ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΣΟΥ ΧΤΥΠΟΥΝ ΣΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΟΥ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΜΠΑΝΟΚΡΟΥΣΤΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΕ ΚΥΡΙΕ ΑΛΜΟΥΝΙΑ

Αδεκαρίας οπαδός
καί λάτρης τού αέρα
εμπέρδευα τήν σκοτεινιά
μέ τήν λαμπρή ημέρα.

Φιστίκια καί ζαχαρωτά
δέν χόρτασα ποτέ μου,
ήμουν ένας αδέσποτος
κάτω από σέ Θεέ μου.

Ο κόσμος είχε παγωνιά
κι οι γειτονιές χαλάζι
καί άκουγα τόν κόρακα
στίς ερημιές νά κράζει.

Όμως δέν τήν αρνήθηκα
ετούτη τήν πατρίδα
όσο κι άν μέ βασάνισε
κι όσα κακά της είδα.

Μπορεί νά ήταν μητριά
βάναυση κι αιμοβόρα
αλλά αυτή μέ γέννησε
στόν ήλιο καί στήν μπόρα.

Ποτέ μου δέν εννόησα
κι αυτό ήταν τό σφάλμα,
ότι αυτή πού σέ γεννά
σού δίνει καί τό τραύμα.

Ποτέ μου δέν τής ζήτησα
οφίτσια καί θέσεις,
έζησα γιά τή Χώρα μου
κι είπα: Μήν τήν πονέσεις.

Νομίζω δέν τήν πόνεσα
γιατί άν τό ‘χα κάνει
αυτοί πού μάς κυβέρναγαν
θά μ’ είχανε ξεκάνει.

Όχι ότι λογάριασα
τίς φάτσες τής αρκούδας,
αυτοί δέν ήτανε Χριστός
ούτε κι εγώ Ιούδας.

Δέν ξέρω πώς ανέβηκαν
κι έγιναν εξουσία
ξέρω πώς μάς προδώσανε,
αυτό έχει σημασία.

Κάθισαν σέ βελούδινα
ντιβάνια καί κρεβάτια,
αλογομούρηδες, σκληροί
λύκοι σέ μονοπάτια.

Ανίκανοι, μηδενικοί
τών ξένων κολαούζοι,
(ακούω έξω στήν αυλή
τόν σκύλο μου νά γρούζει).

Γενάρχες τού μηδενισμού
άδειοι, λιμοκοντόροι
επίστευαν σέ δυό θεούς,
στό χρήμα καί στό ζόρι.

Τό ζοριλίκι τό ‘λεγαν
«όλα υπέρ πατρίδος»,
έτσι μάς επασάρανε
τής σιχασιάς τό είδος.

Κι ο μύθος συνεχίστηκε
ψέμα πάνω στό ψέμα
καί γίναμε μία φυλή
μέ αδειανό τό βλέμμα.

Τώρα κοιτάμε τά βουνά
τά απλωτά πελάγη
ενώ μαζεύεται η ψυχή
καί στεναγμούς παράγει.

Κι έρχεται ο Αλμούνιος
–Θεέ μου τί κομψότης–
ένας απλός Κονγκισταδόρ
ένας βαλτός ιππότης,

νά κατουράει πάνω μας
κι εμείς ώς καμπινέδες
τήν μπόχα ν’ ανεχόμαστε
ψάλλοντας αμανέδες.

Στούς άρχοντες στέλνω ευχή
κι άν πιάσει έχει πιάσει:
Άν ο Λαός αδικηθεί
πάνω σας θά ξεράσει.

……………………………………………..
……………………………………………..

Νά φιλοκαλείτε γάρ μετ’ ευτελείας
καί νά φιλοσοφείτε άνευ μαλακίας.
(Χαιρετισμούς στή γρίπη
απ’ τά γουρούνια
όπως επίσης καί
στόν κύριο Αλμούνια.)


Σχολιάστε εδώ