Κοινωνική παρέμβαση

Είναι γεγονός ότι η αναμέτρηση Αντώνη Σαμαρά – Ντόρας Μπακογιάννη έθεσε ευρύτερα ζητήματα, τα οποία υπερβαίνουν τον κομματικό «χώρο» της Νέας Δημοκρατίας και αγγίζουν δομικά προβλήματα του πολιτικού μας συστήματος.
Η μαζική προσέλευση των ψηφοφόρων ακύρωσε το πρώτο επιχείρημα της μεταμοντέρνας αντίληψης των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας ότι οι πολίτες αδιαφορούν για τα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα και ζητούν απλώς λύσεις «του καθημερινού».
Η δεύτερη και πλέον σημαντική εξέλιξη που σημειώθηκε είναι ότι αυτή η μαζική ψήφος είχε σαφή κοινωνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και, το κυριότερο, ακύρωσε όλες τις αντιπροσωπευτικές μεσολαβήσεις (βουλευτές, παράγοντες, «προσωπικότητες») που κινήθηκαν προκειμένου να επηρεάσουν την ψήφο των μελών και οπαδών της ΝΔ προς την πλευρά του «εκλεκτού» ή της «εκλεκτής» τους… Σ’ αυτό το σημείο η αποτυχία της κ. Μπακογιάννη είναι αποκαλυπτική.
Πράγματι η κοινωνική και γεωγραφική κατανομή των ψήφων είναι χαρακτηριστική. Ο Α. Σαμαράς κυριάρχησε στη Β. Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα αστικά κέντρα με υψηλότατα ποσοστά. Πλέον ισορροπημένα υπήρξαν τα ποσοστά στη Δυτική και στην Κεντρική Ελλάδα, ενώ η κ. Μπακογιάννη έλαβε πολύ υψηλά ποσοστά στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου. Όσο για τον κ. Ψωμιάδη, αυτός έλαβε αξιόλογα ποσοστά, άνω του 25%, στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά η «παρουσία» του υπήρξε καθολική, έστω και με μειωμένα ποσοστά.
Η ψήφος της περασμένης Κυριακής είχε ως κύρια χαρακτηριστικά την απόρριψη της κυβερνητικής πολιτικής της ΝΔ και των προσώπων που την υπηρετούν, αλλά και τον προβληματισμό για την αναζήτηση των αρχών και αξιών της παράταξης, για την ανάγκη να αποκτήσει η παράταξη αυτή συγκεκριμένα πολιτικοϊδεολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Μόνο μέσα από την απόρριψη του παρελθόντος και την αυτογνωσία του παρόντος είναι δυνατή η απόκτηση «πολιτικής αυτοπεποίθησης» και η διαμόρφωση μιας δυναμικής για το μέλλον.
Πολλοί συγκρίνουν την ψηφοφορία της περασμένης Κυριακής με την αντίστοιχη διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ πριν από δύο χρόνια, που όντως είχε παρόμοια μαζικά-κοινωνικά χαρακτηριστικά. Όμως τότε ο Ε. Βενιζέλος αφενός αμφισβήτησε (και μάλιστα άκομψα) έναν ήδη εκλεγμένο πρόεδρο, οπότε το δίλημμα προσέλαβε ηθικοπολιτικό χαρακτήρα, και αφετέρου ταυτίσθηκε ως έναν βαθμό με στελέχη του καταδικασμένου «εκσυγχρονιστικού» εγχειρήματος.
Στην περίπτωση όμως του ΠΑΣΟΚ δεν ετέθη ευθέως το πολιτικοϊδεολογικό πρόβλημα ούτε εθίγη το ζήτημα της πολιτικής του στρατηγικής. Το τότε «κοινωνικό σώμα» ψήφισε με προέχοντα τα συναισθηματικά κριτήρια, θεώρησε την αντιπαράθεση των προσώπων περισσότερο ως σύγκρουση της παράδοσης και της «ιδρυτικής σφραγίδας» του ΠΑΣΟΚ με μια νεωτερικότητα που δεν επιχείρησε να διεκδικήσει την αποδοχή της στη βάση των ιδεών και των πολιτικών θέσεων. Κι αυτό το σημαντικό «κενό» της τότε αναμέτρησης συνοδεύει μέχρι σήμερα το ΠΑΣΟΚ (κυβέρνηση και κόμμα), που πορεύεται μέσα από αντιφατικότητες, σύγχυση ιδεών και αντιλήψεων, άγνοια των αναγκαίων κοινωνικών συμμαχιών και συσχετισμών.
Η επαναφορά του ζητήματος της πολιτικοϊδεολογικής ταυτότητας της ΝΔ, ανεξάρτητα από τον τρόπο που ετέθη από την πλευρά του Α. Σαμαρά και ανεξάρτητα ακόμα από τις σκοπιμότητες που τη συνόδευαν μέσα από την πολιτική και κοινωνική ψήφο της 29ης Νοεμβρίου, απέκτησε τον χαρακτήρα ενός ευρύτερου αιτήματος, το οποίο αφορά είτε άμεσα είτε έμμεσα το σύνολο των φορέων του πολιτικού μας συστήματος.
