Μια φορά και έναν καιρό

Ήτανε φοβερά υπερήφανος επειδή κοντά ενάμιση αιώνα τώρα συνόδευε την οικογένειά του ένας θρύλος, κάτι όπως λέμε ο «Θρύλος των Φορσάιθ», μέχρι τη μέρα που ενώ ανέπτυσσε σε μιαν ομήγυρι τις αρετές των προγόνων του κι όλοι τον μακαρίζανε προσπαθώντας να κρύψουν τον φθόνο τους, ένας κακοήθης γερομπισμπίκης (και υπάρχουνε πολλοί τέτοιοι στην εποχή μας), που «το παίζει» ιστοριοδίφης, ξεπετάχτηκε ο αχρείος και
με εντελώς ανάρμοστο τρόπο τον
διέκοψε λέγοντας:

«Τι μας τσαμπούνας, ρε; Δεν σας συνόδευε κανένας θρύλος. Μια ρετσινιά σας συνόδευε πως ήσασταν ένα βρωμόσογο του κερατά». Βέβαια υπό ορισμένες προϋποθέσεις η παρέμβασή του θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί υβριστική, έχοντας όμως ο ομιλών εντρυφήσει σε διπλωματικές αναλύσεις, χαρακτήρισε τη φράση του ακραία και την αντιπαρήλθε για να μη θεωρηθεί απολίτιστος. Συνέπεσε όμως να παρευρίσκεται φίλος του νομικός που τον παρότρυνε να υποβάλει αμέσως αγωγές, για νʼ αποκαταστήσει και την υστεροφημία των προπατόρων του και τα οικονομικά τα δικά τους. Ήταν ένας λαμπρός και… νομομαθέστατος επιστήμονας, που απεδέχθη να καταπιαστεί με την υπόθεση για να λάμψει το δίκαιον και η ηθική. Κατόπιν τούτου άρχισε να προβληματίζεται τι να υπονοούσε άραγε το κάθαρμα με τη φράση «βρωμόσογο» που ξεστόμισε τόσον επιπολαίως. Και άρχισε να αναζητά τεκμήρια για να εμπλουτίσει τη φαρέτρα του συνηγόρου του με τόσα ιοβόλα βέλη όσα θα δικαιολογούσαν το ποσόν που ζητούσαν για ψυχική οδύνη (και κάτι παραπάνω). Ανέτρεξαν στη ζώσα λαϊκή παράδοση ψηλαφώντας τις περγαμηνές της δυναστείας, αρχής γενομένης από τον γενάρχη. Διεπίστωσαν πως επρόκειτο περί σώφρωνος και ακεραίου ατόμου εκλεγέντος «αριστίνδην» κοτζαμπάση της περιοχής. Ενάρετος στον μέγιστο βαθμό, δεν βλασφημούσε ποτέ δημοσίως και τηρούσε σχολαστικά τις παραδόσεις στον ιδιωτικό του βίο. Τιμώντας τις γιορτές και τις επετείους, έκανε μπάνιο δίχως να δυσανασχετεί εμφανώς τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, και για να μη θεωρηθεί πρόκληση προς τους αγάδες, από λόγους τακτ, την 25η Μαρτίου έπλενε μόνον τα πόδια του. Όλοι οι υποτακτικοί του κυριολεκτικά τον ελάτρευαν διότι ήταν ευπροσήγορος και φιλεύσπλαχνος, προσφέροντας αφειδώς συμβουλές σε όσους είχαν οικονομικά προβλήματα, και πολύ συχνά επισκεπτόταν καλοσυνάτος τα κονάκια των κολλήγων, ειδικά όταν αυτοί απουσίαζαν. Παρά ταύτα, επειδή είναι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, ένας μπιστικός του τελείως αναίτια τον εξύβρισε σκαιώς και μάλιστα τουρκιστί, αν και ήταν πασίγνωστο πως δεν ήξερε καλά τούρκικα και μετά δυσκολίας παρακολουθούσε το λιμπρέτο της όπερας «Λεμπλεπιτζής Χορ-Χορ Αγάς». Ευτυχώς η Θεία Δίκη τιμώρησε τον υβριστή και την επομένη βρέθηκε μέσα στο πηγάδι με το κεφάλι κάτω. Το συμβάν χαρακτηρίστηκε «μεμονωμένο γεγονός» και δεν είχε συνέχεια. (Διευκρίνηση: Μεμονωμένο γεγονός κρίθηκε το βρισίδι κι όχι το πηγάδι.) Όσον κι αν έψαχνες σχολαστικά, προσπαθώντας να βρεις έστω ένα ψεγάδι στη ζωή του, μάταιος κόπος. Εφέρετο σε όλους σαν στοργικός πατέρας. Όσο για το τρικούβερτο γλέντι που στήθηκε την ημέρα της κηδείας του, το απέδωσαν στις πρωτόγονες μεταθανάτιες τελετουργίες των απλών ανθρώπων. Το γεγονός ότι τον χορό έσυραν οι κληρονόμοι του δεν το απέδωσαν πουθενά.
