Ο Προϋπολογισμός του 2010 είναι ο πιο φορομπηχτικός των τελευταίων τριάντα ετών!
Και το πολιτικό και οικονομικό δράμα λοιπόν συνεχίζεται πάντα ως τραγωδία για τους φορολογουμένους, τους εργαζομένους και, γενικώς, για τα χαμηλού εισοδήματος ελληνικά νοικοκυριά. Η νέα τραγωδία προκύπτει από τα φορολογικά στοιχεία του κρατικού Προϋπολογισμού του 2010, ο οποίος είναι ο πιο φορομπηχτικός των τελευταίων τριάντα ετών! Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τη διαχρονική εξέλιξη της σχέσης αύξησης των συνολικών φορολογικών εσόδων και ΦΠΑ και αύξησης του ΑΕΠ ή, όπως αλλιώς λέγεται τεχνοκρατικά, από την ένταση φορολογικών εσόδων, η οποία καταδεικνύει και τη φορολογική σκληρότητα. Οι δείκτες αυτοί εκφράζονται με τους επιστημονικούς όρους «ελαστικότητα φορολογικών εσόδων» και «ελαστικότητα ΦΠΑ» και καταδεικνύουν ανάγλυφα κατά πόσο οι υψηλές ή οι μικρές αυξήσεις φορολογικών εσόδων και ΦΠΑ δικαιολογούνται από τους αντίστοιχους ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Όταν η σχέση αυτή είναι κάτω από τη μονάδα, σημαίνει ότι στις αντίστοιχες χρήσεις παρατηρήθηκε κάποια ανικανότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Έτσι, με προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων το 2010 κατά 7% και του ΦΠΑ κατά 5,3%, η σχέση μεταβολής των δύο αυτών μεγεθών και της προβλεπόμενης μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ 1,7% διαμορφώνεται σε 4,14 (φορές) και 3,11 (φορές) αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι για το 2010 προβλέπεται είσπραξη συνολικών φόρων κατά 4,14 φορές και ΦΠΑ κατά 3,11 φορές περισσότερο απ’ ό,τι δικαιολογείται από την ανάπτυξη. Πρόκειται για διπλό ρεκόρ φορολογικής σκληρότητας μετά το 1981! Σημειώνεται ότι έως το 2009 οι υψηλότεροι δείκτες φορολογικής σκληρότητας (ως προς το σύνολο των φορολογικών εσόδων) σημειώθηκαν το 1990 (2,07 φορές) και το 1998 (1,86 φορές), ενώ ως προς τον ΦΠΑ σημειώθηκαν το 1990 (1,94 φορές) και το 2000 (1,86 φορές). Γενικά, μόνο κατά τα έτη 1981, 1985, 1993, 2001, 2003, 2004, 2006 και 2008 η σχέση αυτή ήταν κάτω από τη μονάδα (υστέρηση εσόδων) ως προς το σύνολο των φόρων.
Όσον αφορά τον ΦΠΑ, η σχέση αυτή ήταν κάτω από τη μονάδα κατά τα έτη 1993, 1994, 2001, 2005 και 2008, ενώ το 2009 σημειώθηκε ένα μοναδικό έως τώρα αρνητικό ρεκόρ: Το σύνολο τόσο των φόρων όσο και των εσόδων από ΦΠΑ παρουσίασε αρνητική μεταβολή! Αυτό σημαίνει ότι στον Προϋπολογισμό του 2009 οι προβλέψεις ήταν εντελώς αναξιόπιστες, αφού το σύνολο των φόρων παρουσίασε μείωση κατά 1% και του ΦΠΑ κατά 9,9%, αντί πρόβλεψης για… αύξηση 13,6% και 12,2% αντίστοιχα!
Πώς εκδηλωνόταν η φορολογική επιδρομή
Είναι εκπληκτική η διαπίστωση ότι όλη αυτή η σκληρότητα εκδηλώνεται πολλές φορές με διάφορους τρόπους που προκαλούν όχι μόνο τους φορολογουμένους, αλλά και τους οικονομικούς νόμους, αφού ήταν εδώ και πολλά χρόνια γνωστό (από τα μέσα της δεκαετίας του 1990) ότι δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια στη χώρα μας για επιβολή νέων και αύξηση παλιών φόρων εξαιτίας κυρίως της απελπιστικά χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Κατ’ αρχάς, ας θυμίσουμε τις γνωστές «διαρρυθμίσεις» σε φορολογικά νομοσχέδια, που αποτελούσαν εμπαιγμό για τους φορολογουμένους, αφού στην πραγματικότητα αντί για «φοροελαφρύνσεις», όπως υπόσχονταν, ήταν νέες φοροεπιβαρύνσεις ή αυξήσεις παλιών φόρων.
