Μια φορά και έναν καιρό

Ας κάνομε μια βολτίτσα στο παρελθόν, σε μιαν Αθήνα που θαρρείς πως είχε πάντα γιορτή, τότε που κυκλοφορούσαν άνθρωποι καλοντυμένοι και που περπατώντας στη Σταδίου ή στην Πανεπιστημίου, ήταν αδύνατον να μη συναντήσεις έναν δυο γνωστούς σου και ν’ ανταλλάξετε χαιρετισμό ανασηκώνοντας υποτυπωδώς τις καπελαδούρες. Ή να πεις και λίγες κουβέντες στο πόδι, γαρνιρισμένες μ’ εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, ίσως και με διαξιφισμούς γεμάτους ευφυολογήματα. Φυσικά στην περιπλάνησή μας αυτή δεν θα «ξαναδούμε το μικρό το αμαξάκι και τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως» όπως τραγουδούσε η Μαίρη Λω, έστω κι αν το ψιθυρίσουμε σιγοντάροντας τα βήματά μας… Η περαντζάδα μας θ’ αναβιώσει χρόνους που αναπολούν όσοι αναπνεύσανε τον αέρα εκείνης της παραμυθένιας Αθήνας, πριν εκτελεσθεί εν ψυχρώ, και τη θυμούνται πάντα με θέρμη και νοσταλγία. Ποιες βόλτες, θα μου πεις, να κάνεις και ποιες αναμνήσεις είναι δυνατόν να ζωντανέψουν σε μιαν απρόσωπη πόλη, που ούτε γνωστούς πια συναντάς μέσα στην ανθρώπινη ετερόκλητη μάζα που κινείται σαν κυνηγημένη, ούτε υπάρχουνε τα μεγαλοπρεπή εκείνα κτίρια που ο αρχιτέκτονας σχεδίασε βάζοντας όλο του το μεράκι. Τώρα στη θέση τους αντικρίζεις απρόσωπα κουτιά, λες και οι δημιουργοί τους συνταίριαξαν την έμπνευση και το ταλέντο τους, ώστε να είναι το ένα ασκημότερο του άλλου… Αραιά και πού, ανάμεσά τους ορθώνονται βέβαια μερικά ερειπωμένα κι εγκαταλελειμμένα απομεινάρια εκείνης της εποχής κι άλλα -ελάχιστα- που διασώθηκαν μακιγιαρισμένα για να στάζουνε φαρμάκι στην ψυχή μας, συγκρίνοντας πώς ήταν η Αθήνα και πώς την κατάντησαν…
Κλείσε τα μάτια σου για να μη βλέπεις την ασκήμια που συναντάς και πάμε να πάρουμε το απεριτίφ μας στο παλιό αριστοκρατικό «Ζώναρ’ς», δεξιά στην Πανεπιστημίου, στο ισόγειο του επιβλητικού μεγάρου με τη δωρική λιτότητα, πριν μετασταθμεύσει προπολεμικά απέναντι, όπου οι πιο κομψές ατθίδες κάθονταν στα τραπεζάκια και τιτίβιζαν, ενώ αχόρταγες αρσενικές ματιές περιπλανιόντανε στις γάμπες τους, που προκαλούσαν μέσ’ απ’ τις ολομέταξες κάλτσες ELBEO… Κι οι κύριοι με τα καλοσιδερωμένα τους κοστούμια και το «άνθος στην κομβιοδόχη» έκαναν όνειρα πάνω στο ρεφρέν του μοντέρνου τότε τραγουδιού: «Αγκαλιά εγώ και συ / στο αμπαζούρ το θαλασσί / από κάτω»… άσμα διαχρονικό και… ωφέλιμο. Εάν πάλιν η ψυχούλα σου τραβά καθαρά αντρικό περιβάλλον χωρίς να «εισενέγκουν ημάς εις πειρασμόν» οι γαλιάντρες, υπάρχουν δύο κατ’ εξοχήν ερημητήρια: απέναντι ο Ορφανίδης, όπου και παρελαύνουνε τσούρμο οι μικροπωλητές, άλλος με λαχεία, άλλος με θαλασσινά κυδώνια μες στην καλαθούνα κι άλλος, ο «Ματσαντάλες», που παίζει φυστίκια μονά-ζυγά και πάντα κερδίζει. Επί της Σταδίου, στο ίδιο περίπου ύψος, ήταν ο Απότσος,
όπου υπήρχε, αν θυμάσαι, ολόκληρη πινακοθήκη με παμπάλαιες αφίσες διαφημιστικές κολλημένες στους τοίχους και ήταν φημισμένα τα κεφτεδάκια του.
