ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Φαίνεται πως ο Αντώνης Σαμαράς θεωρείται περισσότερο corpus corporis (σώμα εκ του σώματος) της Νέας Δημοκρατίας από όσο η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη. Η αποχώρηση Σαμαρά το 1993, που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση τής υπό τον Κων. Μητσοτάκη κυβέρνησης της ΝΔ, δεν φαίνεται να μετράει τόσο εναντίον του όσο μετράει η καταγωγή της κυρίας Μπακογιάννη, όσο κι αν γιʼ αυτή την καταγωγή δεν ευθύνεται η ίδια. Ασφαλώς ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι η καταγωγή κάποιου δεν μπορεί να τον συνοδεύει για πάντα στη δημόσια ζωή του, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να αγνοήσει το συγκεκριμένο στοιχείο, ούτε και την κρυάδα (ρίγη) που νιώθει στην πλάτη του με τη χροιά της φωνής της ή το ιδιότυπο χαμόγελό της. Συχνά ακούγεται ως επιχείρημα διστακτικότητας προς την τέως υπουργό
Εξωτερικών η φράση «δεν έχω τίποτα εναντίον της, αλλά να, με φοβίζει πως έχει κάτι πάνω της που με κάνει να νιώθω ότι δεν ξέρω τι μου ξημερώνει μαζί της». Κάτι που δεν ισχύει για τον Αντώνη Σαμαρά, για τον οποίο επίσης συχνά ακούγεται το επιχείρημα «καλύτερα αυτός, μέτριος ή
όχι, άχρωμος ή όχι, αρκετά δεξιός, παρά κάποιος που δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει και τι να περιμένω μαζί του». Και τα δύο
επιχειρήματα, σκέψεις περισσότερο, δεν είναι τιμητικά για κανέναν από τους δύο βασικούς υποψηφίους. Εκφράζουν όμως τις σκέψεις της καθημερινότητας απλών ανθρώπων που βλέπουν όσα συμβαίνουν και προβληματίζονται για το ποιος πρέπει να είναι αρχηγός του ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας στη χώρα. Ποιος πρέπει, εκτός από αρχηγός του κόμματος αυτού, να είναι –πιθανότατα– ο επόμενος ή μεθεπόμενος πρωθυπουργός της χώρας. Θα σκεφτόταν κανείς με ενδιαφέρον την αξιοσημείωτη παραδοξότητα της σημερινής κατάστασης, να ενώνονται εναντίον της υποψηφιότητας Μπακογιάννη (που, ανεξαρτήτως του πατρικού της παρελθόντος, η ίδια δεν μετακινήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία) δύο υποψήφιοι που έφυγαν από το κόμμα τους, ο ένας το 1993 και ο άλλος το 2000, για να επιστρέψουν αργότερα! Το γεγονός ότι η κυρία Μπακογιάννη δεν το έχει επισημάνει και δεν έχει κάνει σημαία το θέμα οφείλεται πιθανώς στην ελπίδα ή τη βεβαιότητά της ότι αυτό θα γίνει από μόνο του ή από άλλους, και θα περάσει στις συνειδήσεις των νεοδημοκρατών που θα ψηφίσουν. Υπάρχει όμως η πιθανότητα, όσο κι αν γίνει αντιληπτό αυτό, να μην επηρεάσει υπέρ της την κρίση όσων ψηφίσουν, στον βαθμό που οι επιλογές Σαμαρά και Αβραμόπουλου δεν τους ενοχοποιούν σε τέτοιο βαθμό όσο ενοχοποιεί την ίδια την Ντόρα Μπακογιάννη το οικογενειακό παρελθόν της. Όταν το ερώτημα τίθεται με την ιδεολογική μορφή και καθαρότητα, είναι σαφές ότι αυτός που εκφράζει την ξεκάθαρη δεξιά ταυτότητα της Νέας Δημοκρατίας έχει ένα πλεονέκτημα απέναντι στον αντίπαλό του. Όχι μόνο διότι ο αντίπαλος (Ντόρα Μπ.) δεν είναι δεξιός (προέρχεται από τον κεντρώο χώρο), αλλά επειδή ο πρώην πρωθυπουργός, πατέρας της, εξελέγη και επελέγη για έναν συγκεκριμένο ρόλο: την ηθική, βιολογική και πολιτική εξόντωση του Ανδρέα Παπανδρέου. Όχι επειδή ήταν σώμα εκ του σώματος της Δεξιάς, όχι επειδή ήταν «δικός τους», αλλά επειδή ήταν ο αιώνιος αντίπαλος του Α. Γ. Παπανδρέου και έφερε ως αυτοσκοπό το πάθος να τον νικήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Η ΝΔ (ήδη από το 1984) ήθελε να επιστρέψει στην εξουσία αλλά δεν ήξερε τον τρόπο. Ο Κων. Μητσοτάκης είχε καταλάβει ότι το πρόβλημα δεν ήταν το ΠΑΣΟΚ αλλά ο φυσικός ηγέτης και δημιουργός του. Εργάστηκε με συνέπεια για πολλά χρόνια στην κατεύθυνση υπονόμευσης και εξόντωσης του αντιπάλου του και το 1990 το κατάφερε. Τον Σεπτέμβριο του 1993 έχασε την πλειοψηφία στη Βουλή με επιλογή του Α. Σαμαρά και των βουλευτών που τον στήριζαν, και οι εκλογές του Οκτωβρίου 1993 έφεραν για τρίτη φορά τον Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργία. Ο ρόλος του Κων. Μητσοτάκη είχε λήξει. Ποτέ δεν συνδέθηκε ιδεολογικά με τη ΝΔ, κάτι που μάλλον συμβαίνει και με την κόρη του, αν και η ίδια έχει μεγαλύτερη και βαθύτερη πολιτική και ιδεολογική σχέση με τη Νέα Δημοκρατία.
Τι θα μετρήσει στις επιλογές των φίλων της Νέας Δημοκρατίας που θα πάνε να ψηφίσουν; Είναι πάντως βέβαιο ότι όσοι νομίζουν, ή καλλιεργούν για δικά τους συμφέροντα, ότι «το θέμα δεν είναι ιδεολογικό» ή πως «δεν υπάρχουν ουσιαστικές ιδεολογικές διαφορές» μεταξύ των
υποψηφίων είναι βαθιά νυχτωμένοι. Γιʼ αυτό και οι αναλύσεις τους θα πέσουν έξω, μαζί με αυτές και οι εκφραστές τους.