Μια φορά και έναν καιρό

Δεν ήταν κανονικός καπνιστής ο παππούς. Το ήθελε μονάχα σαν συντροφιά όταν ήταν αφοσιωμένος στα «δούναι και λαβείν» χωρίς να καπνίζει. Απλώς το άναβε μηχανικά και το παράταγε στο τασάκι, και δεν ήταν λίγες δα οι φορές που γλίστραγε κι άφηνε το αποτύπωμά του στο γραφείο. Φώναζαν στο σπίτι πως καμιά ώρα με την αφηρημάδα του θα τους κάψει ζωντανούς, αλλ’ αυτός δεν χαμπάριαζε. «Προσέχω»
απαντούσε, και «να» οι καύτρες.
Η γιαγιά τον ξανακάλεσε, κι εκείνος, χολωμένος που του διέκοπτε τον ειρμό, πήγε να δει τι θέλει επιτέλους και δεν τον αφήνει να βρει μια άκρη. Εκείνη είχε τη συνήθεια να μην μπαίνει στο θέμα κατευθείαν, αλλά μ’ ένα περίτεχνο ζιγκ-ζαγκ ερωτήσεων έφτανε στον στόχο της. Ρώτησε λοιπόν με κάποια αφέλεια εάν θυμάται πόσο του μηνός έχουμε σήμερα. «Και βέβαια θυμάμαι», της αποκρίθηκε. «Είναι οκτώ του μηνός». Δεν αρκέστηκε στην απάντηση και τον ξαναρώτησε: «Ποιανού μηνός όμως;». Ο παππούς άρχισε να κάνει ένα αστραπιαίο ανασκάλισμα στη μνήμη του προσπαθώντας να θυμηθεί ποια στο διάολο επέτειο έχουν σήμερα, που το κουρκουτιασμένο του μυαλό ξέχασε, και ποιος ακούει τώρα την γκρίνια της. Δεν βρήκε τίποτα, και γεμάτος ανακούφιση αποκρίθηκε: «Έχουμε 8 Νοεμβρίου».
Η γιαγιά Κλειώ κοιτώντας τον στα μάτια γεμάτη σοβαρότητα, του είπε κοφτά: «Ξέρεις πως σε μία βδομάδα ο μήνας θα ‘χει δεκαπέντε;».
Ένιωσε μια βαθιά θλίψη ο παππούς γιατί φαίνεται η κακομοίρα ραμόλαρε και τα ‘χει χαμένα. Σαν να διέγνωσε τη βέβηλη σκέψη του, τον έβγαλε αμέσως από την πλάνη, πληροφορώντας τον πως την άλλη εβδομάδα αρχίζει η Σαρακοστή των Χριστουγέννων. Και πρόσθεσε με μεγάλη αυστηρότητα πως «εμείς ξεστρατίσαμε τελείως. Δεν σεβόμαστε πια ούτε θρησκεία ούτε έθιμα ούτε άλλο τίποτα, παρά μονάχα την κοιλάρα μας!». Άναυδος έμεινε ο παππούς, και με το στόμα ανοιχτό σαν χάχας από την ξαφνική της έκρηξη, ψέλλισε: «Λοιπόν;». Του υπενθύμισε πως επειδή αυτός πηγαίνει στην κεντρική αγορά και ψωνίζει, θα προσαρμοστεί τώρα λοιπόν στην
απόφασή της να τηρήσουνε μέχρι τέλους σχολαστικά τη Σαρακοστή, για να καταλάβουν τη διαφορά των εορτών απ’ τις υπόλοιπες μέρες. Αρκετά τα ισοπέδωσαν όλα. «Φέτος, θα γιορτάσουμε όπως γιορτάζανε τα Χριστούγεννα οι μανάδες μας… Θα ‘χουνε γυρίσει και τα παιδιά απ’ το ταξίδι, θα στήσουνε το δένδρο στο σαλόνι και θα λάμπει το σπίτι ολόκληρο». «Σκέψου», του είπε, «πόσο θα ευχαριστηθείς τη γαλοπούλα που θα βγει ροδοκόκκινη απ’ τον φούρνο, ύστερα από σαράντα μέρες νηστείας. Θα ζητάς να σου βάλω λίγη γέμιση ακόμη, παραβλέποντας δίαιτες, ζάχαρο και χοληστερίνη. Για να μη σου πω για τα γλυκά που το μέλι και η κανέλα θα σου κόβουν την αναπνοή με τ’ άρωμά τους…». Ξερογλείφτηκε ο γέρος καθώς οραματίστηκε να παρελαύνουνε μπροστά του