Η πτώση του τείχους αλλά και των ελπίδων

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου αποτελεί ασφαλώς μια δεσπόζουσα ιστορική στιγμή του 20ού αιώνα. Σηματοδοτεί την τραγική κατάληξη μιας επανάστασης που ξεκίνησε αποβλέποντας στην άρση της εκμετάλλευσης και στη χειραφέτηση του ανθρώπου και κατέληξε σε μια αυταρχική συγκεντρωτική-κρατικιστική δομή που κατέρρευσε με τρόπο πρωτόγνωρο.
Όμως ο φαντασμαγορικός εορτασμός της επετείου των είκοσι ετών από την πτώση του τείχους αποδεικνύει ότι η ιστορική αυτή στιγμή δεν αποτελεί ένα πεδίο αυτογνωσίας και διδαγμάτων για το παρόν και το μέλλον, αλλά ένα είδος τηλεοπτικού σόου, το οποίο συμβολοποιεί τον θρίαμβο της νέας τάξης πραγμάτων, που επιδιώκει να επικυρώσει τη ρήση του Fukuyama για το τέλος της Ιστορίας και των ιδεολογιών.
Το τείχος πράγματι έπεσε. Όμως, άλλα τείχη, αόρατα, υψώθηκαν…
«Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον
κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μʼ έκλεισαν από
τον κόσμο έξω» (Καβάφης)
Έκτοτε η Ιστορία γύρισε οριστικά σελίδα. Ο αχαλίνωτος καπιταλισμός κυριάρχησε, επιδιώκοντας να ενσωματώσει στο σύστημα του ανταγωνισμού της αγοράς τα κράτη του τέως ανατολικού συνασπισμού. Και σε δεύτερο βήμα, να αφομοιώσει στο σχήμα των πολιτικοστρατιωτικών οργανισμών τα κράτη αυτά, εντάσσοντάς τα στη γεωστρατηγική των στόχων της ηγεμονεύουσας νέας τάξης.
Ασφαλώς το τείχος του Βερολίνου δεν συμβόλιζε μόνο τη διαίρεση του κόσμου την εποχή του ψυχρού πολέμου. Περισσότερο αποκάλυπτε τον στενό ορίζοντα των ηγεσιών της ΕΣΣΔ που δεν κατανοούσαν ότι τα «τείχη» δεν μπορούσαν να εμποδίσουν τη σύγκριση του τρόπου ζωής με τη Δύση, αλλά και τις αντιλήψεις, τις ιδεολογικές ανησυχίες που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του Ανατολικού Συνασπισμού.
Πράγματι, στα πρότυπα των κοινωνικών συστημάτων των χωρών αυτών διαμορφώθηκε ένας υψηλός βαθμός ενσωμάτωσης των επί μέρους υποσυστημάτων (οικονομίας, επιστήμης και γνώσης, πολιτικής δημοκρατίας, κοινωνικών θεσμών), μέσω της κρατούσας ιδεολογίας, στην κυρίαρχη δομή του κράτους – κόμματος.
Όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1970 τέθηκε, λόγω της κρίσης αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος, το πρόβλημα της πολιτικής δημοκρατίας, επιλέχθηκε από τον Γκορμπατσόφ η στρατηγική αυτονομίας και απεγκλωβισμού των υποσυστημάτων αυτών από την κυρίαρχη κρατική-κομματική γραφειοκρατική δομή. Η αλλαγή αυτή στρατηγικής (και όχι ένας απλός θεσμικός μετασχηματισμός) νοηματοδοτήθηκε με τις έννοιες της περεστρόικα και της γλάσνοστ. Όμως ταυτόχρονα η αλλαγή αυτή σηματοδοτούσε τη δημιουργία ισχυρών ρωγμών σʼ ένα άκαμπτο ιδεολογικό οικοδόμημα που δεν καθόριζε μόνο τις κυρίαρχες ιδέες και αξίες αλλά νομιμοποιούσε τη συνολική (οικονομική, θεσμική, κρατική, κομματική) λειτουργία της κεντρικής κρατικής-κομματικής δομής και, κατʼ επέκτασιν, της όλης κοινωνικοοικονομικής λειτουργίας.
