ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ… ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ!
Σίγουρα δεν μπορώ να έχω άποψη, ούτε και θα το ήθελα άλλωστε, για τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις που ήταν και από τις πρώτες αποφάσεις της νέας κυβέρνησης του κ. Παπανδρέου. Και δεν μιλώ για τις μετονομασίες των αρμοδιοτήτων ορισμένων μεταβαπτισμένων υπουργείων, έτσι που να θυμίζουν την περίπτωση του Μανωλιού που άλλαξε απλώς περισκελίδα επειδή η προηγούμενη που φορούσε ήθελε επειγόντως μπουγάδα.
Και αυτό επειδή δεν μπορώ να καταλάβω τι λιγότερο ή περισσότερο θα έχει να μας προσφέρει ένα «υπουργείο προστασίας του πολίτη» από την προηγούμενη υπουργική ονομασία, αφού ίδια τρέμει το φυλλοκάρδι μας κάθε φορά που ακούμε ύποπτους θορύβους έξω από την πόρτα μας. Όπως και σε τι θα εξυπηρετήσει η κατάργηση του υπουργείου Μακεδονίας, φορτώνοντας τις ευθύνες του σε ένα άλλο παραφορτωμένο υπουργείο. Χώρια πια εκείνο το υπουργείο Εργασίας που πιο συχνά αλλάζει ονομασία από όσο βρίσκει λύσεις για την ανεργία και δεν ξέρω μάλιστα αν έχετε προσέξει πόσο διαφορετικό είναι το ύφος του κ. Λοβέρδου έχοντας μεταβάλει σε άμυνα την παλιά του επιθετικότητα. Ασφαλώς όμως θα είχαν τους λόγους τους γι’ αυτές τις μεταβαπτίσεις όχι μόνο ο κ. πρωθυπουργός, αλλά και η συμβουλευτική τεχνοκρατική ομάδα που τον συνοδεύει και δική τους η κυβερνητική πίτα, δικό τους και το συμβουλευτικό μαχαίρι… Πέρα
όμως από αυτά υπάρχει μια παράλειψη, αθεράπευτης μάλιστα μορφής, που μακάρι μέσα στο τεράστιο φορτίο των ευθυνών που έχει αναλάβει, να τη διαβάσει και να εκτιμήσει τη σημασία της.
ΟΛΑ ΚΑΛΑ, ΚΥΡΙΕ
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ…
…και η ευχή μας, ειλικρινής πέρα για πέρα, είναι μέσα στο στοίχημα των 100 ημερών, αν και το βλέπουμε λιγάκι χλομό, να καταφέρετε να βγείτε από το χάος που μόνος σας επιδιώξατε να επωμισθείτε. Αυτό λοιπόν που ξεχάσατε, πιθανόν και να σας διέφυγε, και θα μου πείτε «εδώ καράβια χάνονται» ναι… χάνονται, αλλά πόσο χρήσιμη θα ήταν η προσθήκη και ενός ακόμα υπουργείου, που ούτε πολύ κόσμο θα χρειαζόταν, για να μη σας πω ότι και πολλοί θα δούλευαν ακόμα και εθελοντικά, ούτε μεγάλες δαπάνες θα απαιτούσε, μια και από τη φύση του θα ήταν λιτοδίαιτο, αλλά που το αντικείμενο που θα υπηρετούσε, μετράει ίσως και περισσότερο από αρκετές άλλες υπονευραλγικές και αργομισθιακές σας υπηρεσίες.
Για ένα υπουργείο Αξιοπρέπειας λέμε, κύριε πρωθυπουργέ. Για την προστασία της Αξιοπρέπειας που όπως καθημερινά κατεβαίνει η στάθμη της, έχει πιάσει πάτο, ανάλογο με τη χρεοκοπία του Χρηματιστηρίου που πριν από λίγα χρόνια κλάψαμε τα λεφτά μας. Και μιλάμε για ένα υπουργείο που πρώτη και κυριότερη δουλειά του θα είναι να περιμαζέψει όλον αυτόν τον συρφετό, που με κάθε μέσο και τρόπο εξευτελίζει την ανθρώπινη υπόσταση και που για την όποια αυστηρότητα που θα πρέπει να επιδεικνύει, κανένας δεν θα έχει αντίρρηση επικαλούμενος τις δήθεν δημοκρατικές ελευθερίες, διότι άλλες είναι οι δημοκρατικές ελευθερίες και άλλη είναι η εκμετάλλευση της ελευθερίας με στόχο την εμπορευματοποίηση της ελευθερίας για να το πούμε πιο απλά, την «κονόμα» και την «αρπαχτή»… Και που βέβαια η μεγαλύτερη κατάχρηση μιας παρεξηγημένης ελευθερίας γίνεται από την τηλεόραση, χωρίς την παραμικρή αυτοσυγκράτηση και έλεγχο για το τι λέγεται, τι γίνεται και τι προβάλλεται, με μια εξαίρεση την κρατική, που κι αυτή όμως στο «τσακ» είναι για να μιμηθεί τα περισσότερα ιδιωτικά στον ίδιο κατήφορο. Παράδειγμα χαρακτηριστικό μέσα στα πολλά η εκπομπή «X-Factor», αντιγραφή μιας πανηλίθιας αμερικανικής, όπου με τη δικαιολογία ανεύρεσης νέων ταλέντων, όλη η ιστoρία είναι για «να σπάσουμε πλάκα» με πρόσωπα μειωμένης αντίληψης και υποβαθμισμένης πνευματικής ισορροπίας, από μια εξεταστική επιτροπή, που με κατά Τσαρούχη δήλωσή τους ότι είναι και οι «ειδικευμένοι», με αποτέλεσμα να προκαλούν την αγανάκτηση και την αηδία στον τηλεθεατή με τον κανιβαλισμό της τηλεοπτικής αρένας.