Από τα μπαρ αυτά πολύ συχνά περνούσε κι ο… γιατρός, ένας μεσήλικας παχουλούτσικος κύριος, ντυμένος με άσπρο κοστούμι και τριαντάφυλλο στο πέτο. Κρατούσε ένα μικρό βαλιτσάκι με το πιεσόμετρο και ήταν πασίγνωστος. Έπαιρνε την πίεση επί τόπου με το αζημίωτο σώζοντας πολλούς απ’ τον «ταμπλά». Πάνω απ’ του Ορφανίδη ήταν το φημισμένο καμπαρέ «Femina», όπου σε προσκαλώ το βράδυ να πάμε για τσιλιμπούρδισμα. Σου υπενθυμίζω όμως πως είναι απαραίτητο το σμόκιν. Ας προσπεράσουμε το κτίριο του Μετοχικού που τώρα, καθώς βλέπεις, εκσυγχρονίστηκε. Απεκήρυξαν μετά βδελυγμίας το όνομά του και το βάφτισαν αγγλοσαξωνικά για να είναι απολύτως κατανοητό από τους ιθαγενείς όπως ακριβώς συμβαίνει με τους αγρίους που έχουν επίσημη γλώσσα τους την αγγλική, και να μη θυμίζει τίποτα από το παρελθόν του. Αλλά μια και ο λόγος για το Μετοχικό, πήγες άραγε ποτέ σου στο Maxim, το πολυτελές καμπαρέ με τα θεωρεία ολόγυρα που κάποτε λειτούργησε ως κινηματογράφος; Πήρες καμιά λιχουδιά απ’ του Καρρά να μασουλάς πριν μπεις στο σινεμά το «Πάλλας», κι ακόμα αγόρασες πλουμιστές γραβάτες από του Chez Marino, όπως πολλοί πονηροί ντιστενγκέδες; Σίγουρα όμως τα πρωινά, συναντιόσουν με τους φίλους σου στο… «Βραζιλιανό». Πίνατε τον εσπρέσο σας στο όρθιο κουτσομπολεύοντας ξερογλυφόμενοι τις περαστικές. Σαν καλοί τακτικοί πελάτες που ήσασταν, η θρυλική κυρία Καίτη σάς πρόσεχε ιδιαίτερα. Δεν αποκλείω φυσικά να σύχναζες στο ανταγωνιστικό του, στου «Λουμίδη», κι εκεί στο όρθιο μεν αλλά κατά το ήμισυ, επειδή διέθετε και πατάρι όπου συζητούσανε περί «τέχνης» και ουχί περί γυναικών κατά έναν ανεξήγητο λόγο…
Τριγυρνώντας σ’ όλα τ’ αθηναϊκά στέκια, ας σταθούμε κι ας κρατήσωμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του αλησμόνητου Δημήτρη Χριστοδούλου, πανταχού παρόντα, με το ιοβόλο χιούμορ του…
Βάζω στοίχημα πως το ραντεβού με τη κοπελιά σου το έδωσες στο «Κοσμικόν». Σ’ εκείνο το συμπαθητικό ζαχαροπλαστείο το σφηνωμένο ανάμεσα στο Οφθαλμιατρείο και την Καθολική Εκκλησία. Βόλευε πάρα πολύ επειδή εκεί μπροστά είχαν τέρμα πολλά λεωφορεία. Κατεδαφίστηκε με τους γάμους της πριγκίπισας Σοφίας με τον Χουάν Κάρλος.
