντας το τρένο που επεκτάθηκε τελευταία ως την Πλατεία Αττικής. Ο Πετράκης κι η Σούλα ανεβαίνουν τα πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια και βρίσκονται στο κέντρο της πλατείας, με τα ανθοπωλεία και τα περίπτερα περιμετρικά. Κόσμος χαρούμενος, φορτωμένος πακέτα συνωθείται στους δρόμους. Τα μαγαζιά ολοφώτιστα, γιορτινά, γεμάτα πελάτες και το μικρό «Μινιόν» που έγινε μεγάλο, εκεί στην Πατησίων, χαρίζει ατζέντες του καινούργιου χρόνου. Κατάφωτη και η οδός Σταδίου ντυμένη με γιρλάντες από λαμπιόνια που σχηματίζουν από κολώνα σε κολώνα μια φωτεινή αψίδα πάνω από τον δρόμο σ’ ολόκληρο το μήκος της, με τα κίτρινα λεωφορεία της Πάουερ να κυριαρχούν στον δρόμο. Καταστήματα όπως η «Ποικίλη Αγορά» με τα κρυστάλλινα, τα μπιμπλό και τα ραδιόφωνα στις βιτρίνες για να πλάθουν
όνειρα οι περαστικοί, απέναντι ο Γουτάκης με την ανδρική μόδα, πιο κει ο Μπαλάσκας, «βασιλεύς των καμπαρντινών», η «Odeon» που λανσάρει τα τελευταία σουξέ σε δίσκους 78 στροφών και τόσα άλλα. Από κοντά και οι μικροπωληταί με τα πανέρια και τις φωνές τους που ανακατεύονται με τα «ξεψυχισμένα» κάλαντα των εξουθενωμένων από το πρωί πιτσιρικάδων, που τους
ανταγωνίζεται επαξίως η Φιλαρμονική του Δήμου, περιφερόμενη και παιανίζουσα το «Χριστός γεννάται σήμερον». Όλα δίνουνε στην πρωτεύουσα την όψη ξέφρενου πανηγυριού. Ο Πετράκης κι η Σούλα βαδίζουν μέσα στο πλήθος και κουβεντιάζουν για το σχολείο, τους καθηγητάδες, τους κολλητούς τους, για ιστορίες της μικρής καθημερινότητάς τους. Αναπάντεχα εκείνη τον πιάνει αγκαζέ και κρεμιέται πάνω του. Τα χνώτα τους αχνίζουν από την εσπερινή παγωνιά κι ενώνονται σε χορευτικές φιγούρες στον αέρα. Σταματούν στον «Ορφέα», κοιτούν τις φωτογραφίες και δίνουν την υπόσχεση πως την άλλη φορά θα πάνε σινεμά παρέα. Ανηφορίζουν την Πανεπιστημίου κι ο Πετράκης προτείνει να φάνε μια πάστα στου Τσίτα. Εκεί μέσα κυριαρχεί μια γλυκεία θαλπωρή. Ανεβαίνουν στο πατάρι, βρίσκουν τραπεζάκι κοντά στη σκάλα προς την έξοδο. Εκείνος παραγγέλνει μια πάστα αμυγδάλου κι εκείνη παγωτό. Κάθονται σιμά σιμά. Και τότε, ω θεοί! Από το βάθος έρχεται ο γυμνασιάρχης της, ,κ. Θεόφραστος, μετά της συζύγου του που κρατά α λα μπρατσέτα. Αναγκαστικά θα περάσουν από μπροστά τους και δεν μπορούνε να κρυφτούν. Έχει σίγουρη την αποβολή και το διαολόξυλο από τον πατέρα της. Κάνει τάματα και λέει μέσα της όσες προσευχές ξέρει. Κάποιος Άγιος τη λυπάται και κάνει το θαύμα του. Ο κ. γυμνασιάρχης δεν είναι με τη σύζυγό του, αλλά με τη καινούργια τους φιλόλογο, τη δεσποινίδα Ρόζα. Περνούν εμπρός από τη Σούλα και τον Πετράκη, ξαφνιάζονται αλλά τους χαιρετούν εγκάρδια:
«Καλά Χριστούγεννα, παιδιά μου» τραυλίζει ο κ. Θεοφράστου, «σας εύχομαι τα βέλτιστα».
Ευχές που έπιασαν, γιατί ούτε την απέβαλε ούτε έφαγε ξύλο από τον πατέρα της κι επιπλέον πήρε άριστα και διαγωγή κοσμιωτάτη…


Σχολιάστε εδώ