Επικαιρότητα

1 Πολύς θόρυβος για την υποψηφιότητα του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Τόνι Μπλερ για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν και οι ελπίδες του είχαν περιοριστεί σημαντικά, καθώς η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί τάχθηκαν ενάντια στην υποψηφιότητα του Μπλερ και έδωσαν ανοιχτά την υποστήριξή τους στον βέλγο πρωθυπουργό Χέρμαν Βαν Ρομπέ, ο οποίος ανήκει στην Κεντροδεξιά, σε αντίθεση με τον Τόνι Μπλερ, που υποτίθεται ότι είναι σοσιαλιστής. Μετά την επικύρωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας και τη δημιουργία της θέσης προέδρου και υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ, έπρεπε οι δύο αυτές θέσεις να συμπληρωθούν ώστε η ΕΕ να αποκτήσει μια ισχυρή φωνή στα διεθνή δρώμενα. Υποψήφιοι εξαρχής για τη θέση του προέδρου ήσαν ο Τόνι Μπλερ, ο οποίος θεωρείται μια ισχυρή προσωπικότητα, ο Χέρμαν Βαν Ρομπέ, πρωθυπουργός του Βελγίου, ηγέτης χαμηλών τόνων, και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, πρόεδρος του Eurogroup και πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, που θεωρείται δραστήρια προσωπικότητα. Όμως ο συντηρητικός Τύπος (δεξιός, κεντροδεξιός και σοσιαλιστικών αποχρώσεων) τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του Τόνι Μπλερ – άγνωστο από πού κατευθυνόταν όλη αυτή η επικοινωνιακή εκστρατεία. Ο Μπλερ, όταν ήταν πρωθυπουργός της Βρετανίας, είχε καταστεί τυφλό όργανο της Ουάσινγκτον, και ειδικά του τότε Προέδρου Τζορτζ Μπους. Γι’ αυτό και περιπαικτικά είχε αποκληθεί «το σκυλάκι του Μπους». Ήταν αυτός που έλαβε από την Ουάσινγκτον το βαλιτσάκι με τα κατασκευασμένα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ψευδή στοιχεία, τα οποία περιέφερε σε όλες τις κυβερνήσεις των Αραβικών Χωρών για να πείσει ότι είναι αναγκαία η εισβολή στο Ιράκ. Βέβαια, είχε προκαλέσει τη θυμηδία των άλλων ηγετών, όμως είχε εξυπηρετήσει τυφλά τα σχέδια του Μπους. Ένας τέτοιος ηγέτης πώς θα μπορούσε να κατευθύνει σωστά την ΕΕ, η οποία επιθυμεί να απογαλακτιστεί από την επιρροή της ηγεσίας των ΗΠΑ και να αποκτήσει ισχυρή φωνή μέσα στη διεθνή κοινότητα; Και δεν αποκλείεται όλη αυτή η εκστρατεία υπέρ του Τόνι Μπλερ να κατευθυνόταν από τα κέντρα αποφάσεων των ΗΠΑ. Επομένως, η απόφαση της Μέρκελ και του Σαρκοζί να ταχθούν ενάντια στην υποψηφιότητά του ήταν απόλυτα σωστή, αφού η
ΕΕ επιθυμεί να αποκτήσει την
πολιτική της αυτοτέλεια και να παύσει να είναι προσκολλημένη στο άρμα των ΗΠΑ.
2 Το ΚΥΣΕΑ, δηλαδή η κυβέρνηση του «σοσιαλιστικού» ΠΑΣΟΚ,
αποφάσισε την περασμένη εβδομάδα τον διπλασιασμό των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που βρίσκονται και μάχονται στο Αφγανιστάν. Και είναι εύλογο το ερώτημα της
εφημερίδας «Αυριανή» (Παρασκευή 13/11) «τι δουλειά έχουμε εμείς να πολεμάμε στο Αφγανιστάν;». Είναι
ένα καυτό ερώτημα, που απασχολεί και τον αμερικανικό λαό, αλλά και τους λαούς των κρατών μελών του ΝΑΤΟ που έχουν αποστείλει στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Ο Πρόεδρος Ομπάμα, προεκλογικά αλλά και μετά την ανάληψη των προεδρικών του καθηκόντων, δήλωσε ότι είναι
απόφασή του να ενισχύσει τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη χώρα αυτή για να κατατροπώσει την τρομοκρατία και να εξοντώσει τους Ταλιμπάν και τον Μπιν Λάντεν. Η προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ αρνήθηκε να αυξήσει την ελληνική στρατιωτική δύναμη και συγκατατέθηκε μόνο στην οικονομική συνεισφορά για την κάλυψη των στρατιωτικών δαπανών. Το σχέδιο του Προέδρου Ομπάμα ήταν όλα τα κράτη μέλη να αυξήσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στο Αφγανιστάν, ώστε οι ΗΠΑ να αποστείλουν όσο το δυνατόν λιγότερες στρατιωτικές δυνάμεις. Η απόφαση της κυβέρνησης Παπανδρέου να διπλασιάσει τη στρατιωτική παρουσία της Ελλάδος είναι τουλάχιστον ατυχής και δηλώνει την πλήρη υποταγή της τάχα σοσιαλιστικής κυβέρνησης στα κελεύσματα της ηγεσίας των ΗΠΑ. Και η απορία που δημιουργείται στον κάθε έλληνα πολίτη είναι πώς η τωρινή κυβέρνηση στις πρώτες μέρες του βίου της έθεσε ως προτεραιότητα τον διπλασιασμό της στρατιωτικής μας δύναμης, λες και δεν υπήρχαν άλλα επείγοντα θέματα για επίλυση. Τώρα θα πάρει το πιστοποιητικό ευπείθειας που επιθυμεί. Επειδή όλα τα εθνικά μας θέματα βρίσκονται σε εξέλιξη, φρονούμε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να συγκρατήσει τα αισθήματά της και να λειτουργεί με ψυχραιμία και σωφροσύνη για το καλό του τόπου και μόνο.


Σχολιάστε εδώ