Μια φορά και έναν καιρό

Όλοι είχαμε προμηθευθεί φακούς τσέπης και τους κουβαλάγαμε πάνω μας μόλις σουρούπωνε για να τους χρησιμοποιήσουμε σε ώρα ανάγκης στον δρόμο ή για την κάθοδό μας στα βάθη του αντιαεροπορικού καταφυγίου σε περίπτωση νυκτερινού συναγερμού. Ήσαν κυρίως πλακέ φακοί, που μεταπολεμικά εξαφανίστηκαν από την πιάτσα και μοστράρονται τώρα σαν αντίκες, και λιγότερο οι λεπτεπίλεπτοι κυλινδρικοί, που έμοιαζαν με τους σημερινούς μοναχά στο σχήμα. Τα ωράρια των γραφείων, των καταστημάτων και των πάσης μορφής θεαμάτων είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις πολεμικές συνθήκες κι άκουγες από μεγάλη απόσταση μέσα στη σιγαλιά της νύχτας τα βήματα κάποιου αργοπορημένου διαβάτη καθώς βάδιζε στον δρόμο.
Λίγο πολύ όλα τα σπίτια, παρά τις αστυνομικές απαγορεύσεις, είχαν σχηματίσει μικροαποθέματα τροφίμων, αν και δεν υπήρξε έλλειψις στην αγορά. Δηλαδή, λίγο ρύζι, λίγα μακαρόνια, αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και κάτι περίεργες γαλέτες στρογγυλές, στο μέγεθος ενός πιάτου του γλυκού, σκληρές σαν να ήταν από μαντέμι, με τρυπούλες στην επιφάνεια. Ήταν ο λεγόμενος «διπυρίτης άρτος», κατά την επίσημη ορολογία. Τότε γνωρίσαμε και τα κατεψυγμένα κρέατα Αργεντινής, που τα μοίραζαν με το δελτίο. Σε αντίθεση με τα τρόφιμα, η κυβέρνηση υπέδειξε στους κατοίκους νʼ αποθηκεύσουν πόσιμο νερό διότι υπήρχε κίνδυνος από τυχόν βομβαρδισμούς να πάθει βλάβη το δίκτυο της Ούλεν και να κορακιάσουμε, μια και τα πηγάδια σφραγίστηκαν διά νόμου όταν έγινε η λίμνη του Μαραθώνος κι άλλο νερό δεν υπήρχε.
Είχαμε αρχίσει να συνηθίζουμε την πολεμική ατμόσφαιρα και τα νέα από τις επιχειρήσεις ήσαν ενθαρρυντικά. Τις ειδήσεις, εκτός από τα λιγοστά ραδιόφωνα που υπήρχαν, τις μαθαίναμε από τις εφημερίδες, που κυκλοφορούσαν εναλλάξ με 2 ή 4 σελίδες, με ανταποκρίσεις από το μέτωπο, νέα από τη ζωή της πόλεως, ανακοινώσεις, τα προγράμματα των κινηματογράφων «Άστυ» και «Σινέ Νιουζ» αργότερα, του μετέπειτα και μέχρι προ ολίγου χρόνου «Άστορ» της οδού Σταδίου, που μετετράπησαν σε κινηματογράφους επικαίρων, όπως το «Σινεάκ». Πολλές απογευματινές κυρίως εφημερίδες εξέδιδαν και «παραρτήματα», με όλες τις νεώτερες πληροφορίες. Σχεδόν σε όλες υπήρχε και σάτιρα, όπως π.