Μια φορά και έναν καιρό
Αναζητώντας ένα παλιό τεφτέρι ξεχασμένο σε μια χαρτόκουτα στο πατάρι, ανέσυρε έναν μισοσκισμένο φάκελο που όπως έκανε να τον ανοίξει για να δει το περιεχόμενό του, ξεχύθηκαν ένα μάτσο χειρόγραφα ξεθωριασμένα απ’ τον χρόνο. Παράτησε το ψαχτήρι και καθώς άρχισε να τα διαβάζει, ένα χαμόγελο γεμάτο νοσταλγία και θλίψη ένιωσε να διαγράφεται στα χείλη του.
Ήταν τότε που τον βάρεσε η πετριά να γίνει λόγιος. Θα συνέγραφε ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα εφάμιλλο ή και ανώτερο από εκείνο της Ιωάννας Μπουκουβάλα Αναγνώστου που δημοσίευε κάθε βδομάδα σε συνέχειες το «Ρομάντζο» και γινόταν κάθε Τρίτη ανάρπαστο από ευαίσθητες ψυχές. Θέμα του θα είχε την αποπλάνηση άπραγων κοριτσιών από ερωτύλους Αθηναίους, και ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Εις μάτην προσπαθούσαν οι δικοί του να τον νουθετήσουν λέγοντας να κοιτάξει τη δουλειά του και να παρατήσει τις κουζουλάδες, με το καταλυτικό επιχείρημα πως οι διανοούμενοι πεθαίνουν στην ψάθα. Δεν το αρνιόταν αυτό και απαντούσε πως προτιμά να πεθάνει στην ψάθα διάσημος παρά σαν ένας άσημος ανώνυμος υπαλληλάκος. Και το κακό είναι πως ήθελε να παραιτηθεί από μια σίγουρη δουλειά κοντά σ’ έναν έμπορο πασατέμπου, όπου το μόνο που έκανε ήταν να πηγαίνει στην οδό Βλαχάβα ν’ αγοράζει σακουλάκια χάρτινα, να τυπώνει πάνω τους με μια σφραγίδα νούμερα 0,50 – 1 – 2, που αντιστοιχούσαν στην τιμή του περιεχομένου τους σε δραχμές, και τελικά να τα γεμίζει με πασατέμπο που τον ζύγιζε πρώτα σε ζυγαριά ακριβείας. Συσκεύαζε δηλαδή τα σακουλάκια και τα κατέγραφε σ’ ένα πρόχειρο μπακαλοτέφτερο. Σκέτη αργομισθία δηλαδή. Το αφεντικό του έβγαινε στην αγορά και τα πούλαγε με το κομμάτι στους πλανόδιους. Ήταν δουλειά με μέλλον, επειδή ο επιχειρηματίας ήτανε πολύ δραστήριος και προγραμμάτιζε με την προίκα της χοντρής να ξανοιγόταν σε εμπορία αράπικου φυστικιού και φουντουκιού.