Μια και βρισκόμαστε εδώ, τι θα ‘λεγες να βάφαμε τα παπούτσια μας στους λούστρους που κάθονται μπροστά στον μαντρότοιχο του Οφθαλμιατρείου στη σειρά, με τα γεμάτα στολίδια κασελάκια τους χτυπώντας κάθε τόσο πάνω τους τις βούρτσες σαν κράχτη. Σου βάζουνε δυο χαρτονάκια από κουτιά τσιγάρων στους αστραγάλους για να μη σου λερώσουνε τις κάλτσες, και καθώς στέκεσαι σαν… πελαργός, με το ένα πόδι να πατά στο μπρούτζινο υποπόδιο, παρακολουθείς με πόση μαεστρία δουλεύει ο λουστράκος το «βελούδο» για ν’ αστράφτουν τα σκαρπίνια σου. Ξέρω, θα μου πεις πως εσύ γυαλίζεις τα παπούτσια σου άνετα και… αφ’ υψηλού στο στιλβωτήριο του Μπόρα στην αρχή της οδού Φιλελλήνων. Σε είδα καθισμένον στον καναπέ πάνω στο υπερυψωμένο ικρίωμα, να διαβάζεις εφημερίδα πατώντας στα υποπόδια, ενώ όρθιος τα περιποιόταν ο στιλβωτής.
Εκεί στην αρχή της Φιλελλήνων, δίπλα στο καφενείο του Αντωνιάδη, στον πρώτο… ουρανοξύστη της Αθήνας όπως χαρακτηρίστηκε κατά το χτίσιμό του, στεγαζόταν ο «Μπόρας» που λέγαμε, και λίγο πιο κει ο «Διονάτος», με τις φίνες και πανάκριβες πορσελάνες, και στη συνέχεια «Ο Αργαλειός» με τα σαμαροσκούτια του. Απέναντί τους είχαν ένα χαρτοπωλείο και το υποδηματοπωλείο «Θεοδοσιάδη» που δούλευε μόνον επί παραγγελία. Πάντοτε είχε λίγα μαγαζιά η Φιλελλήνων. Ένα εστιατόριο, τις «Πυραμίδες» το ζαχαροπλαστείο Ζέρβα, και φάτσα στο τέρμα πάνω στη στροφή, το ημιυπόγειο «Μασκώτ» με τα τεράστια κομμάτια παντεσπάνι στη βιτρίνα…
Η ώρα όμως πέρασε. Πάμε λοιπόν στου «Σικ» ν’ αγοράσωμε για το σπίτι τα κατάλευκα τραγανιστά φρατζολάκια και τις κουλουρίτσες τις μινιόν, που πρώτος λανσάρισε στο μικρό του φούρνο στο βάθος μιας σούδας, δίπλα στου Χρυσικόπουλου στη Σταδίου, το πριν λίγο καιρό «Athenee». Λεγότανε «Βιεννέζικον», κι όσοι το ξέρανε το ξέρανε. Πούλαγε σχεδόν… συνωμοτικά και μόνον δίπλα στην είσοδο πάνω στον δρόμο, μια μικρή κατακόρυφη βιτρίνα με ένα δυο ψωμάκια μέσα, σημάδευαν την ύπαρξή του.
… Οι δρόμοι μας όμως χωρίζουν εδώ. Αλλά αντί γι’ «αντίο» ας ψιθυρίσωμε παραφράζοντας τον στίχο του αλεξανδρινού ποιητή:
… «κι αποχαιρέτα την, την
Αθήνα σου που χάνεις.»…


Σχολιάστε εδώ