ΤΕΡΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ «ΚΑΛΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ»

Δεν σκοπεύω να προβώ σε μια ιστορική αναδρομή των 50 χρόνων από την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλοι, επιστημονικά πιο καταρτισμένοι από μένα, το έχουν πράξει με επάρκεια. Εκείνο που σήμερα προέχει, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι τα διδάγματα που πηγάζουν από αυτήν την ιστορία, το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας και πώς μπορούμε να το διασφαλίσουμε.

Η ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι γεμάτη από συνωμοσίες σε βάρος της που εξυφαίνοντο στην Άγκυρα και σε άλλες πρωτεύουσες, αλλά και γεμάτη από αγώνες του Κυπριακού Λαού για την προάσπισή της.

Η Τουρκία, από τη στιγμή που οι βρετανοί αποικιοκράτες τής αναγνώρισαν δικαιώματα στην Κύπρο, άρχισε να καταστρώνει σχέδια για διχοτόμησή της. Επιχείρησαν, χρησιμοποιώντας τους Τουρκοκύπριους ως στρατηγική κοινότητα, να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Σʼ αυτό στόχευε η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τους κρατικούς θεσμούς το 1963. Η αναγνώριση της διεθνούς νομιμότητας της κυβέρνησης Μακαρίου από το Συμβούλιο Ασφαλείας ανέτρεψε τους τουρκικούς σχεδιασμούς.

Οι σύμμαχοι της Τουρκίας επιστράτευσαν στη συνέχεια τη στρατιωτική χούντα, που επέβαλαν στην Ελλάδα, και την ΕΟΚΑ Β΄, για να πετύχουν την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και να εξυπηρετήσουν τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας.

Δεν αποδέχομαι τη θέση του Προέδρου Χριστόφια και μερικών άλλων ότι «εμείς οι Έλληνες στρώσαμε το χαλί στην Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο». Ότι ήταν Έλληνες αυτοί που έκαναν το πραξικόπημα.

Το πραξικόπημα το έκανε η ξενοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών και η ΕΟΚΑ Β΄ που εξυπηρετούσαν ξένα προς τον ελληνισμό συμφέροντα. Έλληνες για μένα είναι αυτοί που έχουν ελληνική εθνική συνείδηση, συναίσθηση του ιστορικού τους χρέους και υπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα. Και Έλληνας το 1974 ήταν ο Εθνάρχης Μακάριος και όχι οι χουντικοί συνταγματάρχες που τον ανέτρεψαν. Το χαλί στην Τουρκία το έστρωσαν οι χώρες εκείνες που και σήμερα τη στηρίζουν και που, δυστυχώς, ο κύπριος Πρόεδρος δείχνει να εμπιστεύεται και να εναποθέτει σʼ αυτές τις ελπίδες του για μια δίκαιη λύση.

Η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία αποδείχθηκε το ισχυρότερο όπλο και η αποτελεσματικότερη άμυνα του Κυπριακού Ελληνισμού. Αποδείχθηκε το βάθρο που τον κράτησε όρθιο προσφέροντάς του τη δυνατότητα για αντικατοχικό αγώνα στη διεθνή σκηνή. Τα σχέδια της Τουρκίας για υποδούλωση του Κυπριακού Ελληνισμού απέτυχαν γιατί δεν μπόρεσαν να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (με αναγνωρισμένη κυριαρχία επί όλου του εδάφους της Κύπρου) στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενίσχυσε σημαντικά τη θέση αλλά και τον ρόλο της στη διεθνή σκηνή. Δυστυχώς, δεν έχουν όλοι συνειδητοποιήσει την ιστορική σημασία αυτού του γεγονότος. Το πώς αυτό επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει θετικά τη λύση του Κυπριακού. Ούτε και τις δυνατότητες που διαθέτουμε πλέον, ως μέλος της Ένωσης, για να επιβάλουμε στην Τουρκία υψηλό πολιτικό κόστος για τη συνεχιζόμενη κατοχή κυπριακών εδαφών.

