«ΟΙ ΠΙΟ ΚΑΛΟΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ…»
Τελικά και χωρίς βεβαίως βεβαίως να διεκδικούμε κανένα βραβείο, ούτε και έπαθλο μεγέθους «Αθηνοδράματος» περί της προβλεψιμότητος της εκλογής αρχηγού της περασμένης Κυριακής, που ασχέτως του αγρίου ξημεροβραδιάσματος μέχρι τη λήξη του
αγώνος, που δικαίωσε όμως την
οσφραντική μας ικανότητα και έβγαλε το επιθυμητό αποτέλεσμα στη μάχη «Σαματά – Μπόρας», κατά την Αγγελικοπουλική της «Καθημερινής» διατύπωση -και εδώ να μου
επιτραπεί και η προσθήκη του παίξαντος ρόλο «Ψωμαρχούλη Νομαρχιάδη», ο οποίος εκτός από μια αξιοπρεπέστατη τρίτη θέση προτίμησης, οικονόμησε ατάκα και επιτόπου και μια πνευμονιούλα τρίτου βαθμού και περαστικά του του ανθρώπου-, αλλά (θα βάλω και τελεία, υπομονή) το λέω και το υπογραμμίζω, πολύ με συνεπήρε ο συγκινησιακός μου παράγων όταν τον είδα προσερχόμενο και πυρέσσοντα στην κάλπη ως να έλεγε «Πατρίς – Θρησκεία και όχι Οικογένεια», το Μητσοτακαίικο προφανώς υπαινισσόμενο και εδώ επιτέλους τελεία και φαύλα.
Ήταν ένα αποτέλεσμα που δεν μπορώ να ξέρω, χωρίς όμως να με αφήνει και ανυποψίαστο, για το πόσο ικανοποίησε ή δυσαρέστησε τον Γιώργο Παπανδρέου όλο αυτό το πρόθυμο ξεσήκωμα των συνήθως πολυθρονάτων οπαδών της Νέας Ωχαδερφοκρατίας (και μη μουτρώνετε, σας ξέρουμε και από παλιά…), που κατά έναν τρόπο εκφράζει και το πρώτο ομαδικό σύννεφο απογοήτευσης για τις πρακτικές της νέας κυβέρνησης που επιδέξια και μεθοδικά άρχισε και αυτή το «στρίβειν διά του αρραβώνος» από τις προεκλογικές πράσινες υποσχέσεις, διότι όταν λες και υπόσχεσαι καλύτερες μέρες και ότι «υπάρχουν τα λεφτά για να βγούμε από το τούνελ της απελπισίας», σαν να ήταν το σακούλι στο στρώμα της γιαγιάς (μήπως της Μαργαρίτας;), τότε δεν καταφεύγεις για τη λύση των προβλημάτων στα εξασθενημένα βαλάντια των μισθοδίαιτων, των συνταξιούχων και των φουκαράδων πάσης Ελλάδος. Τέτοιες ευκολόχρηστες λύσεις θα τις έδινε και ο πιο στενόμυαλος κυρ Παντελής διαχειριστής λαϊκής πολυκατοικίας καίγοντας λιγότερο ή και καθόλου πετρέλαιο ακόμα και τις πιο παγερές νύχτες του χειμώνα, υποχρεώνοντας τους συνενοίκους του σε οικειοθελή τους κατάψυξη.
Και δεν ξέρω πόσο θα πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ή να ανησυχούμε για το πολιτικό μας μέλλον όταν σκεφτούμε ότι και οι δύο αρχηγοί, Γιώργος και Αντώνης, Αντώνης και Γιώργος, όπως το είδαμε δημοσιευμένο και σε αναμνηστική φωτογραφία, ήταν φίλοι και συμμαθητές ανώτερων αμερικανικών σχολών προχωρημένης παιδείας, από εκείνες που εκπαιδεύουν στο μάθημα της αμερικανοκρατίας προετοιμάζοντας τους μελλοντικούς πρωθυπουργούς ανά τον κόσμο. Μέχρι και στο ίδιο δωμάτιο συγκάτοικοι, μέχρι και στο ίδιο ροκ γκρουπάκι συμπαίκτες, στην κιθάρα ο Γιωργάκης, στα κλαμπατσίμπαλα ο Αντώνης, τραγουδώντας τότε το «Ομπλαντί – Ομπλαντά» κάποιων περασμένων ανέμελων εποχών, για να καταλήξουν στο «ιμάμ μπαϊλντί – ιμάμ μπαϊλντά» των τωρινών μπαϊλντισμένων καιρών.
Και από τη στιγμή που και οι δύο έχουν βγει από το ίδιο πανεπιστήμιο, το μέλλον θα αποδείξει περί του «πιο καλού του μαθητή – ποιος ήταν μές στη τάξη – κι οι δάσκαλοι τον είχανε μη βρέξει και μη στάξει». Αν και, εκτός από τον δάσκαλο Ζαμπέτα, τα λέει όλα και η γνωστή παροιμία περί του «με όποιον δάσκαλο καθίσεις, με τέτοια γράμματα θα κυβερνήσεις».