Η τυραννία του περίφημου «μεσαίου χώρου», ο οποίος χρησιμοποιείται ως πεδίο αποπολιτικοποίησης από τους παντοειδείς διαχειριστές του συστήματος (κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς), θα πρέπει να εκλείψει. Ολόκληρη την κοινωνική δομή τη διατρέχουν σαφείς κοινωνικοταξικές διακρίσεις, αντικρουόμενα συμφέροντα και στρατηγικές, κι όλες αυτές οι διακρίσεις θα πρέπει να αποκτήσουν τον σαφή ιδεολογικοπολιτικό τους χαρακτήρα και τις οριοθετημένες κοινωνικές τους αναγωγές.
Ασφαλώς απαιτούνται κοινωνικές συμμαχίες, συγκλίσεις και συναινέσεις. Όμως αυτές πρέπει να διαμορφώνονται με γνώση του «τι κερδίζει και τι χάνει» κάθε κοινωνική ομάδα ή τάξη, με πλήρη συνείδηση των αξιών που προωθεί και εκείνων που περιθωριοποιεί. Μια κοινωνία προχωρεί μπροστά όταν έχει συνείδηση των επιλογών και των κριτηρίων που οδηγούν σ’ αυτές τις επιλογές. Άλλο πράγμα η «μεσότητα» των επιλογών, που απαιτεί συνεννόηση, επιχειρήματα, σύγκλιση αντιλήψεων για την προώθηση σοβαρών μεταρρυθμίσεων, και εντελώς διαφορετικό η επίκληση ενός «μεσαίου χώρου», όπου η ασάφεια, η αμορφία του και το αόρατο κοινωνικό του «στίγμα» επιτρέπουν κάθε είδους αυθαίρετη ερμηνεία και τον πλήρη κομματικό «αποχρωματισμό».
Ασφαλώς είναι άγνωστο το πού και πώς θα καταλήξει το εγχείρημα που ξεκίνησε ο Α. Σαμαράς. Ο νέος πρόεδρος της ΝΔ επιδιώκει να απενοχοποιήσει και να νομιμοποιήσει πάνω σε μια σύγχρονη κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική-αξιακή βάση τους όρους της «Δεξιάς» και του «δεξιού», που τελούν ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες σε καθεστώς πλήρους απαξίας, και μάλιστα θέλει να θέσει στην προσπάθεια αυτήν την προσωπική ιδεολογικοπολιτική του «σφραγίδα».
Οπωσδήποτε όμως μια τέτοια εξέλιξη είναι πιθανόν να ξαναφέρει στην επιφάνεια το ζήτημα των πολιτικοϊδεολογικών οριοθετήσεων των κομμάτων (όχι βεβαίως με τη μορφή των παραδοσιακών «διαχωριστικών γραμμών») και των δεσμεύσεών τους πάνω σε συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές αξίες. Αυτή η διαδικασία, αν προωθηθεί ευρύτερα, θα μεταθέσει την πολιτική της επικοινωνίας, της γενικολογίας και της «ουδέτερης» γλώσσας στο επίπεδο των θέσεων, των πολιτικών επιλογών, των αναλύσεων και των επιχειρημάτων που αναφέρονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και συμφέροντα και ταυτόχρονα δεσμεύονται από συγκεκριμένες κοινωνικές αξίες και αντιλήψεις.
Μια τέτοια όμως ιστορικής σημασίας διαδικασία απαιτεί τη μετατροπή των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που ψήφισαν για την εκλογή προέδρου στη ΝΔ, αλλά και πριν από δύο χρόνια στο ΠΑΣΟΚ, σε «πολιτικό σώμα» που βουλεύεται, κρίνει και συμμετέχει σε σημαντικές αποφάσεις, είτε αυτές αφορούν την εκλογή αντιπροσώπων σε καίριους θεσμούς είτε αναφέρονται σε κρίσιμης σημασίας εθνικές, οικονομικές και κοινωνικές συνιστώσες της πορείας της χώρας.
Αλλιώς η κοινωνική αυτή ψήφος θα αποτελέσει απλώς μια «εφάπαξ» κατάθεση της αγωνίας και του πολιτικού ενδιαφέροντος για την τύχη των κομμάτων και των ηγεσιών τους, χωρίς συνέχεια και επιρροή στην αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος. Και ίσως τότε χρησιμοποιηθεί ως «νομιμοποιητική» βάση για την ηγεμονία και την ενίσχυση της εξουσίας του προέδρου, αποτελώντας τελικά ένα «επεισόδιο» στην τροχιά ενός «φαύλου κύκλου».


Σχολιάστε εδώ