Για 35 χρόνια αγωνιζόμαστε, με πολιτικά μέσα που εξαντλούνται στον διακοινοτικό διάλογο, να ανατρέψουμε τα κατοχικά δεδομένα. Η άρνηση της Τουρκίας στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή να παρακαθίσει στο τραπέζι του διαλόγου, η έλλειψη της όποιας δυνατότητας για άσκηση πίεσης πάνω στην Τουρκία, η αδύνατη θέση της Ελλάδας που αγωνιζόταν τότε να ανασυντάξει το δημοκρατικό της πολίτευμα, η πεποίθηση ότι έπρεπε να λύσουμε το Κυπριακό το συντομότερο δυνατό, δεν άφηναν πολλές επιλογές τότε στην πολιτική ηγεσία. Έχοντας να επιλέξει ανάμεσα στον διάλογο με τους Τουρκοκύπριους ή σʼ ένα παρατεταμένο αδιέξοδο, η πολιτική ηγεσία επέλεξε τον διακοινοτικό διάλογο.

Κάνοντας όμως σήμερα έναν ειλικρινή απολογισμό, διαπιστώνουμε ότι η επιλογή αυτή δεν απέδωσε. Αντίθετα λειτούργησε προς όφελος της κατοχικής δύναμης. Η Τουρκία, από άμεσα εμπλεκόμενο μέρος και μόνη υπεύθυνη για τη δημιουργία του προβλήματος, μετατράπηκε σταδιακά στα μάτια της διεθνούς κοινότητας σε ουδέτερο παρατηρητή. Μπορεί να μην είχαμε ένα συνεχές αδιέξοδο, είχαμε όμως ένα διακεκομμένα παρατεταμένο αδιέξοδο.

Η Τουρκία, αξιοποιώντας τον χρόνο, δημιούργησε νέα δεδομένα στις κατεχόμενες περιοχές, εφαρμόζοντας πολιτική μαζικού εποικισμού και ξεπουλώντας σε ξένους τη γη των προσφύγων μας. Σε κάθε νέα διαπραγματευτική προσπάθεια ο Κυπριακός Ελληνισμός οδηγείτο σε νέες διολισθήσεις προς τις τουρκικές θέσεις. Από το ενιαίο κράτος, μεταπηδήσαμε στη Δικοινοτική Διπεριφερειακή Ομοσπονδία που σήμερα έγινε Διζωνική, για να φτάσουμε να συζητούμε μια συγκεκαλυμμένη Συνομοσπονδία.

Την ίδια ώρα η Τουρκία σε κάθε νέα πρωτοβουλία αναβάθμιζε τις απαιτήσεις της, για να πετύχει στο τέλος το Σχέδιο Ανάν, που ήταν και το μοναδικό σχέδιο λύσης που έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα.

Το Σχέδιο Ανάν μάς έδωσε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τις επιδιώξεις και τους στόχους που θέλει να πετύχει η Τουρκία μέσα από την επίλυση του Κυπριακού. Η Τουρκία δεν αρκείται στην εδραίωση ή και νομιμοποίηση όσων διά της βίας κέρδισε με τη στρατιωτική εισβολή του 1974. Μέσα από τη λύση η Τουρκία επιδιώκει να έχει τον πλήρη πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της Κύπρου, αλλά και τη δυνατότητα να την εκτουρκίσει με έναν μελλοντικό νόμιμο μαζικό εποικισμό.

Κι αυτοί της οι στόχοι εξαρτώνται από την επίτευξη ενός ενδιάμεσου στρατηγικού στόχου, που δεν είναι άλλος από την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία ενός νέου «συνεταιριστικού» κράτους. Όλα αυτά τής τα διασφάλιζε το Σχέδιο Ανάν. Είναι γιʼ αυτόν τον λόγο που η Τουρκία το αποδέχθηκε και ο Κυπριακός Ελληνισμός, παρά τους εκβιασμούς και τις απειλές που δέχθηκε από παντού, το απέρριψε με το περήφανο ΟΧΙ του της 24ης Απριλίου του 2004.