Όμως θα πρέπει κάποτε να σταματήσει και η επανάληψη του ίδιου ρεφρέν, κάθε φορά ότι για όλα τα κακοδιαχειρισμένα, τα λερωμένα τ’ άπλυτα, φταίει η κληρονομιά που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ θα πρέπει λέγοντας για την «προηγούμενη» να εννοούμε και όλες τις προηγούμενες γιατί δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μη χώνει το δάχτυλο στο βάζο με το γλυκό, με αποτέλεσμα κάθε φορά να έχουμε βάζο και να μην έχουμε ούτε ίχνος από γλυκό. Να σταματήσει κάποτε αυτό το πολυμεταχειρισμένο ρεφρέν που θυμίζει ελαφρώς φινάλε κακογραμμένης επιθεώρησης όταν οι συγγραφείς, μη έχοντας καλύτερη πρόταση, βάζουν όλο τον θίασο να τραγουδάει άνευ λόγου και αιτίας κραυγάζοντας «και τώρα μες στη νύχτα – σας λέμε καληνύχτα – και όνειρα γλυκά, ολέ».
Αλλά για τα επιθεωρησιακά «ολέ» έχουμε πολλά να πούμε πιο κάτω, αμέσως μετά το δυσφημηστικό μας διάλειμμα…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
***
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ… ΚΟΛΟΚΥΘΟΠΙΤΑ!
Να αλλάξουμε όμως θέμα, γιατί το καινούργιο πολιτικό σκηνικό, όπως διαμορφώνεται, με ένα κλίμα συγκοινωνούντων παραταξιακών αγγείων οδηγεί σε μια κατάσταση μάλλον κολεγιακή και αμερικανοδίαιτη, έτσι που και το δικό μας περιγελαστικό, επιθεωρησιακό και σατιρικό μας σχόλιο κινδυνεύει να χάσει το γνώριμο, παιγνιώδες και σπινθηροβόλο ύφος του. Και το λέω αυτό επειδή το αμερικανικό χιούμορ, προς το οποίο παρουσιάζεται μια ολοφάνερη απόκλιση που επιβάλλεται από μια απερίγραπτης σάχλας ιδιωτική τηλεόραση, σίγουρα δεν είναι ό,τι το καλύτερο όταν στα δέκα αμερικανικά αστεία είναι ζήτημα αν επιεικώς γελάσεις στο ένα, όπως και στις περισσότερες «αμερικανιές» αναρωτιέσαι για το πού γελάνε. Και μόνο για παράδειγμα δείτε αυτόν τον γελοίο Τζιμ Κάρεϊ («Ψευταράς», «Ντετέκτιβ για ζώα», «Μάσκα» κ.λπ.) ή ταινίες όπως «Ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος» όπου η ηλιθιότητα του σεναριογράφου συναγωνίζεται την πανηλιθιότητα του σκηνοθέτη και μετρήστε τις φορές που έχετε διάθεση για ξερατό και κάντε και μια παραβολή με τις εγχώριες ανάλογες «κωμωδίες» («Δρ Ρούλης», «Μ+Μ», «Οικογένεια βλάπτει» και πόσες άλλες) για να καταλάβετε το μέγεθος της απόκλισης στην «αμερικανοπάθεια» και τον εγκυμονούντα κίνδυνο να χάσει το δικό μας χιούμορ τη δική του ταυτότητα, την κληρονομημένη από την Αριστοφανική μήτρα.
Και σήμερα λοιπόν ολίγα τινά για την επιθεώρηση, παλιά μας αγάπη, βλέπεις, και κάθε φορά που εμφανίζεται κακοποιημένη και εξαθλιωμένη, ο θυμός δεν κρύβεται γιατί αν δεν θυμώσεις για κάτι που αγαπάς, με τι θα θυμώσεις; Με ό,τι άλλο σε αφήνει αδιάφορο; Και είναι γεμάτη φέτος η θεατρική αγορά από «αδιαφορία». Κάτι που θα πρέπει να το σκεφτούν καλύτερα εκείνοι που οι επιπόλαιες επιλογές τους οδηγούν σε «αναβολές παραστάσεων» λόγω ανώτερης βίας και κατώτατης είσπραξης.
Αγαπησιάρικο είδος η επιθεώρηση και πώς να μην είναι αφού αποτελεί και μονοπωλιακό θεατρικό είδος σε παγκοσμιότητα, δηλαδή η σάτιρα της επικαιρότητας σαν μια εικόνα θεατρικής εφημερίδας γραμμένη έξυπνα, αιχμηρά και προειδοποιητικά συγχρόνως. Και δεν ήταν λίγοι οι συγγραφείς, ιδιαίτερα οι κωμωδιογράφοι, από τον Νίκο Λάσκαρη μέχρι τους νεότερους εγχώριους Μολιέρους και Μολιερίσκους που ασχολήθηκαν μαζί της, χωρίς να έχουν πάντα επιτυχία παρά το μέγεθος της αξίας τους, ίσως επειδή δεν λογάριασαν τις δυσκολίες της, αντιμετωπίζοντάς τη με ένα «έλα, μωρέ, χαρά στο πράγμα, ένα νουμεράκι τι είναι; Τέσσερις-πέντε σελίδες;» και εκεί ακριβώς είναι η δυσκολία, στο ότι σ’ εκείνες τις λίγες σελίδες πρέπει να τα πεις όλα και που πολλές φορές απαιτούν σπαζοκεφάλιασμα περισσότερο και από ένα ολόκληρο έργο.