Επίσης, δεν μπορεί κανένας φορολογούμενος, και ιδιαίτερα μισθωτός και συνταξιούχος να ξεχάσει την τρομερή αφαίμαξη που προκάλεσε στο εισόδημά του η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και των αφορολόγητων ποσών επί σειρά ετών. Υπενθυμίζεται ότι η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας νομοθετήθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 1981 και εφαρμόσθηκε για τα εισοδήματα του 1981. Επειδή όμως δεν προβλέφθηκε αυτόματη ετήσια τιμαριθμοποίηση, για πολλά χρόνια παρέμεινε αμετάβλητη τόσο η κλίμακα όσο και τα αφορολόγητα ποσά, με αποτέλεσμα να φορολογούνται ανύπαρκτα εισοδήματα, αφού λόγω του πληθωρισμού η ονομαστική αύξηση των αμοιβών τις παρωθούσε ολοένα σε υψηλότερα κλιμάκια, με αντίστοιχους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
Τα οφέλη από την τιμαριθμοποίηση, έστω και μόνο των φορολογικών κλιμακίων, η οποία αποφασίσθηκε για το 1989 καταδεικνύουν το μέγεθος της αφαίμαξης αυτής.
Εκτιμάται ότι από την τιμαριθμοποίηση των κλιμακίων αυτών (οι φορολογικοί συντελεστές έμειναν αμετάβλητοι!) ο φόρος μειώθηκε μεταξύ 2,1% και 6,5% σε σχέση με τον φόρο που θα πλήρωνε ο φορολογούμενος με την κλίμακα του 1988.
Σε ποσά, η μείωση αυτή κυμαινόταν, ανάλογα με το εισόδημα, μεταξύ 1.500 και 94.000 δραχμών.
Ακόμη, υπενθυμίζουμε την τρομακτική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος που προκάλεσε στους εργατοϋπαλλήλους η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας κατά την περίοδο 1994 – 1997.
Εκτιμάται ότι η φορολογική αφαίμαξη κατά την περίοδο αυτή κυμάνθηκε μεταξύ 70.000 και 870.000 δραχμών και η αντίστοιχη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος μεταξύ 2,4% και 7,5%!
Ένας άλλος τρόπος φορομπηχτισμού ήταν και η αύξηση των οριακών φορολογικών συντελεστών. Αυτό έγινε, για παράδειγμα, για τα εισοδήματα του 1994, όταν όχι μόνο δεν έγινε τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, αλλά, αντίθετα, αυξήθηκε ο φορολογικός συντελεστής από 40 σε 45%! Έτσι, στην πραγματικότητα, το 1997 εφαρμόσθηκε η κλίμακα του 1992. Όμως την περίοδο αυτή (1992 – 1997) η σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού ήταν πάνω από 40%. Αυτό είχε αποτέλεσμα για ένα εισόδημα 5.000.000 δραχμών (2.800.000 σε τιμές του 1992) να καταβληθεί φόρος 600.000 δραχμών, αντί 120.000 δραχμών που θα έπρεπε κανονικά να καταβάλλονταν! Σε όλους αυτούς τους τρόπους φορολογικής αφαίμαξης πρέπει να προσθέσουμε και την αλλόκοτη μέθοδο της παρακράτησης φόρου, τις περιβόητες αυξήσεις στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, την απίστευτη φορολογία της ιδιοκατοίκησης (τεκμαρτό εισόδημα από… ενοίκιο του ιδιοκτήτη κατοικίας στον εαυτό του!), την κοινωνικώς άδικη αφαίρεση φόρου από φόρο (αντί του παλιού συστήματος αφαίρεσης ποσού από το δηλωθέν εισόδημα), το φορομπηχτικό «χτίσιμο» της φορολογικής κλίμακας με το δυσανάλογο εύρος των φορολογικών κλιμακίων και την αντιδημογραφική φορολογία του οικογενειακού εισοδήματος (φορολογείται ως εισόδημα μόνο του εργαζομένου, ενώ δαπανάται από όλα τα μέλη της οικογενείας του!)
Οι επιπτώσεις
Οι επιπτώσεις της φορολογικής αυτής επιδρομής είναι πολλές. Ταλανίζουν την οικονομία αλλά και τους εργαζομένους. Από τη μια μεριά συρρικνώνεται το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και από την άλλη επιδεινώνεται η ανταγωνιστικότητα, προκαλούνται πληθωριστικές πιέσεις, καθώς το συνδικαλιστικό κίνημα προβάλλει συνεχώς επίμονα αιτήματα για υψηλή αύξηση των ονομαστικών αμοιβών και η φορολογία διαχέεται σαν λαδιά στις τιμές, και μειώνεται η ροπή προς αποταμίευση, η οποία πάντοτε υπήρξε η κινητήριος δύναμη της ελληνικής οικονομίας, ακόμη και σε χαλεπότερους καιρούς.
Η διαπίστωση ότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι έχουν εξελιχθεί σε υποζύγια του ολοένα αυξανόμενου φορολογικού βάρους στη χώρα μας κατά την τελευταία κυρίως εικοσιπενταετία πρέπει να σημάνει συναγερμό για θαρραλέα τομή στο φορολογικό σύστημα, και ιδιαίτερα στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.