Γ. ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ: ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΥΦΕΣΗ

Η επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος αντικατοπτρίζεται στη συνέχεια και προκαλεί επώδυνες εξελίξεις και στα μακροοικονομικά στοιχεία. Από την έκθεση αυτή του διοικητή της ΤτΕ το πλέον ενδιαφέρον κεφάλαιο είναι αυτό στο οποίο εμφανίζονται οι εξελίξεις στον δευτερογενή τομέα (μεταποιητική δραστηριότητα), πρόδρομο στοιχείο γενικότερων εξελίξεων. Με τις εξελίξεις στη βιομηχανική δραστηριότητα, όπως τις εμφανίζει η έκθεση, θα ασχοληθούμε στη σημερινή μας παρουσίαση.

Ο Γενικός Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής παρουσιάζει μείωση κατά 9,7% στο διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2009, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τα οποία παραθέτει η έκθεση (πίνακας IV 4 – σελ. 88). Η επιβράδυνση του μεταποιητικού τομέα ξεκινάει από το 2007, και κατά το 2008 μετατρέπεται σε φανερή πλέον κρίση, με μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 3,9%, για να φτάσουμε στη μείωση κατά 9,7% το 2009. Η μεταποίηση είναι ο κλάδος που έχει πληγεί περισσότερο (–11,7%) και στη συνέχεια η παραγωγή ορυχείων-λατομείων. Και ως αποτέλεσμα της επενδυτικής ύφεσης (2008: –7,4% και 2009 Ιανουάριος – Ιούνιος: –12,9%) έχουμε την πολύ υψηλή μείωση της παραγωγής κεφαλαιακών αγαθών κατά 21,6% και των διαρκών καταναλωτικών αγαθών κατά 23,4% την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2009. Η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής οφείλεται και στη μείωση των νέων παραγγελιών στη βιομηχανία, που το 2008 παρουσίασαν μείωση κατά 2,3%, και το διάστημα Ιουνίου – Ιουλίου 2009 είχαμε ραγδαία μείωση, κατά 34%! Από την εγχώρια αγορά -29,5% και από την εξωτερική αγορά -40,9%. Η δραματική συρρίκνωση των παραγγελιών εξωτερικού (κατά 40,9%) δείχνει ότι ο βαθμός αντοχής των ελληνικών βιομηχανικών και βιοτεχνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές είναι σημαντικά χαμηλός, κι αυτό εμφανίζεται έντονα σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Έτσι, το υπουργείο Οικονομίας πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας στις διεθνείς αγορές και γιατί όχι και στην ελληνική αγορά.
Αποτέλεσμα των αρνητικών αυτών εξελίξεων είναι ότι ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού στη βιομηχανία περιορίστηκε δραματικά. Από 80,4% το 2007 κατέβηκε στο 77,5% το 2008 και συρρικνώθηκε στο 73,1% την περίοδο από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο της φετινής χρονιάς, με τάσεις παραπέρα συρρίκνωσης μέχρι το τέλος του 2009 και ίσως και για ολόκληρο το επόμενο έτος. Επόμενο ήταν να αυξηθεί και η ανεργία φέτος, και δικαιολογημένες είναι οι προβλέψεις για αύξησή της και το 2010. Η μείωση των παραγγελιών και της παραγωγής φυσικό ήταν να προκαλέσει και πτώση του δείκτη κύκλου εργασιών. Στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2009 ο δείκτης αυτός παρουσίασε μείωση κατά 26,9%, ενώ και το 2008 είχε παρουσιάσει άνοδο 6,7%. Η μείωση του κύκλου εργασιών στην εγχώρια αγορά ήταν 26,1% και στην εξωτερική αγορά 29,3%. Αυτές οι ιδιαίτερα αρνητικές επιδόσεις στον βιομηχανικό τομέα, που αποτελεί την ατμομηχανή της οικονομικής δραστηριότητας, βασικά οφείλονται κατά τη γνώμη μας:
α) Στη συρρίκνωση των εξαγωγών βιομηχανικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Στον τομέα αυτόν οι εξαγωγικές μας επιδόσεις ήσαν πενιχρές και ήρθε και η κρίση και έπληξε σοβαρά τις εξαγωγές αυτών των προϊόντων. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να αναπτύξουμε παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων προηγμένης τεχνολογίας με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές. Η παραγωγή μας σε κεφαλαιακά αγαθά και σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά είναι περιορισμένη. Παράγουμε προϊόντα με χαμηλή προστιθέμενη αξία (μόνο συναρμολόγηση) και με φτωχό ποιοτικό επίπεδο. Επίσης υστερούμε και στον τομέα παραγωγής και προώθησης νέων προϊόντων. Υστερούμε σε βαριά βιομηχανία. Παράγουμε προϊόντα για αγορές υπανάπτυκτων χωρών και πρέπει να το παραδεχτούμε. Έχουμε ανάγκη από προϊόντα νέα, υψηλής ποιότητας και ανταγωνιστικών τιμών, εάν φυσικά θέλουμε να κατακτήσουν τα βιομηχανικά μας προϊόντα τις διεθνείς αγορές και να κερδίσουν την προτίμηση των καταναλωτών.
