ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΥΚΛΟΥΣ ΚΑΝΕΙ…

Ακούγοντας τις προάλλες τον κ. Παπανδρέου στη Βουλή να μας λέει ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ετοιμάστηκα να πω το μοιρολατρικό «κάθε πέρυσι και καλύτερα», έτσι σαν μόνιμο άλλοθι της οικονομο-παθολογικής μας γκρίνιας.
Καινούργια και απρόβλεπτη η πληροφόρηση; Όχι βέβαια…

Το κείμενο που ακολουθεί είναι όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε στην ελληνόφωνη «Πρωινή» της Νέας Υόρκης, όταν είχα το καθημερινό της χρονογράφημα, χωρίς τώρα να προσθέσω ή να αφαιρέσω μια λέξη και το θυμήθηκα σαν μια ακόμα επιβεβαίωση του… πόσο σταθεροί χαρακτήρες είμαστε στα όσα λέμε και στα όσα κάνουμε. Τίτλος του «Η χρυσοφόρος φτώχεια μας» και δημοσιεύθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1991, δηλαδή πριν από 18 χρόνια από σήμερα.
«Η Ελλάδα είναι μια πολύ φτωχή χώρα, με πάρα πολύ πλούσιους ανθρώπους. Δεν θυμάμαι ποιος μεγάλος από την πινακοθήκη των μεγάλων μας έκανε αυτή την οξύμωρη διαπίστωση, αλλά θα έλεγα ότι πιο επιτυχημένη εκτίμηση δεν θα μπορούσε να την κάνει έστω και αν δεν ήταν κάποιος από τους μεγάλους μας. Είναι σαν να λέμε ”αυτή η οικογένεια είναι πάρα πολύ τίμια και αξιοπρεπέστατη με πάρα πολλούς σκατορουφιάνους”.
Μιλάμε δηλαδή για υψηλά όρια φτώχειας και δυστυχίας, για άδεια και αγρίως λεηλατημένα ταμεία, με προβλήματα για το πώς θα πληρωθούν μισθοί και συντάξεις και για το πώς θα τη βγάλουμε καθαρή με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς και για το πώς θα απολογηθούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις μαύρες τρύπες που παρουσιάζει η ρακένδυτη οικονομία μας και γενικά πώς θα βγούμε από τη μαύρη μας κατάσταση. Και όλα αυτά να συμβαίνουν παραλλήλως σε μια χώρα κατά τα άλλα ευημερούσα και πανευτυχέστατη, όπου η καλοπέραση είναι ολοφάνερη και ο παράς τρέχει από τα μπατζάκια μας, άσχετα με το αν για το ψευτοκουκούλωμα της κάθε μαύρης τρύπας ξεπουλάμε τα περιουσιακά μας στοιχεία και παζαρεύουμε πολύτιμες κληρονομιές όπως είναι ο ΟΤΕ, η Ολυμπιακή, νευραλγικά μας λιμάνια, εθνικούς δρόμους και ”πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή από μια αγάπη που δεν ζει» χωρίς να αποκλείεται λίαν συντόμως να βγάλουμε στο πανέρι μέχρι και το τελευταίο πετραδάκι του Παρθενώνα για τον κάθε ενδιαφερόμενο συλλέκτη πολύτιμων λίθων και πετρωμάτων».
