Η συνάντηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου
Αρχικά το ελληνοαμερικανικό αυτό φόρουμ είχε σχέση με την αμερικανική «βοήθεια». Κάθε χρόνο γινόταν ανασκόπηση των προγραμμάτων προμήθειας αμυντικού υλικού, της βιομηχανικής συνεργασίας, της αποπληρωμής δανείων των προγραμμάτων στρατιωτικών πωλήσεων (FMS) κ.λπ.
Με τον καιρό η αμερικανική πλευρά προσπάθησε και πέτυχε τη διεύρυνση του καταλόγου των θεμάτων, ώστε να περιλαμβάνει και αντικείμενα γενικότερου πολιτικού περιεχομένου που κάλυπταν περιοχές εκτός ΝΑΤΟ και αφορούσαν τον μετασχηματισμό του από αμυντικό συνασπισμό σε παγκόσμιο χωροφύλακα, που υπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Παράλληλα, οι συζητήσεις κάλυπταν και «περιοχικά» θέματα για τα οποία η Ουάσινγκτον είχε ενδιαφέρον.
Π.χ. σε δύο συναντήσεις της HLCC στην Ουάσινγκτον (1995) και τη Ρόδο (1996) οι Αμερικανοί πρόβαλαν την ανάγκη καθιέρωσης Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι θερμών επεισοδίων στο Αιγαίο.
Οι ρυθμίσεις που πρότειναν οι άνθρωποι της Ουάσινγκτον αποδυνάμωναν τις αρμοδιότητες των εθνικών μας αρχών και εγκαθιστούσαν ένα καθεστώς σχεδιασμένο να υποστηρίζει τις υπερπόντιες δυνάμεις των ΗΠΑ και παράλληλα προωθούσαν τους πολιτικούς στόχους της Άγκυρας για μεταβολή του status quo στο Αιγαίο. Φυσικά το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από την Ελλάδα. Το περιστατικό που αναφέρουμε είναι ένα τυπικό δείγμα προώθησης αμερικανικών στρατηγικών επιδιώξεων με όχημα διμερείς σχέσεις και συμφωνίες (για μας η
DICA).
Από την ανάγνωση του κειμένου της συνέντευξης που παραχώρησε ο αναπληρωτής υπουργός κ. Μπεγλίτης στους δημοσιογράφους διαπιστώνεται ότι στη συνάντηση των Αθηνών τηρήθηκε η πεπατημένη.
Συζητήθηκε το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ, οι σχέσεις ΝΑΤΟ – Ρωσίας και Ρωσίας – ΕΕ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η αντιπυραυλική άμυνα, ο σταθεροποιητικός ρόλος της Ελλάδας στη Βαλκανική και η συμπεριφορά της Τουρκίας.
Διατυπώθηκε από ελληνικής πλευράς η άποψη ότι προϋπόθεση συζήτησης του θέματος αυτού στo πλαίσιo του ΝΑΤΟ, είναι η πλήρης αναγνώριση του καθεστώτος του Αιγαίου, με βάση το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες.
Εκτιμώ ότι αυτή η θέση αντιπροσωπεύει την ελληνική «κόκκινη γραμμή». Παραθέτω τη σχετική παράγραφο από το κείμενο της ενημέρωσης: «… Τίποτα δεν συζητάμε αν όλοι δεν παραδεχθούν την πραγματικότητα του Αιγαίου, δηλαδή την πραγματικότητα που εκφράζεται από το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες…». Ο υπουργός μας στο θέμα αυτό είναι υπεραισιόδοξος, γιατί εδώ βρίσκεται ο πυρήνας των «προβλημάτων» στην περιοχή. Το τουρκικό κατεστημένο ισχυρίζεται ότι οι διευθετήσεις που διέπουν το Αιγαίο είναι αναντίστοιχες με τη σημερινή πραγματικότητα και πρέπει να «επικαιροποιηθούν».
Την άποψη αυτή παρουσίασε χωρίς περιστροφές ο μακαρίτης Τουργκούτ Οζάλ σε λόγο του στη Βουλιαγμένη*. Είπε ο (τότε) πρωθυπουργός της Τουρκίας:
«Το σημερινό status quo στο Αιγαίο οικοδομήθηκε από τον Βενιζέλο και τον Ατατούρκ στο παρελθόν. Η εποχή εκείνη δεν έχει ομοιότητα με τη σημερινή… Είναι αδύνατον να λυθούν τα προβλήματα εθνικής κυριαρχίας με ειρηνικά μέσα».
Αποτελεί σήμα κινδύνου για τη χώρα μας ότι και η Ουάσινγκτον μοιάζει να συμμερίζεται αυτήν την τουρκική άποψη.
Σε απόρρητο non paper το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει ότι πρέπει «… να αναγνωσθούν εκ νέου τα κείμενα που καθορίζουν το καθεστώς του Αιγαίου».
Με βάση τα παραπάνω φαίνεται απίθανο να ικανοποιήσουν οι Τούρκοι τα προαπαιτούμενα που θέτουμε σε κάθε προσπάθεια συζήτησης της συμπεριφοράς τους.
Αποδοχή των όρων αυτών θα σηματοδοτούσε εγκατάλειψη των επεκτατικών σχεδίων των τούρκων στρατοκρατών.
Κάτι που είναι πολύ ωραίο για να είναι αληθινό!
* Ομιλία Οζάλ στις 18 Ιουνίου 1988