Εθνικός διαχωρισμός και δημοκρατική αρχή
Η Κύπρος αποτέλεσε από την αποικιακή περίοδο, δηλαδή από τη διαπραγμάτευση για την ανεξαρτησία της και εντεύθεν, ακριβώς λόγω της γεωπολιτικής της υπεραξίας, ένα είδος χώρου δοκιμής και πειραμάτων πολιτικών συστημάτων, που θα κατόρθωναν να διαιωνίσουν την αποικιοκρατία και τον έλεγχο του χώρου με άλλη μορφή. Έτσι, απαγορεύτηκε στον κυπριακό λαό να δημιουργήσει το πλαίσιο ενός αληθινά δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος όπου οι άνθρωποι θα λειτουργούσαν ως πολιτικός λαός στο σύνολό τους επί τη βάσει της αρχής του one man – one vote και όχι στο πλαίσιο ενός “κοινοτικού συνεταιρισμού” που διαχωρίζει τον λαό στη βάση του εθνικού κριτηρίου. Έτσι, δεν είναι καθόλου περίεργο, αλλά διεθνώς πρωτότυπο, το γεγονός ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 δεν αναφέρει πουθενά την ύπαρξη ενός λαού, απεναντίας αναφέρονται οι δύο κοινότητες ως συνιστώσες ενός κοινού κράτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο λαός δεν μπόρεσε ποτέ να λειτουργήσει πολιτικά και κοινωνικά ως ενιαίο σώμα και σύνολο που αναπτύσσει διαδικασίες ενσωμάτωσης, απαραίτητες για την υπέρβαση εχθρικών εικόνων και παραστάσεων απειλής, προκαταλήψεων και στερεοτύπων, με απώτερο στόχο και δυνατότητα τη δυναμική πολιτική διαδικασία υπέρβασης της εθνικής σύγκρουσης και υπεράσπισης του Συντάγματος και του κοινού κράτους. Ο εσωτερικός εθνικός διαχωρισμός, η ανυπαρξία διαδικασιών ενσωμάτωσης μαζί με την ύπαρξη ενός εξωτερικού πολιτικού κέντρου, δηλαδή της Τουρκίας, που καθοδηγούσε την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων και σχεδίαζε τη διχοτόμηση και τον γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου, συνέβαλαν αποφασιστικά, μαζί με διαχρονικά εγκληματικά λάθη της ελληνικής πλευράς, στην εξέλιξη του 1974, της εισβολής και κατοχής, και στη σημερινή διεθνή παρανομία της Τουρκίας να συνεχίζει να κατέχει, στις απαρχές του 21ου αιώνα, κυπριακό έδαφος ενταγμένο στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το πρόβλημα του εθνικού διαχωρισμού που επιχειρείται και σήμερα να εφαρμοστεί στις συζητήσεις που διεξάγονται για την επίλυση του Κυπριακού ενισχύεται πλέον και δομικά, γεωγραφικά και θεσμικά στη βάση της διζωνικότητας και της υπό εξέλιξη διαφαινόμενης ομοσπονδοποίησης του κυπριακού κράτους.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Ομοσπονδία ως πολιτικό σύστημα μπορεί να μην είναι ευέλικτο και αποτελεσματικό πάντοτε, όπως είναι το ενιαίο κράτος, αλλά θα μπορούσε να είναι λειτουργικό εάν βασιστεί στη δημοκρατική αρχή, αν ανταποκρίνεται δηλαδή στις προδιαγραφές των ευρωπαϊκού και βορειοαμερικανικού τύπου και γενικότερα δυτικού τύπου ομοσπονδιακών πολιτευμάτων. Αυτό σημαίνει πως και στην περίπτωση της Κύπρου και αλλαχού η ομοσπονδιακή δομή καθιερώνει την πολιτική αυτονομία, σε κάποιο βαθμό, των επιμέρους εθνοτήτων, κοινοτήτων ή κρατικών μονάδων, αλλά συνέχεται από μια κεντρική ομοσπονδιακή εξουσία, η οποία αντιπροσωπεύει το σύνολο του πολιτικού λαού ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, αλλά με βάση την ιδιότητα του πολίτη. Εκεί λειτουργεί η δημοκρατία για το σύνολο του πληθυσμού. Στην περίπτωση της Κύπρου, αυτό το οποίο φαίνεται ότι κυοφορείται είναι μια παραλλαγή του εθνικού διαχωρισμού του ’60 επί τα χείρω, δηλαδή ομοσπονδοποιείται πλέον το σύστημα, υπάρχουν ομόσπονδα κρατίδια τα οποία συμμετέχουν ισότιμα στην
Ομοσπονδία, χωρίς ταυτόχρονα να προνοείται η κοινωνική και πολιτική δυνατότητα των ανθρώπων να συναντώνται και να συνεργάζονται, να συγκρούονται και να ανταγωνίζονται ως πολίτες του ιδίου κράτους, υπερασπιζόμενοι το κράτος και το Σύνταγμά τους.
Το ζήτημα που τίθεται είναι η βιωσιμότητα με βάση τη λειτουργικότητα ενός κράτους, ενώ, σύμφωνα με τους σημερινούς συσχετισμούς ισχύος, προδιαγράφεται η δημιουργία ενός κατασκευάσματος πολιτειακού που θα ανταποκρίνεται στις γεωπολιτικές βουλήσεις όλων των άλλων ισχυρών στην περιοχή και αλλού, πλην της αληθινής βούλησης των ίδιων των Κυπρίων, πράγμα που θα το καταστήσει θνησιγενές.
Τούτο γιατί, επαναλαμβάνουμε, δεν υπάρχει κανένα άλλο κράτος στον κόσμο που να θεωρεί τον εαυτό του πολιτισμένο, σύγχρονο και δημοκρατικό, και να μη λειτουργεί σε κανένα επίπεδο του πολιτικού του συστήματος το σύνολο του λαού όπου να διαμορφώνονται κοινωνικές και κυρίως πολιτικές πλειοψηφίες.