Κάπως έτσι και μια άλλη, μέσα στις πολλές, με τις προαλειφόμενες «μοντέλες» στην εκπομπή «Next top model» (και εδώ η «αμερικανιά» σε όλο της το μεγαλείο έχοντας καταργηθεί οι ελληνικές λέξεις) σχετική με την εκπαίδευση του «εμπορεύματος» για τα σκλαβοπάζαρα της εποχής. Παραθέτω σχετικό διάλογο:
Ρωτάει ο εξεταστής την υποψήφια μοντέλα ενώ τη ζυγίζει:
– Πήρες σήμερα μισό κιλό, γιατί; -Μα, έφαγα όλη μέρα μόνο μισό παξιμάδι… – Φορούσες το κιλοτάκι σου όταν ζυγίστηκες; – Μάλιστα, αλλά, αν θέλετε, να το κατεβάσω αμέσως!
Χωρίς η έμπειρη αρχιμοντέλα που παρουσιάζει την εκπομπή να μας πληροφορήσει αν και το άμεσο «κατέβασμα» αποτελεί μάθημα για να διαπρέψουν στο «μαγικό κόσμο» του λιπόσαρκου μοντελισμού.. Και να ήταν αυτές μόνο.
Έλεος!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
***
50 ΧΡΟΝΙΑ! ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ…
Πενήντα χρόνια από εκείνο το φθινόπωρο του 1959 που ανεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη για την πρώτη Εβδομάδα του Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως λεγόταν τότε, και που χρειάστηκαν να περάσουν άλλα έξι χρόνια για να πείσει ότι «κάτι γίνεται εκεί επάνω» και έτσι να αποκτήσει και το επίσημο επίθετο του «Φεστιβάλ», μια και ο τίτλος δεν ήταν τότε τόσο κοινόχρηστος, όπως σήμερα. Ψιλοκουμπωμένοι οι περισσότεροι για το αν η πρωτοβουλία που είχαν τότε η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης και ο Γιάννης Βελίδης της «Μακεδονίας» θα είχε επιτυχία, μια και όλα έγιναν, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, βιαστικά και «εκ του προχείρου», αλλά περισσότερο επειδή το αντικείμενο του «ξεσηκώματος», ο ελληνικός κινηματογράφος, μόλις είχε αρχίσει να στέκεται στα πόδια του. Ήταν σαν να βγαίναμε σε διεθνή ναυτιλιακή αναμέτρηση και όλος ο στόλος μας να ήταν έξι βάρκες και «ντε και δύο ψαροκάικα. Η αισιοδοξία όμως και πάντα με τη συνεργασία του… «καλού Θεού της Ελλάδας» με τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους όλες κι όλες και μερικές μικρού μήκους, χωρίς ούτε ξένες συμμετοχές ούτε βέβαια και διάσημους προσκεκλημένους, ήταν αρκετές για να στηθεί το πρώτο κινηματογραφικό πανηγυράκι. Περίπου δηλαδή σαν μια οικογενειακή βεγγέρα, με στενούς συγγενείς και με κέφι, πάρα πολύ κέφι, που μακάρι κάποια υπόλοιπα από εκείνο το κέφι να υπάρχει ακόμα στη σημερινή φεστιβαλική «εμφυλιακή» ατμόσφαιρα.
Τέσσερις όλες κι όλες οι ταινίες, η «Μανταλένα» του Ντίνου Δημόπουλου, το «Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου, το «Έγκλημα στα παρασκήνια» του Ντίνου Κατσουρίδη και το «Μια του κλέφτη» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου και από τις μικρού μήκους ο «Μακεδονικός γάμος» του Τάκη Κανελλόπουλου και τα «Αναστενάρια» του Ρούσσου Κούνδουρου, ταινίες που αποτελούν ακόμα σημεία αναφοράς στις πέντε δεκαετίες που ακολούθησαν.