Με δυο λόγια, αν δεν ήταν ονειροπαρμένος, εκεί θα έκανε λαμπρή καριέρα. Αλλά πού μυαλό. Συζήτησε διεξοδικώς το θέμα του μ’ ανθρώπους που σκάμπαζαν από λογοτεχνία κι ας μην το έδειχναν. Κατ’ αρχάς χρειαζόταν ως πρότυπο ένα άπραγο θηλυκό που να μην ήταν διατεθειμένο να παραμείνει άπραγο εσαεί. Θα παρακολουθούσε τη διαδρομή της στην ακολασία, και αφού περνούσε από διάφορες φάσεις με όλο και πιο ανατριχιαστικά θλιβερές καταστάσεις, στο τέλος θα…
Σ’ αυτό το «θα» σταματούσε διότι δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη μέσα του ποιο «θα» θα είχε για επίλογο. Συγκινησιακά χρήσιμο μεν αν και όχι πρωτότυπο, όμως μέσα στη συνήθη καθημερινή πρακτική, θα ήταν να ρίξει βιτριόλι «στον άκαρδο» που την εγκατέλειψε στην καταισχύνη, κάνοντάς τη σωματικό και ψυχικό ράκος. Και μετά θ’ αυτοκτονούσε πίνοντας σουμπλιμέ ή κάτι παρεμφερές, όχι πανάκριβο φυσικά διότι ήτο πτωχή. Αν περίσσευε χώρος στο τυπογραφικό, θα άφηνε κι αποχαιρετιστήρια επιστολή. Η άλλη περίπτωση ήταν να βρεθεί ένας καλός Χριστιανός να της συγχωρέσει τον έκλυτο βίο και να της ζητήσει να γίνει γυναίκα του ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Φίλος του ολίγον ποιητής, αιθεροβάμων σαν όλους τους ποιητές, του συνέστησε να σκοτώσει τον αχρείο και να την παντρευτεί μετά την αποφυλάκισή του από την εικοσαετή ειρκτή όπου θα καταδικαζόταν για τον φόνο. Άλλος γνωστός του με έντονες κοινωνιολογικές ανησυχίες τού υπέδειξε ο ερωτύλος διαφθορέας της να είναι υψηλά ιστάμενο πρόσωπο που ύστερα από μια κρίση συνειδήσεως μετανιώνει για τις επονείδιστες πράξεις του, καταγγέλλει το ανήθικο καθεστώς και την παντρεύεται με πολιτικό γάμο. Βέβαια αυτή η εκδοχή έχει τρανταχτό ηθικό δίδαγμα, αλλά την απέκλεισε επειδή ο προτείνας ήταν ανάρχας και δεν ήθελε να μπλέξει ανατρεπτικές ιδεολογίες σε μια καθαρά ηθοπλαστική ιστορία που περιείχε και αγνά λαογραφικά στοιχεία.
Έριξε τη δουλειά του έναν παρά προβληματιζόμενος και άρχισε να τριγυρνά στα διάφορα αθηναϊκά στέκια για να μελετήσει τα τελικά στάδια ξεπεσμού του αφελούς κοριτσιού και να γράψει τον συνταρακτικό του επίλογο. Πήγε στο κοσμικό ζαχαροπλαστείο του Γιαννάκη, εκεί στην αρχή της Πανεπιστημίου, όπου σύχναζαν πολλές αγριογκομενάρες με εμπριμεδάκια κλος και χαζά καπελίνα, που μόνο με αθώες και άπραγες κοπελούδες δεν μοιάζανε. Φόραγαν γάντια καλοκαιριάτικα κι απορούσε πώς δεν παπαριάζουνε τα χέρια τους απ’ τον ιδρώτα. Κράταγαν και κάτι πίπες τεράστιες κεχριμπαρένιες, μισό μέτρο με το συμπάθιο η καθεμιά, κι αμόλαγαν τούφες καπνού στο θύμα πλάι τους, και με γελάκια, ναζάκια και μοστρίτσες το ξεζούμιζαν κανονικά.
Ένιωσε φοβερή απογοήτευση διότι η εξέλιξη του μυθιστορήματός του τιναζόταν στον αέρα. Αλλιώς την υπολόγιζε την κατάντια, κι αλλιώς του παρουσιαζόταν μπροστά του. Και το κυριότερο, δεν είχαν ακόμη βρεθεί ούτε η ηρωίδα που κατά κάποιον τρόπο θα βιογραφούσε, ούτε εκείνος ο παλιανθρωπάκος που θα την παρέσυρε στην αμαρτία. Τότε του ήρθε η έμπνευση, διαφθορέας του αφελούς κοριτσιού να γίνει εκείνος, για ν’ αντιληφθεί αυτοπροσώπως πώς ενδίδουν και κατρακυλούν στον βόρβορο οι γυναίκες. Θα ήταν το μεγάλο ατού του διηγήματος, ρεαλιστικό και από πρώτο χέρι. Φυσικά ο ίδιος θα θυσιαζόταν χάριν της λογοτεχνίας, έλειπε όμως το απαραίτητο θηλυκό και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να είναι προϊόν της φαντασίας του, στην οποία κατέφευγε συνήθως για άλλες ατομικές του ανάγκες.