Ανασκαλεύοντας την οικογενειακή τους ιστορία ανακάλυψαν πως ο διάδοχος του εκπλιπόντος ήταν ένας φέρελπις νέος με λαμπρές σπουδές Οικονομικών στην αλλοδαπή και τρομερά μετριόφρων. Έτσι, μέσα σε πνεύμα απόλυτης ισότητας στο τσιμπούσι των γάμων του επιστάτη τους μετά της Γαρουφαλιάς, κόρης εκπάγλου καλλονής και εγνωσμένης εχεμύθειας, διεκήρυξε πως θα άλλαζε τελείως το κατεστημένο. Δεν φιλοδοξούσε να είναι πια κοτζαμπάσης και στο επισκεπτήριό του μάλιστα πριν από την ιδιότητά του πρόσθεσε ένα μικρό «τ.», δηλαδή τέως κοτζαμπάσης. Θα ρευστοποιούσε τα πάντα: Κτήματα, εργαλεία, υποστατικά, ζώα, ανθρώπους… Ως και τους κολλήγους και τους μπιστικούς θα τους ξεφορτωνόταν όσο όσο και θα έκανε επενδύσεις, αν και πολλοί αμόρφωτοι γέροι ακούγοντας τα μεγαλεπήβολα σχέδια του, φονταμενταλισταί εκ πεποιθήσεως, τον συμβούλευαν οι αγροίκοι: «Δεν τα τρως στραγάλια καλύτερα…
«Κάποτε τα κατάφερε, ξεπούλησε τα πάντα, γέμισε μπανκανότες και ξαμολήθηκε για έρευνα αγοράς. Το πρώτο που διαπίστωσε –το επιβεβαίωσε άλλωστε και ο φίλος του ο μουσελίμης– ήταν πως η οθωμανική διοίκηση εχώλαινε ως μη όφειλε. Υπήρχαν στα μπουντρούμια καταδικασμένοι σε αποκεφαλισμό που, με την έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού για την εκτέλεση καθόντανε, ραχατεύανε και βαριόντουσαν σαν σκύλοι, αδημονούντες τι θα γίνει επιτέλους με δαύτους. Και η εξουσία το πήγαινε γιαβάς γιαβάς. Φτάσανε σε σημείο μάλιστα οι μελλοθάνατοι να βάζουνε στοιχήματα μεταξύ τους ποιος θα καρατομηθεί πρώτος και πότε. Έτσι βγάζανε χαρτζιλίκι για τα μικροέξοδα του ναργιλέ και εξασφάλιζαν ενίοτε τα προς το ζην… Ο νεαρός συνέλαβε το πρόβλημα με το πρώτο, και χωρίς να χρονοτριβήσει ούτε στιγμή ίδρυσε εταιρεία ενοικιάσεως δημίων με μηνιαία συνδρομή ή με το κομμάτι. Ο Μαχμούτ πασάς βρήκε πολύ εξυπηρετική την ιδέα και, με επιστολή του στο σαράι, εισηγήθηκε στον πατισάχ να συστήσει στην Πόλη ανάλογο ημικρατικό οργανισμό. Βλέποντας πως η δουλειά έχει ψωμί, πρότεινε ως έγκριτος οικονομολόγος στον μουχτάρη οι εκτελέσεις να μη γίνονται αθόρυβα σε στενό κύκλο μέσα σε ανήλιους και ανθυγιεινούς τόπους, αλλά δημοσίως με αριθμημένη την Α΄ θέση και εύλογο εισιτήριο.
«Τζάμπα θέαμα πουθενά στη γη δεν υπάρχει…» ήταν ένα απʼ τα χειροπιαστά επιχειρήματα με τα οποία έπεισε τους αρμοδίους. Και για να βουλώσει τα στόματα των κοινωνιολόγων, υποσχέθηκε να καθιερώσει «λαϊκή πρωινή» με μειωμένο εισιτήριο και τα παιδιά έως 12 ετών δωρεάν.
Τελικά είναι πολύ ταμαχιάρηδες οι άνθρωποι και δεν ευχαριστιούνται με τίποτα. Γρήγορα βαρέθηκαν τις καρατομήσεις που άρχισαν να κάνουν… κοιλιά. Στην αρχή όλα πήγαιναν ρολόι. Οι θεατές σχημάτιζαν ουρές και απολάμβαναν το θέαμα, ιδίως οι νεαροί που συμμετείχαν κατά κάποιον τρόπο στα δρώμενα, υποδεικνύοντας με φωνές και χειρονομίες απʼ την εξέδρα: «Όχι έτσι τη χατζάρα σου, Αλή…». Τον έφαγε όμως η πλεονεξία γιατί διέκοπτε στο καλύτερο σημείο τον αποκεφαλισμό και άρχιζε ο ντελάλης τις διαφημίσεις. Μʼ αυτά και μʼ αυτά ο κόσμος αραίωσε και οι εισπράξεις δεν κάλυπταν ούτε το «μίνιμουμ γκαραντί» της συμβάσεως. Εκείνος όμως ήταν ταλέντο. Μόλις κατάλαβε πως όλοι αναζητούσαν την πρόοδο και πως οι μηχανές αντικατέστησαν τʼ ανθρώπινα χέρια, έγινε πάλιν πρωτοπόρος. Πετάχτηκε στο Παρίσι και πήρε την αποκλειστική αντιπροσωπεία της Γκιλοτίνας για όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και επειδή ο ανταγωνισμός είναι πάντα μεγάλος εγκατέστησε τις λαιμητόμους σε όλες τις πόλεις και άρχισε να χρηματοδοτεί μικρές αυτονομιστικές οργανώσεις, εξασφαλίζοντας έτσι επαρκή πρώτη ύλη για την αδιάλειπτη λειτουργία τους. Και οι δουλειές του πήγαιναν περίφημα. «Έξοχα!» είπε ο δικηγόρος. «Και δεν μου λες», ρώτησε κατόπιν, «ποιο ήταν το τέλος του; Πέθανε από φυσικό θάνατο;». Ο άλλος ένιωσε προσβεβλημένος. Τσίνισε τα μούτρα του και με αγέρωχο ύφος απάντησε: «Κανένας στο σόι μας δεν πήγε από φυσικό θάνατο. Αυτόν τον κρέμασε ο βεζύρης όταν πληροφορήθηκε πως λειτουργούσε παράνομα ιδιωτικό κρυφό σχολειό για καταδότες…».


Σχολιάστε εδώ