(Θυμίζουμε, όλα αυτά δημοσιευμένα πριν από 18 χρόνια και πάμε παρακάτω…)
«Και η ερμαφρόδιτη και θεόμουρλη χώρα με τους πλουσιόφτωχους και τους φτωχοάνετους να διατυμπανίζει και να επιμένει για να πετάξουμε τα παλιά μας αυτοκίνητα για να πάρουμε καινούργια με καταλύτες και αμόλυβδες για να λύσουμε έτσι και το πρόβλημα του νέφους και της ρύπανσης (και σιγά βέβαια αυτά να είναι και τα μόνα) αλλά το περισσότερο για να κερδίσουν οι έμποροι αυτοκινήτων και για να γεμίσουν έστω και με φραγκοδίφραγκα τα δημόσια ταμεία από τα τέλη και τα παράβολα. Και να επιμένουμε να μιλάμε για μεγάλη φτώχεια και ορατή δυστυχία, αλλά που κάθε βράδυ κάνοντας μια βόλτα στα νυχτερινά κέντρα, από τα αρχοντοσκυλάδικα μέχρι τα λουμπενογαβγάδικα, να μη βρίσκεις καρέκλα ελεύθερη. Και με χύμα το λουλουδικό όταν χορεύουν τα μωρά στην πίστα και να έρχεται παραφουσκωμένος ο λογαριασμός για ”να τη βρεις” με τον κάθε φιρμάτο και την πάσα καρακαηδόνα και στην πρώτη γραμμή γκλαμουριάς οι τερψίκοροι και άσε με να χαρείς. Αλλά συγχρόνως και με τη φτώχεια παρούσα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, χωρίς τίποτα να εμποδίζει ακόμα και στις πιο προβληματικές συνοικίες να έχουν λαμπερά εμπορικά κέντρα που βλέποντας τις βιτρίνες τους να αναρωτιέσαι αν είσαι στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης ή στην Μποντ Στριτ του Λονδίνου έχοντας μάλιστα την υποψία ότι τα μαγαζιά στο Κολωνάκι, στην Κηφισιά και στη Γλυφάδα έχουν περισσότερα από τα ”Μέισις” του Μανχάταν και τα ”Σέλφριτζες” του Λονδίνου, άσχετα βέβαια με το αν λίγο πιο κάτω από τις ακριβές βιτρίνες βογγάνε οι ετοιμόρροπες παράγκες με τους σεισμόπληκτους της πρόσφατης εσοδείας.
Κατεβαίνεις στη θάλασσα να απολαύσεις λίγη θαλασσίτσα, δωρεάν προσφορά της πλουσιοπάροχης ελληνικής φύσης, και δυσκολεύεσαι να τη διακρίνεις επειδή σου την κρύβει το δάσος από τα ξάρτια των ταχύπλοων και των ακριβοπληρωμένων γιοτ που διαθέτει η φτωχή, φτωχότατη χώρα μας. Ανεβαίνεις στο βουνό να ρουφήξεις λίγο αέρα καθαρό και έχουν γεμίσει μέχρι και οι καταπατημένες βουνοκορφές από επαύλεις με γήπεδα και πισίνες και γκαράζ και με τέσσερις και πέντε Φιλιππινέζες που κουβαλάνε τα αναψυκτικά στους ευτυχείς, αλλά δυστυχoύντες κατόχους! Τι είδους ”πολύ φτωχή χώρα” είναι η Ελλάδα με τόσους πλούσιους θνητούς, διότι άμα δεν είσαι από αυτούς πώς είναι δυνατόν να ζεις μια τόσο προνομιούχα ζωή κι αν πάλι είσαι, τότε πώς γίνεται και κάθε μέρα ανεβαίνει ο δείκτης της ανεργίας και το επίπεδο της ζωής να γίνεται όλο και περισσότερο προβληματικό;
Εκτός αν μιλάμε για δύο Ελλάδες διαφορετικών ταχυτήτων. Η μία που τρέχει στη λεωφόρο της πολυτέλειας χωρίς να λογαριάζει κανόνες κυκλοφορίας και για καμιά παράβαση να μη δίνει λόγο και λογαριασμό και η άλλη που πεζοπορεί αγκομαχώντας στους κακοτράχαλους χωματόδρομους της φτώχειας και της χαμοζωής».
