Δίχως ταυτότητα και δίχως στρατηγική

Στον «πάτο του βαρελιού» διολισθαίνει η Νέα Δημοκρατία μετά την εκλογή της συντριβή, γιʼ αυτό και ενεργοποιεί τώρα τους μηχανισμούς της πολιτικής της «αυτοσυντήρησης». Διαδικασίες ξεχασμένες από καιρό, έννοιες και συμβολικές αναφορές, που δεν απασχόλησαν τα στελέχη και την ηγετική της ελίτ εδώ και μία τουλάχιστον δεκαετία, προβάλλουν τώρα ως αναγκαίοι όροι αυτογνωσίας και κατανόησης ενός ζοφερού παρόντος και αναγνωρίζονται ως βασικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του μέλλοντός της.
Σύγκρουση προσώπων για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ή αντιπαράθεση πολιτικών στρατηγικών μεταξύ Σαμαρά και Μπακογιάννη; Ασφαλώς η απάντηση είναι σύνθετη σʼ αυτό το ερώτημα, που δεν έχει απλώς θεωρητική σημασία.
Η Νέα Δημοκρατία αποτελεί σήμερα στο πλαίσιο του πολιτικού μας συστήματος έναν φορέα-υποσύστημα ο οποίος αναπόφευκτα θα στραφεί προς μια εσωτερική διαδικασία αναστοχασμού σε θεματικές που αφορούν την ταυτότητά του, τις κοινωνικές του αναφορές, την οργανωτική του δομή. Αυτή η διαδικασία είναι μια ιστορικά αναγκαία πράξη. Κανένα κόμμα δεν μπορεί να απευθύνεται στην κοινωνία και να ζητεί αναγνώριση των επιλογών και των ιδεολογικοπολιτικών του αντιλήψεων εάν πριν απʼ όλα το ίδιο, τα στελέχη του, δεν αναγνωρίζει και δεν διαμορφώνει τη δική του «ταυτότητα», δηλαδή το θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο κατανοεί την κοινωνία και τα προβλήματά της.
Αυτές οι διαπιστώσεις, οι οποίες θα εθεωρούντο αυτονόητες πριν από είκοσι χρόνια, φαίνονται σήμερα ανεπαρκείς. Η τελευταία στην πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου αναμέτρηση σε επίπεδο πολιτικοϊδεολογικών αρχών για την εκλογή νέου αρχηγού δόθηκε στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το 1996. Αποτέλεσε μια ύστατη «μάχη οπισθοφυλακών» ενός πολιτικού συστήματος που έκτοτε χάνει σταδιακά την ισχύ του έναντι των οικονομικών συμφερόντων, ενώ η πολιτικοϊδεολογική «πολυχρωμία» των κομμάτων-υποσυστημάτων του δίνει τη θέση της στο ισοπεδωτικό «γκρίζο», που χαρακτηρίζει τη διάλυση των «διαχωριστικών γραμμών» και την άμορφη πολυσυλλεκτική κοινωνική αναφορά των κομμάτων της διακυβέρνησης.
Η αναφορά, συνεπώς, του Αντώνη Σαμαρά στην αναζήτηση μιας σύγχρονης δεξιάς-συντηρητικής ταυτότητας («να ξαναγυρίσουμε στις αξίες μας», «να διορθώσουμε πρώτα τα του οίκου μας») είναι μεν αναγκαία αλλά ανεπαρκής. Ο ίδιος επιδιώκει να έχει πρόσβαση στον «μεσαίο χώρο», στην ευρύτερη Κεντροδεξιά, όχι όμως με ιδεολογικούς αλλά με κοινωνικοπολιτικούς όρους. Γιʼ αυτό και ενεργοποιεί αναφορές ενός μετακεϋνσιανού κρατικού παρεμβατισμού, διανθισμένες με στοιχεία «κοινωνικής ευαισθησίας» και λαϊκότητας, ώστε να επανασυνδεθεί ταυτόχρονα με το τμήμα της «λαϊκής Δεξιάς».