Δυστυχώς, δείχνουμε σήμερα να μην έχουμε διδαχθεί από την τραυματική εμπειρία του Σχεδίου Ανάν. Να μην έχουμε κατανοήσει τους τουρκικούς στόχους. Συνεχίζουμε να κάνουμε πολιτική με φοβικά σύνδρομα, ακολουθώντας την αφελή πολιτική του εξευμενισμού της Τουρκίας.

Ο Πρόεδρος Χριστόφιας, εκλεγόμενος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κληρονόμησε από τον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο μια διεκδικητική στρατηγική η οποία απέφερε καρπούς το 2006. Με αυτήν την αγωνιστική πολιτική πετύχαμε τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου, που ενταφίαζε το Σχέδιο Ανάν και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας νέας βάσης και πλαισίου λύσης του Κυπριακού. Πετύχαμε τον Δεκέμβρη του 2006 τις πρώτες ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Τουρκίας για τη μη υλοποίηση των υποχρεώσεών της έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και το χρονοδιάγραμμα του Δεκέμβρη του 2009 για επαναξιολόγηση της συμπεριφοράς της.

Βεβιασμένα και χωρίς καμία στρατηγική, ο Πρόεδρος Χριστόφιας εγκατέλειψε τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου και προχώρησε σε νέες απευθείας διακοινοτικές συνομιλίες, που, όπως σήμερα αποδεικνύεται, γίνονται επί των κειμένων του Σχεδίου Ανάν.

Απρόκλητα και χωρίς οποιαδήποτε πίεση, ο Πρόεδρος Χριστόφιας προέβη σε νέες μονομερείς υποχωρήσεις, τις οποίες ο ίδιος χαρακτήρισε «γενναίες προσφορές» στον κατοχικό ηγέτη, με την αφελή προσδοκία να βρει ανταπόκριση από την τουρκική πλευρά και να κερδίσει την εκτίμηση της διεθνούς κοινότητας.

Αποτέλεσμα της υποχωρητικότητάς μας ήταν η Τουρκία να υπαναχωρήσει από προηγούμενες δεσμεύσεις της, προβάλλοντας ακόμη πιο απαράδεκτες απαιτήσεις.

Και ενώ ο κ. Δημήτρης Χριστόφιας στο όνομα του «καλού κλίματος» θυσιάζει αρχές που θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού, η τουρκική πλευρά κτίζει στη δική μας υποχωρητικότητα, που βαπτίστηκε «ευελιξία», στη δική μας αδυναμία και έλλειψη βούλησης για διεκδίκηση, και απαιτεί όχι έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό, αλλά την εθελούσια υποταγή μας.

Δεν θα αναλύσω το περιεχόμενο των συνομιλιών Χριστόφια – Ταλάτ. Θα αναφερθώ πολύ συνοπτικά στις πτυχές εκείνες που άπτονται της διεθνούς οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τρεις μόνο μήνες μετά την εκλογή του, ο Πρόεδρος Χριστόφιας, στη δεύτερή του συνάντηση με τον κ. Ταλάτ συναίνεσε στην έκδοση του Κοινού Ανακοινωθέντος της 23ης Μαΐου του 2008, το οποίο καθόριζε τη λύση ως «νέο συνεταιριστικό κράτος» που θα δημιουργηθεί από «δύο συνιστώντα κράτη» και το οποίο θα έχει «κοινή κυβέρνηση».

Με αυτές τις θέσεις ενταφίασε ο ίδιος την όποια δυνατότητα μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έθεσε ουσιαστικά τις βάσεις για εφαρμογή της επινόησης του Λόρδου Χάνεϊ για τη «δημιουργία νέου κράτους» διά της μεθόδου της «παρθενογένεσης».

Στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, ο κ. Χριστόφιας απάντησε ότι το έκανε ως «δώρο στον φίλο Ταλάτ», για να τον βοηθήσει. Συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα του ατοπήματός του έναν μήνα αργότερα, όταν η Βρετανία επιχείρησε να ενσωματώσει το Κοινό Ανακοινωθέν στο Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την ανανέωση της UNFICYP.

