Το πολιτικό έλλειμμα

Η οικονομία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν ένα άθροισμα μακροοικονομικών δεικτών, σαν ένα σύστημα τυπικών-λογιστικών στοιχείων των οποίων αναζητείται η εξισορρόπηση μέσω προσθαφαιρέσεων των εξόδων και των εσόδων, των φόρων και των παροχών. Αυτού του τύπου η κοντόθωρη αντίληψη αγνοεί το γεγονός ότι η αντιμετώπιση της κρίσης αλλά και γενικότερα η πορεία της οικονομίας εξαρτώνται από τη χάραξη μιας σαφούς προοπτικής, από την εμπιστοσύνη των πολιτών, από την ικανότητα και την αξιοπιστία της πολιτικής-κυβερνητικής εξουσίας.
Συνεπώς ο πολιτικός χειρισμός της κρίσης είναι εξίσου ή και περισσότερο κρίσιμος από τις συγκεκριμένες αποφάσεις που λαμβάνονται σε «καθαρώς» οικονομικό επίπεδο.
Αυτόν τον αυτονόητο κανόνα της άσκησης της πολιτικής εξουσίας φαίνεται να υποβαθμίζει ή και να αγνοεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Γιατί για να εκπληρωθούν οι οικονομικοί στόχοι, απαιτούνται σαφείς επιλογές, που όχι μόνο πρέπει να είναι αποτελεσματικές αλλά και να διαμορφώνουν όρους για την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας. Απαιτούνται κοινωνικές συναινέσεις που προϋποθέτουν την αξιοπιστία του κράτους και της κυβέρνησης, τη δίκαιη κατανομή των βαρών, τη ρήξη με τα συμφέροντα που ιδιοποιούνται τον εθνικό πλούτο.
Η κυβέρνηση, αντίθετα, προκειμένου να προωθήσει τις επιλογές του προϋπολογισμού του 2010, διαμορφώνει ένα κλίμα «οικονομικής τρομοκρατίας», προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τις όποιες αντιδράσεις: «Η οικονομία στην εντατική», «οδεύουμε προς χρεοκοπία», «το ύψος του δημόσιου χρέους καθιστά τη χώρα αναξιόπιστη» είναι φράσεις-σύμβολα τα οποία μεταχειρίζονται με ευκολία ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί…
Αναρωτήθηκαν άραγε οι κυβερνώντες ποιο κλίμα διαμορφώνουν οι ίδιοι για τη συνολική οικονομική δραστηριότητα; Προβληματίσθηκαν για τον τρόπο που παρουσίασαν και χειρίσθηκαν το ύψος του ελλείμματος τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες; Γιατί εάν το ύψος του ελλείμματος χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα καταβύθισης της -ήδη χαμένης- αξιοπιστίας της Νέας Δημοκρατίας, ταυτόχρονα λειτουργεί σήμερα ως μπούμερανγκ για την ίδια την ικανότητα και την αξιοπιστία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την κρίση.
Ασφαλώς κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας. Όμως αντί για μικροπολιτικές, αντί για εμβαλλωματικούς χειρισμούς οικονομικών μεγεθών, απαιτείται μια σαφής προοπτική παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας, έξοδος από την παρατεινόμενη ύφεση που διαμορφώνεται, όχι απλώς από την οικονομική κρίση αλλά και από την αποπαραγωγικοποίηση της χώρας.
Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία επιβεβαιώνει τη συρρίκνωση της παραγωγής σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας: πτώση κατά 40% της οικοδομικής δραστηριότητας, μείωση κατά 10,5% της παραγωγής της μεταποίησης, μείωση κατά 15% των πωλήσεων και αύξηση κατά 2% των απολύσεων στις εμπορικές επιχειρήσεις…
Ο νέος προϋπολογισμός είναι προφανές ότι θα βαθύνει την ύφεση. Όχι μόνο δεν υπάρχουν δομικές ανακατατάξεις και ρήξεις στο θέμα της φορολογίας, αλλά ακολουθείται ο εύκολος δρόμος της φορολόγησης των ήδη «στοχοποιημένων», όπως των μισθωτών και του «κυκλώματος» της οικοδομής. Η εισοδηματική στασιμότητα, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, η παρατεινόμενη ύφεση διαμορφώνουν ένα ολισθηρό έδαφος για την ίδια την πορεία της κυβέρνησης.
