Βέτο – Το πάθημα να γίνει αιτία αφύπνισης

Την Τρίτη στις Βρυξέλλες η Τουρκία απέσπασε μετʼ επαίνων το εισιτήριο για τη συνέχιση της ενταξιακής της πορείας. Μετʼ επαίνων γιατί αποτελεί έπαινο προς την Άγκυρα και ραγιαδισμό του χειρίστου είδους η επίσημη έκφραση ικανοποίησης από την ελληνική πλευρά. Βέβαια ο πολιτικοδιπλωματικός άθλος της Άγκυρας και ο πολιτικοδιπλωματικός αφοπλισμός της χώρας μας δεν θα ήταν εφικτοί αν Ελλάδα και Κύπρος δεν εξαφάνιζαν στην κυριολεξία το πρόσθετο Πρωτόκολλο, το οποίο το 2005 είχε υπογράψει η Άγκυρα και με βάση το οποίο θα έπρεπε να γίνει η αξιολόγησή της. Πρωτόκολλο που η Τουρκία όχι μόνο δεν εφάρμοσε μη αναγνωρίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία, ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία θέλει να ενταχθεί (!), αλλά επιπλέον δήλωσε, μέσω του πρωθυπουργού της, ότι δεν πρόκειται να το εφαρμόσει και στο μέλλον. Ελλάδα και Κύπρος αντί να πράξουν το αυτονόητο, αντί να αναστείλουν θέτοντας βέτο την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, αναζητώντας παράλληλα συμμαχίες με ισχυρές χώρες της Ένωσης που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την ευρωπαϊκή της προοπτική (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία κ.ά.), προτίμησαν, κατά την έκφραση του πρώην υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου Γ. Λιλλήκα, «να εναγκαλιστούν την Αγγλία» προτάσσοντας τα συμφέροντα του αμερικανικού παράγοντα και μετατρέποντας τη χώρα σε αμερικανικό δορυφόρο τύπου Πολωνίας – Τσεχίας. Θεωρούμε ότι εδώ βρίσκεται το μυστικό και το κλειδί για την ερμηνεία της ελληνικής και της κυπριακής στάσης και όχι σε μια αφελή αντίληψη περί εξευμενισμού της Τουρκίας. Μιας στάσης και μιας στρατηγικής η οποία οδηγεί το Αιγαίο στην προκρούστεια κλίνη της Χάγης μέσω του διαλόγου με την Άγκυρα που ξεκινάει η κυβέρνηση Παπανδρέου δήθεν για την υφαλοκρηπίδα, αλλά στην πραγματικότητα εφʼ όλης της ύλης εφόσον δεν έχει προηγηθεί ο προσδιορισμός από τη χώρα μας των ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης της, και την Κύπρο στην «αυτοκατάργηση» μέσω της αποδοχής ενός νέου Σχεδίου Ανάν. Μιας στάσης και μιας στρατηγικής η οποία δεν αποτελεί τίποτε άλλο από την αναγκαία ελληνική συμβολή στην ανάδειξη της Τουρκίας σε τοπική υπερδύναμη στην ευρύτερη περιοχή. Και δεν πρόκειται ούτε για τις απαιτήσεις ενός ελληνοτουρκικού παιγνίου συμφερόντων ούτε για κάποια επιδημία νεοοθωμανισμού. Πρόκειται για την ευθυγράμμιση της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ελίτ με τον διεθνή καταμερισμό και τα καθήκοντα που επιτάσσει η Νέα Τάξη. Δηλαδή με ό,τι επιτάσσουν οι ΗΠΑ και ακριβέστερα με το αντίτιμο που πρέπει να καταβάλουμε ως χώρα προκειμένου οι ελληνικές ελίτ να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους στο κλαμπ και το τοπικό μέρισμα της παγκοσμιοποίησης. Στις Βρυξέλλες, Ελλάδα και Κύπρος δεν προχώρησαν ούτε καν σε κάποιες κυρώσεις θέτοντας έστω μια νέα προθεσμία και «παγώνοντας» ορισμένα ακόμη κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας, όπως αυτό της ενέργειας, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία το στρατιωτικό καθεστώς της Άγκυρας έχει εξαγγείλει γεωτρήσεις για έρευνα κοιτασμάτων πετρελαίου εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (Καστελλόριζο) αλλά και εντός της υφαλοκρηπίδας της Κύπρου! Αθήνα και Λευκωσία έδωσαν ό,τι ήταν δυνατό να δοθεί προκειμένου η Τουρκία να φτάσει στο σημείο της «τελικής κρίσης» για την ένταξη έχοντας πίσω της μια πολυετή διαδικασία επιτυχών συνομιλιών, ώστε να είναι τότε αρκετά δύσκολο να τεθεί βέτο. Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος, τίποτα δεν τελείωσε. Ένα παλλαϊκό κίνημα για το βέτο μαζί με ένα κίνημα για το «όχι» στο νέο Σχέδιο Ανάν μπορεί και πρέπει να φέρει μια άλλη προοπτική.


Σχολιάστε εδώ