Άπλωσε τα δίχτυα του αλλά δεν έπιασε ούτε αθερίνα. Ένας γνωστός του πολύ κυνικός του υπέδειξε να μοστράρει χρήμα, πράγμα που απέκλεισε μετά βδελυγμίας, διότι συν τοις άλλοις εστερείτο χρήματος. Τότε γνώρισε τον Κωστάρα, έναν λεχρίτη και μισό που είχε γυναίκες με τη σέσουλα. Πολλοί λέγανε πως τον χαρτζιλίκωναν κιόλας επειδή ήταν ντελμπεντέρης. Του εξέθεσε τα σχετικά του προβλήματος με το κορίτσι που θα παραστρατούσε αλλά δεν ανευρίσκετο, και τον δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο που θα καθιστούσε την πλοκή του μυθιστορήματος αυθεντική και συναρπαστική. Φαίνεται πως του τον έστειλε ο Θεός για να του ανοίξει τα μάτια βγάζοντάς τον από την πλάνη του.
Δεν είχαν αποκτήσει ακόμη οικειότητα μεταξύ τους και ο Κωστάρας φερότανε με σεβασμό, κρατώντας τους τύπους:
– Ρε κόπανε, του είπε, το άπραγο κοριτσόπουλο δεν πάει στα κοσμικά κέντρα, τουλάχιστον στην αρχή. Το πολύ πολύ να πάει μέχρι το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς για ν’ αγοράσει κόπιτσες και ντεμισέ. Θα τη δεις να ‘ρχεται σεινάμενη κουνάμενη με το φουστανάκι από τσίτι, κάνοντας πως βλέπει μονάχα μπροστά της. Στήσου στη γωνία κι αρχίνα τα «μου σου του…». Μια-δυο μέρες θα το παίζει σοβαρή και θα το βάζει στα πόδια, μα στο τέλος θα τσιμπήσει. Θα κοντοσταθεί, θα σε ρωτήσει με κάποια αναίδεια, «Τι ζητάτε επιτέλους από μένα κύριε;», λες και δεν το ξέρει τι ζητάς, κι αυτό είναι όλο.
Τότε θυμήθηκε την Τζούλια, την αφράτη και πεταχτούλα που έμενε στην πέρα γειτονιά και πολλές φορές συναντούσε στα σουβλάκια. Τα ‘βαλε με τον εαυτό του που τόσο καιρό δεν τη σκέφτηκε, αν και η ειμαρμένη την έστειλε πολλές νύχτες σε περίεργα όνειρά του, σαν νεράιδα ντυμένη αραχνοΰφαντα, να την κυνηγά σ’ ένα δασάκι και στο τέλος να τη φτάνει, ξυπνώντας κάθιδρος και κατάκοπος απ’ το κυνήγι… Βρήκε τρόπο και γνωριστήκανε. Μιλούσε πολύ χαριτωμένα, αν και το λεξιλόγιό της δεν ήταν κατάλληλο για να το χρησιμοποιήσει ιεροκήρυξ από άμβωνος. Μα το κυριότερο, ήταν μπασμένη στη φιλολογία. Ήξερε να απαγγέλλει απ’ έξω ολόκληρο το «Κάμα Σούτρα», με σχετικά σχόλια πάνω σε αβλεψίες του συγγραφέα. Και καυχήθηκε πως ανέλαβε να μυήσει όσους θέλησαν να εντρυφήσουν εμπράκτως στην ινδουιστική φιλοσοφία,.
– Εσύ θέλεις; ρώτησε.
Ο επίδοξος συγγραφέας εγκατέλειψε το γράψιμο και παραδόθηκε στα χέρια της να τον μπάσει στη Βατσιαγιάνα. Έτσι βρέθηκαν τα κιτρινισμένα χειρόγραφα στο πατάρι…