Μια φορά και έναν καιρό

Ο Λουκάς, ο αποκαλούμενος στην πιάτσα με το παρατσούκλι «ο σκυλάραπας» λόγω του μελαψού χρώματος της επιδερμίδας του που τον έκανε να φέρνει σε
Αφρικανό, κατέβηκε επικεφαλής της παρέας στην υπόγα όπου το καπηλειό του Ανέστη και χτυπώντας παλαμάκια παρήγγειλε μεγαλοπρεπώς ένα καρτούτσο. Ο Ανέστης πλησίασε και, αφού τους καλησπέρισε, ρώτησε τι θέλουν από φαγώσιμο. Ο Λουκάς αποκρίθηκε πως για την ώρα δεν θέλουμε τίποτα «γιατί περιμένουμε και τους άλλους». Ο Γαβρίλης, που ήταν λιγάκι κουτούτσικος και δεν έπαιρνε στροφές με την πρώτη, ρώτησε χαζά: «Ποιους άλλους περιμένουμε;». Του έριξε ένα άγριο βλέμμα ο Λουκάς, που στη γλώσσα της παντομίμας σήμαινε «σκάσε» και μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, γεμάτο κατανόηση για τον φίλο του τον ξεχασιάρη, του αποκρίθηκε με ερώτηση κοιτώντας τον ταβερνιάρη: «Δεν περιμένουμε τον Γιώργο με τον μπατζανάκη και τον κουμπάρο του;».

Ο Ανέστης, που τον τελευταίο καιρό είχε μαύρα κεσάτια, στη σκέψη πως θα πλακώσουν απόψε ξαφνικά τόσοι πελάτες, έσυρε σιμά τους το πλαϊνό τραπέζι για να χωρέσουνε επτά νοματαίοι και δεν πρόσεξε τον επίμονο Γαβρίλη που έσκυψε στο αυτί του Αρίστου ρωτώντας ποιος είναι αυτός ο Γιώργος και το σόι του που περιμένουν. Έφυγε ο ταβερνιάρης να φέρει την παραγγελία και ο Λουκάς, αγανακτισμένος, είπε στον χαζο-Γαβρίλη να το βουλώσει, εξηγώντας του πως, αν λέγανε στον κάπελα πως θα τη βγάλουνε μ’ ένα καρτούτσο, κι αυτό ξεροσφύρι, καθώς δεν τους γούσταρε και πολύ, θα τους πέταγε έξω με τις κλωτσιές. Ο Λουκάς ήταν ο αρχηγεύων της ομάδας, πράγμα που διεπίστωσεν ιδίοις όμμασι ο Λατινικός του παρακείμενου γυμνασίου, ο οποίος ως εκ πεποιθήσεως εργένης δειπνούσε τρις της εβδομάδος στην ως άνω ταβέρνα και τελείως αυθορμήτως κάποτε του εξέφρασε τον θαυμασμό του λέγοντας: “Είσαι ο primus inter pares”, φράση που κανένας δεν κατάλαβε, αλλά πολύ κολακευθήκανε όλοι τους. Ήρθαν το κρασί και τα ποτήρια, τράβηξε μια γερή ρουφηξιά ο Λουκάς και χαμηλόφωνα, σχεδόν συνωμοτικά, άρχισε την… εισήγησή του.
“Κύριοι και φίλοι”, είπε. “Σας κάλεσα εδώ επειδή σε λίγο έρχονται γιορτές και στην τσέπη δεν υπάρχει μία. Πρέπει οπωσδήποτε να αποκτηθεί χρήμα, διότι ο άνθρωπος τυγχάνει ξύλον απελέκητον άνευ παρά και ουχί άνευ μορφώσεως όπως ισχυρίζονται μερικοί λαπάδες…». Ρούφηξε πάλιν μια γουλιά κρασί και με πολύ θλιμμένο ύφος συνέχισε να τους περιγράφει την αξιοθρήνητη οικονομική κατάσταση και τις ακόμη χειρότερες μέρες που τους περιμένουν. Επηκολούθησε σιγή, που τη διέκοψε βαθύς αναστεναγμός.