Όμως αυτή η σχηματική-μηχανιστική προσέγγιση αγνοεί το γεγονός ότι η ταυτότητα και η στρατηγική ενός κόμματος δεν αποτελούν μια εσωτερική διαδικασία «αυτοστοχασμού», αλλά διαμορφώνονται μέσα από μια διαρκή επικοινωνία και κατανόηση του «εξωτερικού περιβάλλοντος», δηλαδή των πραγματικών συσχετισμών και εξουσιών που υφίστανται στο ευρύτερο οικονομικό, κοινωνικό πλαίσιο. Η «ταυτότητα» που αναζητεί ο Α. Σαμαράς θα πρέπει να απαντά στο πώς θα δράσει η ΝΔ σʼ αυτό το «περιβάλλον», στο αν και με ποιους θα συγκρουστεί, ποιους θα εκπροσωπήσει, με ποιους θα συμμαχήσει… Σʼ αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να απαντήσει ο επίδοξος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας…
Η Ντόρα Μπακογιάννη δεν έχει τέτοιου είδους ερωτήματα. Το σύνθημά της είναι: «Εγώ θα σας οδηγήσω, και μάλιστα σύντομα, στην εξουσία». Η αναδιοργάνωση του κόμματος, η πολιτικοϊδεολογική του ταυτότητα είναι απλώς μέσα, εργαλεία στην πορεία αυτήν προς την κυβερνητική εξουσία.
Η Ντόρα Μπακογιάννη στηρίζεται στο «παιχνίδι» της πολιτικής επικοινωνίας και η οπτική της είναι «εξωστρεφής»: Το ερώτημα δεν είναι «τι είμαστε» αλλά «πώς θα πείσουμε τους πολίτες να μας ψηφίσουν»… Εξωστρέφεια, ευρωπαϊκή και όχι εθνική ταυτότητα και τα εθνικά θέματα να αντιμετωπίζονται «χωρίς κινήσεις εντυπωσιασμού για εσωτερική κατανάλωση και χωρίς λαϊκισμούς».
Η Ντόρα Μπακογιάννη δεν αποβλέπει στον «επαναπατρισμό» ψηφοφόρων από τον ΛΑΟΣ. Ο πολιτικός μεταμοντερνισμός που έφερε στην εξουσία τον Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ θεωρείται ως η κατάλληλη τακτική που θα οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία. Όταν, λοιπόν, ο «κυβερνοχώρος ΠΑΣΟΚ» αποδυναμωθεί λόγω αποτυχίας διαχείρισης της κρίσης, τότε, αυτόματα, ένα «ανανεωμένο» μοντέλο διαχείρισης υπό την ηγεσία της θα αναπληρώσει το «κενό»…
Όμως η επίδοξος πρόεδρος της ΝΔ αποσιωπά μια καθοριστική παράμετρο. Ότι και η ίδια δηλαδή αποτελεί τμήμα, φορέα της κρίσης και όχι απλώς ένα σωσίβιο. Από το κοινωνικοεκλογικό σώμα της παράταξης της θεωρείται, ως κορυφαίο στέλεχος συνυπεύθυνη για την πορεία κατάρρευσης της Νέας Δημοκρατίας. Οι ψηφοφόροι της ΝΔ επιδιώκουν να απαλλαγούν συνολικά από πολιτικές και πρόσωπα που οδήγησαν -στο μέτρο της ευθύνης τους- την παράταξή τους σε κατάρρευση. Κι αυτό το κριτήριο θα παίξει ίσως βασικό ρόλο στην επιλογή των ψηφοφόρων.
Γιατί τα παντοειδή συμφέροντα, «εσωτερικά» και «εξωτερικά», δεν υποστηρίζουν ξεκάθαρα την εκλογή της Ντόρας Μπακογιάννη, που άλλωστε είναι «δικό τους παιδί»; Ίσως θέλουν να αφήσουν ένα «ελεύθερο πεδίο» την επόμενη περίοδο στο ΠΑΣΟΚ και στον Γ. Παπανδρέου, ώστε να δοκιμαστεί η «αντοχή» και το πραγματικό εύρος της κοινωνικής νομιμοποίησης και αποδοχής της κυβερνητικής παράταξης. Στο κάτω κάτω μια αποτυχία της ΝΔ στις επόμενες εκλογές προβάλλει ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για την «επάνοδο» της κ. Μπακογιάννη… Όσο τελικά οι πολιτικοί διαχειρίζονται την κρίση και δεν κυβερνούν, το «σύστημα» μπορεί να δοκιμάζει πολλές εναλλακτικές «λύσεις»… Και δεν υπάρχει λόγος να «κάψει» ταυτόχρονα δύο ισχυρά του «ατού», τον Γ. Παπανδρέου και την Ντ. Μπακογιάννη με μία κίνηση…


Σχολιάστε εδώ