χ. για την ιταλική Μεραρχία των «Λύκων της Τοσκάνης» που κατάντησαν «Λύκοι που το… σκάνε», δημιουργώντας τη βεβαιότητα πως θα νικήσωμε. Ζούσαμε σε μιαν Αθήνα όπου ίσως ποτέ άλλοτε να μην είχε τόσο έντονα αναπτυχθεί το θρησκευτικό συναίσθημα όσο εκείνες τις μέρες. Ο τορπιλισμός της «Έλλης» ανήμερα της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο θεωρήθηκε προσβολή και βλασφημία στα όσια και στα ιερά μας, που δεν μπορούσε να μείνει ανεξόφλητη. Έτσι, βλέποντας τώρα τους φρατέλους να ʼχουν βρει τον διάολό τους, μια συγκρατημένη αισιοδοξία ήταν διάχυτη. Στα θέατρα οι επιθεωρήσεις με πρωταγωνιστή τον… Μπενίτο τσάκιζαν κόκαλα και χιλιάδες –κρεμασμένα στα περίπτερα και σε κάθε λογής προθήκες– μπρελόκ με τσαρουχάκια και τσολιαδάκια φτιαγμένα στο χέρι, σωστά κομψοτεχνήματα, ήσαν τα φετίχ με τις ακατανίκητες ιδιότητες. Βροχή κι οι γελοιογραφίες στα έντυπα. Το ανέλπιστο θαύμα είχε γίνει…
Η επιστράτευση πλησίασε την κλάση του πατέρα, που ήταν μπουχτισμένος από πόλεμο. Νεοσύλλεκτος στη Μεραρχία Αρχιπελάγους, βρέθηκε στο μακεδονικό μέτωπο κι ύστερα στην Τουρκιά να φωτογραφίζεται στην Πάνορμο το ʼ20 και κάτω από τους βράχους του Αφιόν Καραχισάρ το 1922.
Πολίτης πια μετά τον πόλεμο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ένας παλιός του φίλος, μόλις αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο, έδωσε κοψοχρονιά στον πατέρα μου την παλιά του Σεβρολέτ κι έτσι βρέθηκε η οικογένεια κάτοχος αυτοκινήτου, που στάθηκε η αιτία να τον μετατάξουν ως έφεδρο λοχία στον «όρχο αυτοκινήτων» με την ειδικότητα του οδηγού. Λίγα ήσαν τότε τα αυτοκίνητα –οι κούρσες– και παρά τις επιτάξεις φαίνεται πως οι σοφεραίοι περίσσευαν κι έτσι δεν κλήθηκε στα όπλα ή, μάλλον, στα βολάν. Όταν έγινε ιδιοκτήτης της Σεβρολέτ, δεν διέθετε δίπλωμα. Το απέκτησε με δύο ταχύρρυθμα μαθήματα και αυστηρές εξετάσεις. Μπήκε ο εξεταστής του υπουργείου Συγκοινωνιών στο αμάξι και τον διέταξε να βάλει εμπρός. Κατέβηκε ο πατέρας, γύρισε με δύναμη μερικές φορές τη μανιβέλα, ταρακουνήθηκε το αυτοκίνητο συθέμελα και πήρε μπρος η μηχανή. Ξεκίνησαν και, δίνοντας εντολές «τράβα ευθεία», «στρίψε αριστερά», «πήγαινε δεξιά», φτάσαν στη Νέα Φιλαδέλφεια, όπου τον διέταξε: «Κάνε δεξιά και στοπ».
Πάτησε μπόλικο φρένο μπροστά στο εξοχικό ζυθεστιατόριον «Η ΗΒΗ», όπου και πάλιν ο εξεταστής διέταξε: «Κατέβα να πιούμε μια μπύρα». Κατέβηκαν, πλάκωσαν τα συκωτάκια και τα φημισμένα κεφτεδάκια του μαγαζιού, που ήταν να τρώει ο μαθητής και του εξεταστή να μη δίνει, ήρθανε κι οι μπύρες με ξέχειλο τον αφρό, ευλογία Κυρίου, και μετά δόθηκε το σύνθημα της αναχωρήσεως. Πλήρωσε τον λογαριασμό ο πατέρας και αμίλητοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσανε στο σημείο εκκινήσεως, ο εξεταστής είπε πριν αποβιβαστεί: «Συγχαρητήρια. Πέρασες. Έλα μεθαύριο να πάρεις το δίπλωμα».