Αλλά και με μια ομάδα για την κριτική επιτροπή που κυριολεκτικά «έκλεβε την παράσταση» με πρόεδρο τον Στρατή Μυριβήλη και μέλη της την Κατίνα Παξινού, την Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής», τον Νάσο Μπότση της «Απογευματινής», τον Αχιλλέα Μαμάκη των «Νέων», τη Λένα Σαρίδου του Οργανισμού Λαμπράκη, τον Μάριο Πλωρίτη, τον Σπύρο Σκούρα, τον Γιάννη Μόραλη, τον Πύρρο Σπυρομήλιο του ΕΙΡ, τον Νίκο Γεωργιάδη της ΔΕΘ και τον Πέτρο Χάρη της «Νέας Εστίας» -βεντέτες όλοι στον τομέα τους, μαζί και οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς που έπαιζαν στις ταινίες και που όλοι μαζί αποτελούσαν το μεγάλο θέαμα για το φιλόξενο κόσμο της μακεδονικής πρωτεύουσας. Μεσημέρι για φαγητό στο «Όλυμπος-Νάουσα» και μαζεμένος ο κόσμος γιατί δεν ήταν λίγο να βλέπεις την Παξινού αλά μπρατσέτα με τον Αλεξανδράκη και τον Μυριβήλη να περπατάνε στην παραλία, τον Μάριο Πλωρίτη ζευγάρι τότε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη να τη σταματάνε κάθε δυο μέτρα για αυτόγραφα, την Ελένη Βλάχου να βλέπει τον Νίκο Κούνδουρο σαν… ξερολούκουμο! Και πώς να ξεχάσω τα ξενύχτια στο θρυλικό «Ντορέ» με όλο το κινηματογραφικό και δημοσιογραφικό σόι να σχολιάζει, χωρίς να παραλείπονται τα «καρφιά» προς αλλήλους μόλις τολμούσες να γυρίσεις το κεφάλι σου για να δεις αν ο Λευκός Πύργος ήταν πάντα στη θέση του!
Σ’ εκείνη λοιπόν την πρώτη Εβδομάδα του Ελληνικού Κινηματογράφου, βραβεύθηκε σαν σκηνοθέτης ο Νίκος Κούνδουρος για το «Ποτάμι», που στη συνέχεια ποτέ δεν παίχθηκε ολόκληρο στους κινηματογράφους λόγω των επεμβάσεων της λογοκρισίας, για τις αριστερές του αποκλίσεις. Ο Γιώργος Ρούσσος για το σενάριο της «Μανταλένας», ο Δημήτρης Χορν με το βραβείο ανδρικού ρόλου, αλλά που κατά τη συνήθειά του σνομπάρισε τη «βεγγέρα» και δεν ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη για να το παραλάβει, η Αλίκη Βουγιουκλάκη για τη «Μανταλένα» όπως για την ίδια ταινία και ο Παντελής Ζερβός για τον β’ ανδρικό ρόλο, η Ζωρζ Σαρρή για τον β’ γυναικείο ρόλο και ο Μάνος Χατζιδάκις για τη μουσική του στο «Ποτάμι», ενώ τιμήθηκε με το βραβείο ταινίας μικρού μήκους ο πρωτοεμφανιζόμενος Τάκης Κανελόπουλος για τον «Μακεδονικό γάμο» και ο Ρούσσος Κούνδουρος, το άλλο σκέλος της «Κουνδουροκρατίας», για τα «Αναστενάρια». Και να πούμε και ένα παρασκηνιακό, που για πρώτη φορά βγαίνει στην επιφάνεια, μια και είναι εντελώς προσωπικό. Εκείνο τον χρόνο ήταν που έγινε και η «Χιονάτη και τα εφτά γεροντοπαλίκαρα» με την Τζένη Καρέζη και τους εφτά κορυφαίους κωμικούς, με σκηνοθέτη τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και είχαμε δηλώσει τη συμμετοχή και της δικής μας ταινίας, αλλά που παρασκηνιακά είχαν φροντίσει να με ενημερώσουν, μια και η παραγωγή ήταν δική μου, ότι ο Φίνος θα απέσυρε τη «Μανταλένα» στην περίπτωση που θα ήταν επάνω και οι δύο ταινίες. Διότι ήταν -βλέπετε- και «πατριάρχης του ελληνικού κινηματογράφου ο συγχωρεμένος και όσο να ‘ναι μετρούσε το δικό του το «κύριε ελέησον»! Δύσκολη και η θέση της επιτροπής, γιατί ποια από τις δύο θα επικρατούσε, σε μια εποχή που η Αλίκη και η Τζένη διεκδικούσαν την «αυτοδυναμία» στις κινηματογραφικές επιλογές, αλλά που και ο Φίνος σε καμιά περίπτωση δεν θα δεχόταν η ταινία του να υποστεί τον ανταγωνισμό και μάλιστα από μια καινούργια εταιρεία, όπως η δική μας που είχε αρχίσει να του γίνεται… ενοχλητική! Ευτυχώς όμως η «Χιονάτη» δεν είχε προλάβει να είναι έτοιμη και έτσι παραμείναμε θεατές σ’ εκείνο το -χωρίς τις σημερινές «ομίχλες»- ειρηνικό πανηγυράκι και χωρίς να… καρδιοχτυπήσει η «Μανταλένα» από κανένα κινηματογραφικό «ντέρμπι».
Πενήντα χρόνια από τότε, λες και ήταν χθές
Γ. Λ.