Σε δύο κεντρικά θέατρα αυτόν τον χειμώνα φιλοξενείται το επιθεωρησιακό είδος. Άνοιξε η όρεξη, χωρίς όμως και τα
αποτελέσματα να είναι κι αυτά «ορεξάτα», με αποτέλεσμα την κολοκυθόπιτα σερβιρισμένη σε σερβίτσια πορσελάνης και με χρυσά μαχαιροπίρουνα, αλλά η κολοκυθόπιτα, όπως και να την προσφέρεις, παραμένει κολοκυθόπιτα. Στη μία περίπτωση (Θέατρο «Αλίκης», «Θέλει η Ελλάδα να κρυφτεί») ίσως γιατί «δεν μετρήσανε το κύμα και τον άνεμο σωστά», αυτό που λέγαμε πριν, δηλαδή το «έλα, μωρέ, χαρά στο πράγμα», αλλά και που η απουσία μιας έμπειρης επιθεωρησιακής γραφίδας που η πείρα της παίζει ρόλο καθοριστικό ανάμεσα στο παλιότερο και το καινοφανές. Όπως και στην άλλη περίπτωση («Θεάτρου Πειραιώς 130», με τον ανεξήγητα μακάβριο τίτλο «Ζωή σ’ ελόγου μας») όπου η χυδαιότητα ξεπέρασε κάθε όριο. Δεν είπαμε ποτέ ότι η βωμολοχία ήταν άγνωστη στην επιθεώρηση.
Πολλές φορές μάλιστα και απαραίτητη, όμως χρειάζεται κι αυτή τον τρόπο της, την ώρα της και τις επιλογές της. Άλλο το «έξω από τα δόντια» και άλλο το «έξω από τα όρια», οπόταν είναι σαν να πετάς ένα βρεμένο σφουγγαρόπανο στα μούτρα του θεατή.
Και επειδή το συγγραφικό δίδυμο του Μιχάλη Ρέππα και του Θανάση Παπαθανασίου ξέρει πολύ καλά την εκτίμηση που τους έχω, θέλω μόνο να τους πω ότι με τη μεταφορά στη σκηνή κάθε περιθωριακής χοντράδας και με τα τραγούδια όπως «πάμε για τη Σενεγάλη – που τη έχουνε μεγάλη» δεν προσθέτουν εύσημα στην ιστορία τους και δεν χωράει αμφιβολία πως ύστερα από κάποια χρόνια θα ντρέπονται και δεν θα θέλουν να θυμούνται τα λάθη τους. Όλοι θέλουμε να είχαμε κάνει λιγότερα λάθη…
Να κλείσουμε σήμερα με μια γεύση από παλιές επιθεωρήσεις, γραμμένες κάτω από περιορισμούς, ελέγχους και λογοκρισίες:
Εγγλέζοι, Αμερικάνοι, προστάτες μεγάλοι
κι εμείς κυρ Θανάση στο ίδιο το χάλι,
ξεφεύγεις τον έναν, σκοντάφτεις στον άλλο
κι εμείς αιωνίως με τρύπιο καβάλο
και πάντοτε πέφτεις μ’ αυτά και μ’ αυτά
στα ίδια σκατά – στα ίδια σκατά…
(από νούμερο Κώστα Χατζηχρήστου το 1955)
Φέρτε τον Μαυρομιχάλη που ‘ναι και
δικαστικός
κι ήταν ο πρωθυπουργός, ο υπηρεσιακός
πρέπει να τον εκθειάσω ανέτως – όπως έγινε εφέτος
κι όταν πήγα προ της κάλπης για να μην ψηφίσω κέντρο
με ρωτήσανε μονάχα «σε ποιο δάσος είμαι δέντρο»!
(από τον Ορέστη Μακρή το 1956)
Ξύπνα Ελλάδα, οι Αμερικάνοι αντί μασούρια
σανά μας στέλνουν, γιατί μας πέρασαν για γαϊδούρια
γι’ αυτό προτείνω, αφού τα φάμε σε λίγους μήνες
να τους ξοφλήσουμε όσα χρωστάμε με
καβαλίνες!
(από τον Νίκο Σταυρίδη το 1951)
Στην πλάτη μας όλοι κολλάνε τσιρότο
μας ρίχνουν στο ζάρι, μας βγάζουν
στο λότο
σύμμαχοι και φίλοι μας τρών’ σαν καρότο
ε, όχι γαμώτο…, ε, όχι γαμώτο!
(από τον Βασίλη Αυλωνίτη το 1949).
Κάποτε η επιθεώρηση ήταν μια άλλη επιθεώρηση, ε… ναι!
Γ.Λ.