Σε παρόμοιου τύπου άκαμπτα συστήματα η παραμικρή ρωγμή οδηγεί νομοτελειακά σε απότομη πτώση. Γιʼ αυτό και τα καθεστώτα του Ανατολικού Συνασπισμού κατέρρευσαν απρόσμενα και διαδοχικά, σαν ένα είδος ντόμινο.
Έκτοτε οι χώρες αυτές επιχειρούν να προσαρμοστούν στο πολιτικό σύστημα και στις οικονομικές λειτουργίες του δυτικού παγκοσμιοποιημένου πρότυπου. Όμως οι νέες οικονομικές λειτουργίες απαιτούν μια ιστορική κουλτούρα της αγοράς, ισχυρή και αυτοεξελισσόμενη παραγωγική δομή, οργανωμένα μεταφορικά και εμπορικά δίκτυα, ισχυρό χρηματοπιστωτικό σύστημα, προϋποθέσεις που απαίτησαν πολλές δεκαετίες ή και εκατονταετίες για να διαμορφωθούν στον δυτικό κόσμο.
Τα κόμματα και τα πολιτικά συστήματα που κλήθηκαν να διαχειρισθούν και να νοηματοδοτήσουν ιδεολογικά τις ριζικές αυτές αλλαγές στάθηκαν αδύναμα να αντεπεξέλθουν. Η είσοδος των ευρωπαϊκών κρατών του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση συντελέστηκε περισσότερο λόγω της ένταξής τους στη γεωστρατηγική των ΗΠΑ, παρά λόγω της σύγκλισης των οικονομικών τους μεγεθών προς τις ευρωπαϊκές οικονομικές ρήτρες… Γιʼ αυτό και ο βαθμός νομιμοποίησης των κομματικών φορέων των χωρών αυτών είναι ασθενής, γιʼ αυτό και οι πολιτικοϊδεολογικές τους διαφορές μοιάζουν ασήμαντες μπροστά στην αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης… Η παλαιά ιδεολογική δομή απεδείχθη ανεπαρκής ή και ψευδής, όμως οι αξίες της αγοράς και του καταναλωτικού προτύπου δεν μπορούν να θεμελιώσουν ένα σαφές εναλλακτικό πρότυπο σε περιόδους, μάλιστα, οικονομικής κρίσης. Το μόνο κέρδος είναι τα τυπικά δημοκρατικά δικαιώματα για την αλλαγή των κυβερνητικών σχημάτων. Ο κεντρικός έλεγχος και ο καταναγκασμός αντικαταστάθηκαν τελικά από την τυπική συναίνεση.
Σήμερα ο ρόλος του κράτους-έθνους αλλά και των ευρύτερων εθνοτικών συνασπισμών εξαρτάται από τη γεωστρατηγική τους επιρροή, αλλά και από τη δυνατότητά τους να χαράξουν και να προωθήσουν σύγχρονους παραγωγικούς-αναπτυξιακούς στόχους. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την ανάδυση και την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Ινδίας, που θα επηρεάσουν σοβαρά τις μελλοντικές εξελίξεις παγκοσμίως.
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου εδραίωσε την ηγεμονία, το σύγχρονο imperium της νέας τάξης, όμως το ιστορικό πρόβλημα είναι ο τρόπος που ασκήθηκε και ασκείται η ηγεμονία αυτή. Η πτώση του τείχους γέννησε ελπίδες και προσδοκίες για έναν δικαιότερο κόσμο, χωρίς πολέμους και συγκρούσεις. Όμως οι ελπίδες αυτές καταρρέουν σήμερα μπροστά στα κρίσιμα οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά προβλήματα, τα οποία δημιούργησε ο αχαλίνωτος καπιταλισμός, ο ασύδοτος ανταγωνισμός της αγοράς, που δεν φαίνεται να έχουν κανέναν άλλο αντίπαλο εκτός από τον εαυτό τους.
Γιʼ αυτό και είκοσι χρόνια μετά, σε μια εποχή «μειωμένων προσδοκιών», αντί για πανηγυρισμούς θα πρέπει να κάνουμε απολογισμούς. Γιατί σε τελική ανάλυση «είπαμε να φύγει το τείχος, αλλά όχι να πέσει και να μας πλακώσει»…


Σχολιάστε εδώ