Η πολιτική απουσιάζει

Μια σειρά κρίσιμων και ίσως ασυμβίβαστων αντιθέσεων αντιμετωπίζουν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση: Η πρώτη αφορά τη διασφάλιση ενός κλίματος συναίνεσης και αποδοχής στο εσωτερικό, με ταυτόχρονη αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας στις ξένες αγορές. Η δεύτερη αφορά τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της σπατάλης στο Δημόσιο, για την πάταξη της φοροδιαφυγής και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, με παράλληλη προώθηση δομικών – αναπτυξιακών επιλογών που θα διαμορφώσουν προοπτική για επενδύσεις, για «νέες δουλειές», και θα εμπεδώσουν κλίμα προοπτικής.
Η πρώτη αντίθεση, που αναφέρεται κυρίως στο πολιτικοϊδεολογικό και κοινωνικό επίπεδο, επιλύθηκε από τον πρωθυπουργό στην κατεύθυνση της αποφυγής μιας σύγκρουσης με τα κοινωνικά στρώματα που έδωσαν τη μεγάλη πλειοψηφία στο ΠΑΣΟΚ. Ο κ. πρωθυπουργός θεωρεί ότι η υψηλή του δημοφιλία, η τάση συσπείρωσης των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, εν όψει του κινδύνου της «χρεοκοπίας», δεν θα πρέπει να διαρραγούν από μέτρα που θα δώσουν προτεραιότητα στις πιέσεις των εξωτερικών αγορών, οι οποίες απαιτούν ριζικές κινήσεις αμέσου αποτελέσματος (π.χ. πάγωμα μισθών Δημοσίου, αύξηση του ΦΠΑ και της τιμής των καυσίμων κ.λπ.).
Ο Γιώργος Παπανδρέου επιδιώκει να δώσει μια «λαϊκότητα», μια ταξική χροιά στα μέτρα που ανήγγειλε, υποσχόμενος ότι το κόστος θα το πληρώσουν οι έχοντες και κατέχοντες, συμβολοποιώντας την επιλογή αυτή στην υψηλότατη φορολόγηση των μπόνους των διευθυντικών στελεχών των ιδιωτικών τραπεζών.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι επιλογές αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν αρνητικά από τα «εξωσυστημικά» κέντρα των εξωτερικών αγορών και επενδυτών, οι οποίοι θα θεωρήσουν ότι το μήνυμα που εξέπεμψε η ελληνική κυβέρνηση είναι μάλλον «ασθενές». Και όλα αυτά τα κέντρα έχουν -οδυνηρές για τη χώρα μας- μεθόδους να «απαντήσουν» μέσω των οίκων αξιολόγησης, της αλματώδους αύξησης των spread, της επιβολής μέτρων ή και της κηδεμόνευσης της πορείας της οικονομίας. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα ζήσουμε τέτοιου είδους γεγονότα.
Η δεύτερη θεμελιώδης αντίφαση αναφέρεται στο επίπεδο της οικονομίας και των οικονομικών μηχανισμών, αλλά σαφώς περιλαμβάνει πολιτικοϊδελογικές επιλογές και στόχους. Η αντίφαση αυτή εκδηλώνεται στο θεμελιώδες ερώτημα: Ποιοι θα πληρώσουν στην πράξη; Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα για την παραγωγική δομή, την αντιμετώπιση της ανεργίας, τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών;
Είναι δυνατόν να συλληφθεί η φοροδιαφυγή; Πώς σχεδιάζει η κυβέρνηση να διαμορφώσει ένα σύστημα ορθολογικού ελέγχου μιας σημαντικής (πλειοψηφούσας ίσως) μερίδας των οικονομικών δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνουν κυρίως ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι σήμερα δηλώνουν μηδενικά ή κάτω του φορολογικού ορίου εισοδήματα; Γιατί εάν ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς κατέβαλλε ως φόρο ένα ποσό από 500 έως 1.000 ευρώ, θα είχε αντιμετωπιστεί σε μεγάλο βαθμό το τεράστιο δημόσιο έλλειμμα… Όσο για τη φορολόγηση του «μεγάλου κεφαλαίου», ο κ. πρωθυπουργός θα πρέπει να γνωρίζει ότι εκτός από τη «συστημική διαφθορά» υπάρχει και η «συστημική φοροδιαφυγή», που επιτρέπει στο μεγάλο κεφάλαιο, στις μεγάλες βιομηχανίες, στα μονοπωλιακά συγκροτήματα να καθιστούν «αόρατα» και ασύλληπτα τα κέρδη τους…
Ως μόνος και συγκεκριμένος στόχος παραμένουν όσοι είναι ήδη καταγεγραμμένοι στον φορολογικό ιστό, δηλαδή οι μισθωτοί, η οικοδομή, οι συνεπείς ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούμενοι. Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών μπορεί να επικαλείται την κοινωνική δικαιοσύνη και την ταξική / κλιμακωτή επιβάρυνση του εισοδήματος, όμως στην πράξη θα πλήξει τα μεσαία εισοδήματα και θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κατανάλωση, στην αύξηση της ανεργίας, στην κατακόρυφη πτώση του τομέα της οικοδομής και του πλέγματος των δραστηριοτήτων που συνδέονται με τον τομέα αυτόν.