Για να πετύχει μια οικονομική στρατηγική (που στην περίπτωσή μας αναζητείται), απαιτείται η διαμόρφωση ενός κλίματος αξιοπιστίας από την πλευρά του κράτους και των κυβερνητικών μηχανισμών. Απαιτείται σύγκρουση με μια διαμορφωμένη κουλτούρα που θεωρεί τη φοροδιαφυγή, τη φοροκλοπή, την άνομη συναλλαγή «αντιδράσεις» απέναντι σ’ ένα ανάλγητο και διεφθαρμένο κράτος. Κι αυτή η αλλαγή μιας ιστορικά δομημένης αντίληψης είναι ίσως πιο δύσκολη από την ίδια την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Παρά το ότι διανύουμε μόλις 55 περίπου ημέρες από τις εκλογές, οι πολιτικοί χειρισμοί της κυβέρνησης κάθε άλλο παρά αισιοδοξία δημιουργούν. Είναι φανερό ότι λείπει ο κεντρικός σχεδιασμός και συντονισμός, ότι οι αντιγνωμίες μεταξύ υπουργών και μεταξύ υπουργών και υφυπουργών υποδηλώνουν προχειρότητα και απουσία συγκροτημένων επιλογών. Ήδη ο κ. Παπακωνσταντίνου αρχίζει να αισθάνεται νωρίς τη «μοναξιά» του υπουργείου του και λόγω των δικών του χειρισμών (στο θέμα των αυξήσεων των δημοσίων υπαλλήλων), αλλά και διότι αποτελεί τον εύκολο στόχο όσων θέλουν να διαφοροποιηθούν από μια αδιέξοδη οικονομική πολιτική.
Στο «έτερο πεδίο», αυτό της αξιοκρατίας και της αξιοπιστίας, η διαδικασία της επιλογής γενικών γραμματέων έχει ήδη καταγραφεί ως το δημοφιλέστερο «πολιτικό ανέκδοτο»… Όχι μόνο γιατί η διαδικασία επιλογής τους έχει παραταθεί πέραν πάσης λογικής, αλλά και διότι ένας ικανός αριθμός από τους διορισθέντες αρκείται στο κομματικό βιογραφικό και δεν διαθέτει τα μεταπτυχιακά και διδακτορικά «προσόντα», τα οποία ο ίδιος ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του καθόρισαν ως «ικανή και αναγκαία» συνθήκη για την προώθηση της αξιοκρατίας…
Οι πολιτικοί χειρισμοί της κυβέρνησης, ιδιαίτερα στο πρόβλημα της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, δεν διαμορφώνουν προοπτικές. Ακόμα και αυτή η αξιοπιστία της κλονίζεται όταν ο κ. Προβόπουλος βεβαιώνει επίσημα ότι είχε ενημερώσει τον κ. Γ. Παπανδρέου για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και το ύψος του ελλείμματος, από τις αρχές Σεπτεμβρίου.
Όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί χαρακτηρίζουν τη χώρα στα όρια της χρεοκοπίας, αναπαράγουν και διευρύνουν την οικονομική κρίση και εκπέμπουν αρνητικά μηνύματα στους επενδυτές και στους διεθνείς οργανισμούς, που απαντούν με αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού. Ήδη διεθνής επενδυτική τράπεζα αναφέρεται σε σύνθετη «πολιτική» και «οικονομική κρίση» που χαρακτηρίζει τη χώρα μας. Γιατί πράγματι το «πολιτικό έλλειμμα» είναι ακόμα πιο κρίσιμο και επικίνδυνο από το οικονομικό έλλειμμα.


Σχολιάστε εδώ