«Καλά, η Βιβή δεν σου ξηγιέται ”αλμυρά καβουρντισμένα”;», ρώτησε ο Μεμάς, που πάντα στην κουβέντα του χρησιμοποιούσε παράξενες εκφράσεις, δίνοντάς τους ευρύτερο νόημα. Ο Λουκάς, γεμάτος απογοήτευση, τον διέκοψε λέγοντας πως με τις τραβηκτικές που της κάνει τη μουφλούζεψε. Και τους εξήγησε ότι κι αυτηνής οι δουλειές δεν πάνε καλά τελευταία, γιατί είναι αξιοπρεπής και υπερήφανη και δεν καταδέχεται να πάει με τον πάσα ένα. Και συμπλήρωσε λέγοντας πως διαλέγει τους πελάτες της να είναι κύριοι και ματσωμένοι. Αλλά και δαύτοι αραιώσανε γιατί οι γυναίκες τους είναι λάμιες και τους έχουν σε στενό μαρκάρισμα. Πού να ξεμυτίσουν τ’ ανθρωπάκια ν’ αναπνεύσουν λίγο οξυγόνο… Τους ρουφούν το αίμα… Τέτοια έλεγε και άλλα πολλά, που τα συνόδευε με κατάλληλες και εύγλωττες χειρονομίες για να καταλάβουν όλοι, ακόμη και ο Γαβρίλης, πόσο στενέψανε τα πράματα. Και σαν να μη φτάνανε αυτά, σε λίγες μέρες γιορτάζει η Βιβή. Και με λόγια που ήταν σκέτος θρήνος, λες και συλλυπούνταν χήρα, τους ρώτησε: «Τι να της χαρίσω που δεν υπάρχει φράγκο; Κανένα σακουλάκι σίμιτσκες;». Σίμιτσκες αποκαλούν οι Πόντιοι τον πασατέμπο από ηλιόσπορους. Και όταν ο φιλομαθής Αρίστος ζήτησε να μάθει πώς είναι βαφτισμένη, ο Λουκάς, σαν να ντρεπόταν να πει την αλήθεια, ψέλλισε με σπαραγμό ψυχής:
«Τη λένε Αγλαΐα. Το Βιβή είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Ένα διπλό «βι» μπορεί να το προφέρει ακόμα κι ένας Εγγλέζος να πούμε…».
Επακολούθησε και πάλι σιγή και ένας αναστεναγμός που έκανε γύρα στο τραπέζι. Τη σιωπή διέκοψε ο Μεμάς, που είχε την ικανότητα να βρίσκει εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Ζήτησε βέβαια παρδόν που αναμειγνύεται στα εσωτερικά του και του συνέστησε, για να ορθοποδήσει οικονομικώς η δεσποινίς Βιβή, να τη συμβουλέψει να προσγειωθεί λιγάκι. Ας μην είναι τόσο ψηλομύτα «κι ας κάνει και καμιά λαϊκή απογευματινή να αρτυθεί και με του φτωχού τ’ αρνί»… Αν και χρειαζόσουν μέθοδο ελληνικής άνευ διδασκάλου για να συνεννοηθείς με τον Μεμά με τις κοτσάνες που αράδιαζε, ο Λουκάς μπήκε αμέσως στο νόημα και έγινε θηρίο:
«Τι λες, ρε;», ξεφώνισε, ενώ γούρλωσαν τα μάτια του και φούσκωσε το καρύδι του λαιμού του. «Για ποια πέρασες τη Βιβή, ρε; Να κυλιστεί δηλαδή στον βούρκο με το πρώτο ρεμάλι για πέντε δεκάρες; Έχει μιαν υπόληψη στην κοινωνία για το ήθος της, τις επιλογές της, την εχεμύθειά της». Παραλίγο ν’ αρπαχτούνε. Η σύρραξη τελικά απεφεύχθη και, για να ξεπεραστεί η κάποια ψυχρότης που άρχισε να επικρατεί, ο Λουκάς προχώρησε στο ψητό.