Αυτό το ατόπημα εδραιώθηκε αργότερα στις συνομιλίες με πρόνοια που αποδέχθηκε η πλευρά μας και που προβλέπει την αναγνώριση νομιμότητας στο «ψευδοκράτος» και στις αποφάσεις του πριν από την υπογραφή της συμφωνίας λύσης, γεγονός που σημαίνει ότι η συμφωνία λύσης θα προέλθει από δύο νόμιμα και ισότιμα κράτη.

Μια τέτοια λύση θέτει σε άμεσο κίνδυνο τον Κυπριακό Ελληνισμό, αφού αν η συμφωνία καταρρεύσει ή δεν εφαρμοστεί και το νέο κράτος, που θα διαθέτει πλέον τη διεθνή αναγνώριση, παύσει να υπάρχει, τότε ο Κυπριακός Ελληνισμός θα βρεθεί χωρίς διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος, όμηρος της Άγκυρας.

Εξίσου επικίνδυνη είναι και η πρόταση του Προέδρου Χριστόφια για εκ περιτροπής Προεδρία. Μια απαράδεκτη πρόνοια που είναι χειρότερη από αυτήν που υπήρχε στο Σχέδιο Ανάν, στο οποίο η εκ περιτροπής Προεδρία θα ασκείτο σε ένα Προεδρικό Συμβούλιο χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες και εξουσίες. Με την πρόταση Χριστόφια, η εκ περιτροπής Προεδρία θα ασκείται στα πλαίσια πραγματικής κυβέρνησης με ουσιαστική εκτελεστική εξουσία.

Αν μάλιστα συνδέσουμε την εκ περιτροπής Προεδρία με την άλλη πρόταση του Προέδρου Χριστόφια για τον μηχανισμό επίλυσης αδιεξόδων, που προβλέπει όπως στην περίπτωση αδυναμίας του Υπουργικού Συμβουλίου να αποφασίσει, τότε την απόφαση να λαμβάνει μόνος του ο εκάστοτε Πρόεδρος, εμφανέστατα οι κίνδυνοι μεγαλώνουν. Για δύο χρόνια κάθε Προεδρικής θητείας, ο εκπρόσωπος του 18% του πληθυσμού θα μπορεί να αποφασίζει μόνος και να επιβάλει τη βούλησή του επί του 82% του πληθυσμού.

Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος μαντικές ικανότητες για να διαβλέψει πού θα οδηγήσει μια τέτοια ρύθμιση. Ούτε και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιος θα κληρονομήσει τη διεθνή νομιμότητα, αν προμελετημένα προκληθεί μια σύγκρουση ή θεσμική κρίση σε περίοδο που προεδρεύει Τουρκοκύπριος.

Με βάση την εμπειρία του 1964, εύλογα μπορούμε να εικάσουμε ότι το διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος θα το κληρονομήσουν οι Τουρκοκύπριοι διά μέσου του τουρκοκύπριου Προέδρου.

Αν είναι για μια τέτοια λύση που αγωνιζόμαστε για 35 χρόνια, τότε, επιτρέψετε να πω, είναι κρίμα που καθυστερήσαμε και ταλαιπωρήσαμε τον λαό μας.

Κλείνοντας, πολύ επιγραμματικά, θα ήθελα να τονίσω κάποια πολύ βασικά στοιχεία που πρέπει, κατά την άποψή μου, να χαρακτηρίζουν τη λύση του Κυπριακού.

Θα πρέπει στη συμφωνία λύσης να διασφαλίζεται με τον πιο σαφή τρόπο και με ρητή πρόνοια η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα από τη μετεξέλιξή της. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση που θα τη χαρακτηρίζει η «εποικοδομητική ασάφεια», γιατί σε περίπτωση κρίσης αυτός που θα κληθεί να αποφασίσει για τη διεθνή αναγνώριση είναι η διεθνής κοινότητα. Οι ισχυροί της διεθνούς κοινότητας θα αποφασίσουν ad hoc και ασφαλώς δεν θα θελήσουν να δυσαρεστήσουν την Τουρκία. Στην όποια συμφωνία θα πρέπει ακόμα να υπάρχει πρόνοια που να προβλέπει ότι στην περίπτωση κατάρρευσής της ή μη εφαρμογής της, θα επανέλθουμε στην προτεραία κατάσταση. Μόνο ένα τέτοιο αντικίνητρο μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία σε μια πιο συνετή στάση.