β) Στη συρρίκνωση της οικοδομικής δραστηριότητας. Ο όγκος νέων οικοδομών και προσθηκών βάσει αδειών παρουσίασε υποχώρηση από το 2007 (–5%). Το 2008 έχουμε μείωση κατά 17,1% και το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2009 η μείωση έφτασε σε ποσοστό -28,7% (πίνακας IV 3 – σελ. 86 της έκθεσης). Η οικοδομική δραστηριότητα κινεί ένα σωρό κλάδους της βιομηχανικής παραγωγή, όπως π.χ. παραγωγή τσιμέντου, αλουμινοκατασκευές, σιδηροβιομηχανία, ξυλουργικά προϊόντα, λατομεία, υαλουργία κ.λπ. Ειδικά, αναφέρουμε ότι η παραγωγή τσιμέντου το 2007 μειώθηκε κατά 9,2%, το 2008 κατά 3,1% και το διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2009 κατά 23,8%. Η προηγούμενη κυβέρνηση προσπάθησε μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων με την εκτέλεση δημοσίων έργων να υποκαταστήσει τη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, καθώς οι πιστώσεις του ΠΔΕ είναι περιορισμένες.
γ) Στη σημαντική μείωση της καθαρής ροής νέων στεγαστικών δανείων προς τα νοικοκυριά, που κατά σημαντικό ποσοστό οφείλεται στην οικονομική κρίση (μείωση της ζήτησης στεγαστικών δανείων και συγκρατημένη πιστωτική επέκταση των τραπεζών). Και η έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος αναφέρει ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του υπολοίπου των στεγαστικών δανείων έπεσε τον Αύγουστο της φετινής χρονιάς στο 4,8% από 11,5% τον Δεκέμβριο του 2008 και από 21,9% τον Δεκέμβριο του 2007. Εξάλλου και η τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων παρουσιάζεται φθίνουσα. Τον Δεκέμβριο του 2007 έχουμε 20,6%, τον Δεκέμβριο του 2008 μείωση στο 18,7% και τον Αύγουστο του 2009 έχουμε 7,3%. Και όμως η μείωση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Οι ελληνικές τράπεζες έγκαιρα (και μάλλον πρόωρα) είχαν ενισχυθεί από το κράτος σε ρευστότητα και στη συνέχεια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και θα έπρεπε με τη σειρά τους να ενισχύσουν κι αυτές την ελληνική οικονομία, για να μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις από την οικονομική κρίση. Και κυρίως να αποφύγουμε τη μείωση της ενεργού ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Οι τράπεζες ξέχασαν ότι ο μαρασμός των επιχειρήσεων πλήττει ευθέως και τη δική τους υψηλή κερδοφορία.
δ) Στη μείωση της ζήτησης που αντικατοπτρίζεται στον όγκο του λιανικού εμπορίου. Το 2007 είχαμε αύξηση του όγκου του λιανικού εμπορίου κατά 2,3% (δηλαδή αύξηση των ποσοτήτων πώλησης), το 2008 μείωση κατά 1,4% και το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2009 η μείωση μετατράπηκε σε κατήφορο: –11,2%. Γιʼ αυτό παρατηρήθηκε και μείωση των παραγγελιών, της παραγωγής και της απασχόλησης. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ενεργός ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών είναι που επηρεάζει ευθέως την παραγωγή και τις επενδύσεις. Και τα μεγέθη αυτά επηρεάζουν με τη σειρά τους την απασχόληση και τα εισοδήματα. Έτσι πέσαμε στον φαύλο κύκλο της αλληλεπίδρασης της μείωσης εισοδήματος και ενεργού ζήτησης, με αρνητικό αντίκτυπο σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας. Όπως τονίζει και στην έκθεσή του ο κ. Προβόπουλος, «η πρόβλεψη για την περαιτέρω εξέλιξη της ιδιωτικής κατανάλωσης περιβάλλεται από σημαντικές αβεβαιότητες, οι οποίες συνδέονται κυρίως με την αύξηση της ανεργίας. Τυχόν συνέχιση της αύξησης της ανεργίας θα επιδεινώσει τις προσδοκίες των νοικοκυριών για την εξέλιξη των μελλοντικών εισοδημάτων τους και θα οδηγήσει σε άνοδο του ποσοστού αποταμίευσης». Και φυσικά σε περιορισμό της κατανάλωσης, που θα οδηγήσει σε βαθύτερη κρίση την οικονομία μας. Σε περιόδους απειλής ανεργίας, φυσικό είναι να περιορίζεται η κατανάλωση και να αυξάνεται η αποταμίευση για την «κακιά ώρα». Το 2007 και το 2008 είχαμε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3,3% και 2,3% αντίστοιχα. Η κάμψη άρχισε από τη φετινή χρονιά (Ιανουάριος – Ιούνιος 2009: –1,1%) με τάσεις περαιτέρω μείωσης.
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος στην έκθεσή του (σελ. 83) αναγνωρίζει ότι η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής κατά το 2008 και κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2009 συνέβαλε στο να συγκρατηθεί η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας (με την άνοδο της δημόσιας κατανάλωσης, την επίσπευση των δημοσίων δαπανών για επενδύσεις και την ενίσχυση του διαθεσίμου εισοδήματος), δηλαδή συνέβαλε στο φρενάρισμα της κρίσης και στον μετριασμό των συνεπειών της. Όμως στη συνέχεια «θρηνεί» για την αύξηση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους, υιοθετώντας έτσι τις συνταγές Αλμούνια. Δηλαδή όλα να θυσιαστούν στη δημοσιονομική πειθαρχία. Και όταν η κρίση παραλύσει ολόκληρη την οικονομία, πώς θα μπορέσει να διατηρηθεί μόνον η δημοσιονομική ισορροπία και η άνθηση των κρατικών εσόδων, κύριε Προβόπουλε; Η δημοσιονομική πειθαρχία και η σταθερότητα του ευρώ σε περιόδους έντονης κρίσης, όπως η σημερινή, πρέπει να κάμπτονται για την εξυπηρέτηση του υπέρτατου αγαθού, δηλαδή για τον περιορισμό και την αντιμετώπιση της κρίσης. Διαφορετικά η κρίση δεν θα άφηνε τίποτε όρθιο.


Σχολιάστε εδώ