«Κύριοι», είπε, «χρειαζόμαστε λεφτά για πολλούς και διάφορους λόγους, και φυσικά δεν μπορούμε να περιμένουμε τα Χριστούγεννα και να κονομήσουμε από τα κάλαντα. Οι λαμογιές δεν φτουράνε πια γιατί οι χωριάτες ξύπνησαν και στο κάτω κάτω ας βγάλουμε μια φορά στη ζωή μας τίμιο χρήμα, με τον ιδρώτα του προσώπου μας».
Επειδή είδε να κυριαρχεί με τα λόγια του μια νευρικότης λόγω αναφοράς στον ιδρώτα, έσπευσε να διευκρινίσει:
«Θα κάνουμε έρανο για την ενίσχυση σενεγαλέζων γυναικών που τις κεράτωσαν οι άντρες τους και την κοπάνησαν χρονιάρες μέρες με τις γκόμενες. Θα σενιαριστούμε, θα μας ξουρίσει σε στυλ ξουρισμένοι, αξούριστοι ο μπαρμπέρης, θα τυπώσουμε κουπόνια με πίστωση και θα βγούμε παγανιά στους φιλάνθρωπους…». Σταμάτησε κι άρχισε να τους κοιτά διαδοχικά στα μάτια για να γραδάρει την εντύπωση που τους έκανε η ιδέα του, που ήταν αμέσου αποδόσεως. Πρώτος πετάχτηκε ο Γαβρίλης και ρώτησε πού θα βρούνε σενεγαλέζες παρατημένες από τους άντρες τους για να τους δώσουν τα λεφτά του εράνου.
Απάντηση φυσικά δεν πήρε, αλλά ο πάντα ορθολογιστής Αρίστος εξέφρασε αντιρρήσεις, γιατί ήταν από φυσικού του αιωνίως πνεύμα αντιλογίας.
«Δεν το βλέπω», είπε ύστερα από ώριμη σκέψη. «Είναι κάτι σκατόμουτρα ρατσιστές που θα μας πάρουνε στο κυνήγι. Αν είναι και αντιφεμινιστές, θα πούνε πως καλά κάνανε οι άντρες τους και τις κεράτωσαν…».
Ο Λουκάς όμως τα είχε όλα προβλέψει. Θα πηγαίνουνε στα σπίτια, είπε, όταν οι άντρες λείπουν στη δουλειά και γενικώς όπου υπάρχουν μοναχά γυναίκες. Αυτές έχουνε αλληλεγγύη μεταξύ τους. Η καρδιά τους θα ραγίσει με τους τύραννους Σενεγαλέζους που τις απατούν χρονιάρες μέρες με βρωμοθήλυκα. Θα δακρύσουν και θα δώσουν το κατιτίς. Αν μάλιστα είναι κι εκείνες τσουρουφλισμένες, τότε ποιος μας πιάνει… Μέχρι και το βρακί τους θα μας δώσουνε από γινάτι.
Η παρέα έπεσε σε περίσκεψη. Η πρόταση ήταν μεγαλειώδης, και μάλιστα «εν τη παλάμη». Πρώτος μίλησε ο Μεμάς δογματίζοντας: «Πολλοί την δόξαν εμίσησαν, το μπαγιόκο ουδείς… Βουρ!». Κάτι πήγε να προσθέσει ο Αρίστος, αλλά εκείνη τη στιγμή τούς πλησίασε ο Ανέστης, ο ταβερνιάρης, και λίγο ανυπόμονος, λίγο τσαντισμένος που δεν ήρθαν οι υπόλοιποι που περίμενε, ρώτησε κοφτά:
«Τι θα γίνει με τους δικούς σας, θα ‘ρθουνε καμιά φορά; Ξημερωθήκαμε!».
Κοίταξε ο Λουκάς το ρολόι του και, γεμάτος οργή, έβαλε τις φωνές:
«Πω, πω, μας κρεμάσανε τα γαϊδούρια. Πάμε να φύγουμε». Σηκώθηκαν και απευθυνόμενος στον ταβερνιάρη είπε: «Για τιμωρία τους που άργησαν, όταν έλθουν χρέωσέ τους το καρτούτσο…».


Σχολιάστε εδώ