Αυτά πριν από 18 χρόνια…
Ήταν η εποχή που έκαιγε ακόμα η θρακιά από το σκάνδαλο Κοσκωτά, τότε που για να ικανοποιηθεί το περί δικαίου αίσθημα, ο μεν χάρτινος μεγαλοτραπεζίτης έμεινε κάποια χρόνια στη φυλακή, ενώ ο Κουτσόγιωργας, ως εκφραστής του κυβερνητικού τσαμπουκά, αλλά και σαν εξιλαστήριο θύμα της εξουσιαστικής διαφθοράς, πέθανε στο δικαστήριο την ώρα της απολογίας του, αντίθετα με το σκάνδαλο της Ζήμενς που ούτε τρίχα δεν κάηκε από το μούσι του Χριστοφοράκου. Τότε που τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας έδιναν πάλι, χωρίς ίχνος ντροπής, τη μεγάλη τους μονομαχία για να ξανακερδίσουν την τραυματισμένη αξιοπιστία, κρύβοντας το καθένα με τον δικό του τρόπο την πραγματική αλήθεια. Και που όλη τους η προσπάθεια ήταν να ξαναποκτήσουν την καρέκλα και να ξαναγελάσουν τους απογοητευμένους οπαδούς, κατηγορώντας η μία παράταξη την άλλη δίνοντας απλόχερα υποσχέσεις για «δίκαιη μεταχείριση», για «φορολογικά μέτρα» και για εξισορρόπηση ανάμεσα στους «κατέχοντες» και στους «μη έχοντες».
Πέρασαν 18 χρόνια. Είδατε να έγινε τίποτα; Εκτός κι αν έγινε και δεν καταλάβαμε. Και στο μεταξύ, το φεγγάρι εξακολουθεί να κάνει τους δικούς του γύρους, ξαναρχίζοντας και επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο, χωρίς πια κανένα παλικάρι να έχει κέφι για βόλτα για να διώξει τη λύπη του…
Ο «Νότης του φεγγαριού»…
Για να αλλάξουμε θέμα, είπαμε για τη «βόλτα στο φεγγάρι» και ευκαιρία να μιλήσουμε για έναν από τους πιο σεμνούς και διακριτικούς ανθρώπους του θεάτρου μας, τον θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό, τον Νότη Περγιάλη, που έφυγε στα 89 του χρόνια.
Ως ηθοποιό θα τον θυμόμαστε στα περισσότερα έργα του Βασίλη Γεωργιάδη, αλλά και ως σημαντικό συγγραφέα, όχι με πληθωρική παραγωγή αλλά με προσφορά αξιοσημείωτη στην ελληνική θεατρογραφία, με τα έργα «Νυφιάτικο τραγούδι» αντίστοιχο του «Ματωμένου γάμου» του Λόρκα, το «Κορίτσι με το κορδελάκι», το «Αντιγόνη της Κατοχής», ανεβασμένα από τον Μάνο Κατράκη, το «Χρυσό χάπι» και με την τηλεοπτική διασκευή του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη. Καθώς και με στίχους τραγουδιών, όπως το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που το πρωτοτραγούδησε η Μελίνα Μερκούρη παίζοντας στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το «Λεωφορείο ο Πόθος». Ήταν χαρά και κέρδος ψυχής να μιλάς μαζί του και να αντλείς ηρεμία και γνώση από τη φιλοσοφημένη του σκέψη, αλλά και καταφέρνοντας με την ασκητική του ματιά «να σου διώχνει τη λύπη».
Τυχεροί όσοι τον γνωρίσαμε.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

***

ΤΗ ΛΕΓΑΝΕ… ΑΚΟΜΑ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»!

Με αφορμή την 36η επέτειο του Πολυτεχνείου να θυμηθώ μια επιθεώρηση που ανεβάσαμε με τον Ναπολέοντα Ελευθερίου, εκείνο τον φοβερό Νοέμβρη του 1973, με έναν τίτλο προκλητικό και με έναν ακόμα πιο προκλητικό υπότιτλο, μέσα σ’ εκείνη τη «ζέουσα» ατμόσφαιρα.
