Δεν μπορεί να επαμείβεται αντί να τιμωρείται

ΜΟΝΟΝ αφελείς δεν βλέπουν όχι απλώς τις εκτός πάσης δεοντολογίας διαθέσεις των εταίρων στην Ευρώπη έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, αλλά και τα εν πολλοίς ανομολόγητα συμφέροντα που προσδιορίζουν αυτές τις θωπευτικές συμπεριφορές έναντι της Τουρκίας, η οποία, αντί να υφίσταται τα επίχειρα όσων διαπράττει, επαμείβεται. Και αντί να τιμωρείται, υποθάλπεται από εκείνους που την κρίνουν υποτίθεται με βάση αρχές και κριτήρια, όσον αφορά τόσο τις ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις όσο και τις προκλητικές συμπεριφορές της. Οπότε και όχι περιέργως αποθρασύνεται. Και αποβαίνει επικινδύνως επιθετικότερη.
Οι αποφάσεις των εταίρων στις Βρυξέλλες και τα συμπεράσματά τους παρακάμπτουν την επιθετικότητά της έναντι της Ελλάδος και παραγνωρίζουν την προκλητικότητά της έναντι της Κύπρου. Χώρας μέλους, εδάφη της οποίας η Τουρκία κατέχει βαναύσως.
Και εταίρου τον οποίον παραλόγως δεν αναγνωρίζει! Εάν είναι δυνατόν! Αφού την ίδια στιγμή ζητά (και κατ’ ακρίβειαν εκβιαστικώς απαιτεί) τη συναινετική της υπογραφή προκειμένου να προχωρήσει στην ενταξιακή ατραπό. Κι άλλωστε άνευ της κυπριακής καταφάσεως, ουδέποτε θα διασκελίσει την κοινοτική πύλη. Εκτός πλέον και αν οι ίδιοι εταίροι φροντίσουν να στρώσουν το χαλί στον θύτη, αφού εξαλείψουν προηγουμένως το θύμα.
• Ή, εάν η Κύπρος ενδίδοντας αυτοαναιρεθεί. Συναναιρώντας το μοναδικό στρατηγικό της δικαίωμα να αρθρώσει το καταλυτικό της «όχι». Οπότε βεβαίως και θα είναι άξια της τύχης της. Ελπίζουμε όμως ότι αυτό δεν θα συμβεί. Και κατ’ ακρίβειαν δεν πρέπει να το αφήσουμε να συμβεί.
Γιατί θα είναι αυτονοήτως ισοδύναμον εθνικής αυτοχειρίας. Υπό το φως και αυτών των γενικολόγων διαλεκτικών, αλλά κυρίως όσων συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες στα κονκλάβια των κοινοτικών εταίρων, είναι καιρός επιτέλους Αθήνα και Λευκωσία να διαχειρισθούν τις εξελίξεις αποτελεσματικότερα. Προπαντός αποφασιστικά. Όχι ασφαλώς ενεργώντας εν θερμώ και χωρίς την αναγκαία περίσκεψη, αλλά αξιοπρεπώς απαιτώντας τα προδήλως αυτονόητα. Κι εμμένοντας σ’ αυτά, εν είδει «κόκκινων γραμμών».
• Για να μη συνεχίσουν αναδιπλούμενες μπροστά σ’ αυτές τις αχαρακτήριστες συμπεριφορές, οι οποίες έχουν τη συνυποστήριξη άλλων και ισχυρών κέντρων. Κάτι που επιβάλλει τη διαμόρφωση αναλόγων στρατηγικών.
Όχι της τελευταίας στιγμής και «κατά τύχην», αλλά με σοβαρούς επιτέλους προγραμματισμούς. Και διαμόρφωση πειστικότερης πολιτικής, η οποία και θα προσδίδει εξίσου πειστικότητα στις αντιστάσεις μας.
Αυτό που συνέβη καθηλώνει την Αθήνα και μετατρέπει την Κυπριακή Δημοκρατία δυνάμει, σε μέλος δευτέρας διαλογής και εταίρο ανυπολήπτου θέσεως. Η πικρή αλήθεια.
Όχι διότι θα μπορούσε η μικρή Κύπρος να τα βάλει με τους άλλους «25» ή και η Ελλάδα ν’ αυτοαπομονωθεί χωρίς να ελίσσεται. Όχι. Αλλά σε ζητήματα πρώτης γραμμής, τα οποία συνιστούν και για την Κοινότητα προσδιοριστικούς δείκτες (όπως είναι η περιφρόνηση του συνωνύμου με την Άγκυρα πρωτοκόλλου) και μπορούσαμε και επεβάλλετο να ενεργήσουμε με όρους αποφασιστικής αρνησικυρίας.
Στα σημεία εκείνα στα οποία είχαμε τη δυνατότητα να το πράξουμε. Και με τους τρόπους που αυτά θα επενεργούσαν τελεσφορώντας. Υπερβαίνοντας τους βρετανικούς εκβιασμούς, που απεδείχθησαν η αιχμή του δόρατος της Τουρκίας στην Κοινότητα.
Και δίδοντας σταθερά μηνύματα για δυσκολότερες μέρες όσον αφορά την τουρκική ενταξιακή πορεία, η οποία δεν είναι δυνατόν να διευκολύνεται, αντί να αναστρέφεται.
Με την εφαρμογή δηλαδή κοινοτικών κανονισμών. Και με τις δυναμικές των ευρωπαϊκών θεσμών. Οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να διαβουκολούνται και να φαλκιδεύονται.


Σχολιάστε εδώ