Έτσι κατέληξε οδηγός με δίπλωμα, αλλά χωρίς αυτοκίνητο, διότι εν τω μεταξύ πουλήθηκε η Σεβρολέτ.
Επειδή κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει την πορεία και τη διάρκεια του πολέμου κι επειδή ένιωθε πολίτης υπό… προθεσμίαν, αφού αργά ή γρήγορα σίγουρα θα προσκαλούσαν την ειδικότητά του, πάντα αισιόδοξος, ο πατέρας αποφάσισε να «πεταχτεί» ως τη Λάρισα να εισπράξει κάτι χρωστούμενα, ώστε να υπάρχουνε λίγα μετρητά για το αβέβαιο μέλλον. Τον συνοδέψαμε βράδυ στον σταθμό Λαρίσης, όπου θα επιβιβάζετο στο τρένο. Η περιοχή ολόκληρη στρατοκρατείτο. Στα γύρω κτίσματα ήταν το φρουραρχείο, το κέντρο διερχομένων και άλλες μονάδες. Σκοποί με εφʼ όπλου λόγχη απαγόρευαν τη διάβαση της υπερυψωμένης πεζογέφυρας που οδηγεί πάνω από τις σιδηροτροχιές στον παρακείμενο σταθμό Πελοποννήσου. Είχε μια φοβερή αγριάδα η ατμόσφαιρα μέσα στη νύχτα, με τους στρατιώτες ολόγυρα που ετοιμάζονταν για φευγιό, φορτωμένοι τους γυλιούς, τη μακριά ξιφολόγχη στον ζωστήρα και το τουφέκι τους το Μάνλιχερ στο χέρι, με υπόκρουση τις πρόκες απʼ τις αρβύλες που κάνανε να τρέμει η γη. Μικρά αστράκια που λαμπύριζαν έμοιαζαν οι καύτρες των τσιγάρων στο σκοτάδι…
Μʼ αυτά και μʼ αυτά, οι μέρες περνούσαν, γίνανε βδομάδες, και μια καινούργια ρουτίνα μπήκε στη ζωή μας. Έτσι φτάσαμε στην Παρασκευή 22 Νοεμβρίου, όταν γύρω στο μεσημέρι άρχισαν να χτυπούν μανιασμένα οι καμπάνες των εκκλησιών. Μια κωδωνοκρουσία που έμοιαζε με της Ανάστασης, τη στιγμή που ο παπάς ψέλνει το «Χριστός Ανέστη». Ταυτόχρονα μια βοή απλώθηκε στην πρωτεύουσα: «Έπεσε η Κορυτσά»…
Χαρές και γέλια στις γειτονιές, νʼ αγκαλιάζονται και να φιλιούνται χοροπηδώντας άντρες και γυναίκες, ενώ άλλοι, τελείως αυθόρμητα, ύψωναν στα μπαλκόνια τους σημαίες. Παράλληλα, στο κέντρο της Αθήνας άρχισαν να σχηματίζονται οι πρώτες επινίκιες διαδηλώσεις, που συνέκλιναν προς το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», όπου στεγάζετο το Γενικό Στρατηγείο, για νʼ ακούσουν απʼ το στόμα του πρωθυπουργού τη χαρμόσυνη είδηση. Ήταν ένα πραγματικό παραλήρημα, ένα ξέσπασμα ενθουσιασμού σε κάτι που έμοιαζε μʼ όνειρο. Νωρίς το ίδιο απόγευμα ψάλθηκε στη Μητρόπολη ευχαριστήριος δοξολογία για το παγκοσμίως απίστευτο γεγονός πως μια χούφτα άνθρωποι από μια ασήμαντη κουκίδα πάνω στη γήινη σφαίρα ξεπετάχτηκαν ολομόναχοι στην άγρια νύχτα και χάρισαν από την Κορυτσά το χαμόγελο, ξαναφέρνοντας τη χαμένη ελπίδα σʼ ολόκληρη την ανθρωπότητα…


Σχολιάστε εδώ