Ήταν τότε που η Χούντα είχε τιτλοφορήσει τη «δοτή κυβέρνηση» του Σπύρου Μαρκεζίνη ως «Δημοκρατία… νέου τύπου» και έτσι ο τίτλος που δώσαμε στην επιθεώρηση ήταν «Τη λένε… ακόμα Δημοκρατία!» με υπότιτλο «Για γέλια… νέου τύπου» και που μόνο το «ακόμα» έδινε τον τόνο της ειρωνείας και του χλευασμού, ενώ το «για γέλια νέου τύπου» αφορούσε τη γελοιότητα εκείνης της ιστορίας.
Θυμάμαι τον αγαπημένο μου Ασημάκη Γιαλαμά που μου έλεγε όταν τον διάβασε: «Ο πιο έξυπνος τίτλος που άκουσα ποτέ. Τα λέει όλα. Αλλά θα σας πάνε μέσα δεμένους».
Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, ήταν όπως αυτό που λέμε σήμερα «το πιο σύντομο ανέκδοτο», χωρίς να αφήνει τίποτα ασχολίαστο, με ανοιχτές τις πληγές του Πολυτεχνείου, με τις ανακρίσεις των φυλακισμένων φοιτητών και με μια Δημοκρατία-μαϊμού που έτρεμες και τη σκιά σου.
Αρχίζοντας από τους στίχους της έναρξης, με τη μουσική του Μίμη Πλέσσα:
«Τη λένε ακόμα Δημοκρατία –
με φάδερ Περικλή
που ενώ είναι θήλυ -γέννημα Απρίλη- έχει κι αυτή πουλί»!
Για τον ερχομό της Μελίνας, με προσωρινή άδεια, για την κηδεία της μητέρας της:
«Και εγώ που ‘μαι Αθηναία,
κόρη δημάρχου επιπλέον
διεγράφην απ’ του δήμου τα μητρώα
των θηλέων
και για να ‘ρθω στην Ελλάδα κάποια
νύχτα η καημένη
πρέπει να ξαναπεθάνει η μαμά μου
η πεθαμένη…»
Για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου:
«Να μπεις σ’ ανώτατες σχολές,
γιατί αδίκως να διαβάσεις
αφού ελεύθερα μπαίνουν τα τανκς, με δίχως εξετάσεις…»
Για τον φιλοχουντικό Ελληνοαμερικανό αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Σπύρο Άγκνιου:
«Ήταν ένας αντιπρόεδρος με ύφος -Γαργαλιάνειος φαγάνιος ο Σπύρος
που απ’ τ’ αξίωμα επήρε κουτρουβάλα- γιατί είχε και τα δάχτυλα μεγάλα…»
Για τον δοτό πρωθυπουργό Σπύρο Μαρκεζίνη, της χουντικού τύπου «Δημοκρατίας»:
«Και τι να πεις για τον Σπυρέτο τον κοντό
που στο Πεντάγωνο επήγε ένα Σάββατο
κι ενώ φαινόταν στην καρέκλα καθιστός
τα ποδαράκια του δεν φτάναν μέχρι κάτω…».
Αυτά και άλλα πολλά, που όσο και αν με τη σημερινή ελευθερία λόγου φαίνονται ελαφρώς αφελή, έπρεπε να έχεις πολύ κουράγιο για να τα λες από σκηνής και εννοώ τους λαμπρούς ηθοποιούς που κινδύνευαν μαζί μας αλλά και για να τα γράφεις κάτω από μια αδυσώπητη λογοκρισία και να αντιμετωπίζεις την οργή των τραμπούκων της «νέου τύπου Δημοκρατίας» εκείνης της εποχής που κάθε τρεις και λίγο μας κουβαλούσαν από τις 4 τα ξημερώματα στην ΕΑΤ-ΕΣΑ, επειδή τις απαγορεύσεις τους τις γράφαμε στα παλιά μας τα παπούτσια.
Γ. Λ.


Σχολιάστε εδώ