Όλοι ελπίζουμε και θέλουμε λύση το ταχύτερο δυνατό. Η λύση όμως πρέπει να ανατρέπει τα κατοχικά δεδομένα και όχι να τα νομιμοποιεί και να τα διευρύνει. Η λύση πρέπει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο και τις αρχές της Δημοκρατίας και όχι να εδράζεται σε συνταγματικά εκτρώματα που μας επιστρέφουν σε μεσαιωνικές εποχές.

Είναι το λιγότερο υβριστικό και ανήθικο να κατηγορούνται όσοι διαφωνούν με τους χειρισμούς του Προέδρου Χριστόφια ότι είναι οπαδοί της διχοτόμησης. Αυτή τους η αντίδραση αποδεικνύει ότι δεν έχουν ακόμη διαβάσει σωστά, δεν έχουν συνειδητοποιήσει τους στόχους της Τουρκίας.

Η Τουρκία δεν ικανοποιείται με τη διχοτόμηση της Κύπρου, γιατί μια τέτοια ρύθμιση ούτε την Κυπριακή Δημοκρατία καταλύει ούτε και της επιτρέπει να έχει επεμβατικά δικαιώματα επί ολόκληρης της Κύπρου. Η Τουρκία θέλει τον πλήρη έλεγχο του νησιού κι αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο αν στερήσει τον Κυπριακό Ελληνισμό από την αμυντική του ασπίδα (που αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική), που λέγεται Κυπριακή Δημοκρατία. Μόνο μια τέτοια λύση η Τουρκία διαπραγματεύεται και μπορεί να αποδεχθεί σήμερα. Όσο πιο νωρίς το συνειδητοποιήσει ο Πρόεδρος Χριστόφιας, τόσο λιγότερες θα είναι οι περιπέτειες του Κυπριακού Ελληνισμού και περισσότερες οι ελπίδες σωτηρίας του.

Αν ούτε και αυτήν τη φορά η Τουρκία συναινέσει για να εξευρεθεί μια δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη λύση, τότε θα πρέπει να προβληματιστούμε σοβαρά για την πολιτική που ακολουθούμε.

Θα πρέπει να χαράξουμε μια νέα στρατηγική, αξιοποιώντας την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον στόχο της Τουρκίας για ένταξη, για να εξαναγκάσουμε την Τουρκία να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της. Σήμερα διαθέτουμε μέσα πίεσης που δεν είχαμε πριν από την 1η Μαΐου του 2004, για να επιβάλουμε αυτήν την εξέλιξη.

Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ένα διαφορετικό αγωνιστικό πνεύμα που θα εκφραστεί μέσα από μια διεκδικητική πολιτική η οποία θα δημιουργεί σοβαρό πολιτικό κόστος στην Τουρκία. Κόστος θα πρέπει, ακόμη, να κληθούν να πληρώσουν και χώρες που διατηρούν στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η οποία φέρει ευθύνη για τη δημιουργία του προβλήματος και συνεχίζει ακόμη να στηρίζει τις τουρκικές επιδιώξεις.

Ασφαλώς, για να εφαρμοστεί μια τέτοια πολιτική, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τον εναγκαλισμό του Λονδίνου και να κτίσουμε ισχυρές στρατηγικές συμμαχίες με τις χώρες εκείνες που μπορούν να μας στηρίξουν, όπως το έπραξαν και στο παρελθόν.

Δοκιμάσαμε την πολιτική του «καλού παιδιού», των μονομερών υποχωρήσεων και του «εξευμενισμού της Τουρκίας». Είναι καιρός να δοκιμάσουμε και την αγωνιστική πολιτική, αποβάλλοντας τα φοβικά σύνδρομα του παρελθόντος και τις ψευδαισθησιακές αντιλήψεις.


Σχολιάστε εδώ