Οι φορολογικοί -και οι ευρύτερα οικονομικοί- μηχανισμοί δεν διακρίνονται από μια μηχανική λογική δομή που συνδέει τους στόχους με το αποτέλεσμα. Παλαιότερα, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές δεν αντιμετώπισαν τα ελλείμματα. Από την εποχή της υπουργίας του κ. Χριστοδουλάκη και μετά, επί εποχής Αλογοσκούφη, υπήρξε σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών, χωρίς όμως να υπάρξει -με την αντίθετη λογική- μια δυναμική επενδυτική δραστηριότητα.
Η οικονομική λειτουργία είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και σύνθετη, ώστε δεν επιτρέπει απλοϊκούς, μηχανιστικούς υπολογισμούς. Το «μείγμα» της οικονομικής πολιτικής που εξήγγειλε ο Γ. Παπανδρέου αποτελεί όχι σύνθεση και υπέρβαση, αλλά συνύπαρξη και αναπαραγωγή των αντιθέσεων που οδηγούν την ελληνική οικονομία σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.
Ο πρωθυπουργός προσπαθεί την κρίσιμη αυτή περίοδο να «αγοράσει χρόνο», να διασφαλίσει έστω και ένα διάστημα τριών μηνών, μέχρι τον Μάρτιο, ώστε να αντιμετωπίσει την κρίσιμη αυτή περίοδο πιο αποτελεσματικά.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, επιχειρώντας να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, πατούν σε δύο βάρκες. Αυτή είναι βεβαίως η αισιόδοξη εκδοχή, γιατί μια πλέον αυστηρή κρίση θα εκτιμούσε ότι ο πρωθυπουργός βαδίζει στο κενό…
Οι δομικές αλλαγές, που όντως είναι αναγκαίες και αφορούν το Φορολογικό, το Ασφαλιστικό, τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών κ.λπ., απαιτούν χρόνο για να αποδώσουν και προϋποθέτουν ρήξεις και συγκρούσεις με συμφέρονται που ανήκουν οργανικά, σ’ ένα μεγάλο τους τμήμα, στο «σύστημα ΠΑΣΟΚ»… Συνεπώς το βάρος θα πέσει, ως προς τη φορολόγηση, στους συνήθεις καταγεγραμμένους «υπόπτους», ενώ τις συνέπειες από την ύφεση και την προϊούσα αποπαραγωγικοποίηση της χώρας θα την πληρώσουν οι ασθενέστεροι, οι κοινωνικές ομάδες που δεν μπορούν να ασκήσουν ισχυρή πίεση προς την εκτελεστική εξουσία.
Ο κύκλος κλείνει επικίνδυνα και τα περιθώρια στενεύουν. Τα κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ούτε με επικοινωνιακά τρικ ούτε με το ίντερνετ. Τη δύσκολη αυτή ώρα η ΠΟΛΙΤΙΚΗ (ως βούληση, ως στόχοι, ως στρατηγική) φαίνεται ότι απουσιάζει.


Σχολιάστε εδώ