γαλοπούλες με ξεροψημένη την πετσούλα, πιατέλες μελομακάρονα πασπαλισμένα με καρύδια και τους χιονισμένους με τη ζάχαρη κουραμπιέδες να θυμίζουν βαρυχειμωνιά στα… Ζαγόρια, χώρια οι δίπλες οι τραγανιστές να κολυμπάνε στο μέλι και τα χριστόψωμα τα φρεσκοψημένα… Θα κάτσει όλη η οικογένεια, ίσως και κάποιος συγγενής στο γιορτινό τραπέζι, θα τσουγκρίσουν τα ποτήρια στο «Χρόνια Πολλά», και μέσα στη θαλπωρή και την απόλυτη ευτυχία της στιγμής, σίγουρα το μάτι τους θα νοτιστεί στη σκέψη: «Άραγε του χρόνου;…». Ανατρίχιασε ο παππούς Μανώλης στην ιδέα πως για σαράντα μέρες θα τη βγάλουν με
όλα αυτά τα άνοστα φαγώσιμα που δεν… τρώγονται. Και το χειρότερο, θα είναι εκείνος που θα τ’ αγοράζει και θα τα κουβαλά. Είχανε μείνει μόνοι τους στο σπίτι γιατί τα παιδιά, η κόρη τους με τον γαμπρό τους, πήρανε τον μικρό και πεταχτήκανε στα Γιάννινα να δούνε τη συμπεθέρα, που ήταν πάλι άρρωστη στο κρεβάτι και μυξόκλαιγε πως πεθαίνει και θέλει να τους δώσει την ευχή της. Κι ας λέγανε όλοι πως είναι κατά φαντασίαν ασθενής. Όταν δε ο παππούς Μανώλης ρωτούσε τον συμπέθερο περί της υγείας της κυρίας συμπεθέρας, εκείνος, που ήταν φοβερά αθυρόστομος και δεν κράταγε ούτε καν τα προσχήματα, απαντούσε επιγραμματικά: «Πάντα Γιάννης δεν μπορεί, πάντα…», τονίζοντας με έμφαση το σημείο όπου εδραζόταν ο πόνος. Ο κουνιάδος της, μάλιστα, άτομο που καλή κουβέντα από το στόμα του δεν έβγαινε, δεν παρέλειπε να λέει σε κάθε ευκαιρία: «Αυτή; Αυτή θα μας θάψει όλους». Έτσι, απέμειναν τα γερόντια μόνα στο σπίτι να ζούνε την καθημερινότητά τους. Για την τιμή των όπλων, ο παππούς πέρασε στην αντεπίθεση: «Εσύ είσαι η νοικοκυρά. Πες μου τι θα τρώμε, γράψε μου τι θέλεις να σου ψωνίσω και άει παράτα με…». Ξερόβηξε και αποσύρθηκε στα κιτάπια του.
Η γιαγιά Κλειώ ήταν ο απόλυτος άρχοντας της κουζίνας, και για να μην αμφισβητηθεί η ηγεμονία της από κανέναν, δεν έμαθε την κόρη της να τηγανίζει ούτ’ ένα αυγό. Άρχισε λοιπόν να μοντάρει στο μυαλό της ένα μενού με τα νοστιμότερα νηστίσιμα για λουκούλλεια γεύματα να φάνε και να πλαντάξουν. Ξεκίνησε με τα όσπρια. Έχει τη συνταγή της καλόγριας της Θεοφύλακτης, που τα φτιάχνει με τέτοιο τρόπο που δεν καταλαβαίνεις πως τους λείπει το λάδι. Έτσι λέει τουλάχιστον. Θα πάρει κι ελιές, κυρίως θρούμπες, και τουρσιά διάφορα. Τις Κυριακές θα μαγειρεύει κυδώνια γιαχνί.
Κατ’ ανάγκη θα τους βάζει λίγο λαδάκι για να μην κολλήσουν στην κατσαρόλα. Επίσης θα τρώνε ψαρικά. Χταπόδια, σουπιές, πίνες και λακέρδα. Σκέτη ευωχία δηλαδή και θ’ απορούνε μάλιστα γιατί τρώνε εκείνα τα βρωμοκρέατα ενώ υπάρχουνε τόσα εύγευστα και υγιεινά φαγητά. Φώναξε πάλι τον παππού για να του υπαγορεύσει την παραγγελιά, και με τις αιώνιες τζαναμπετιές του παραλίγο να ξεχάσει το ταχίνι. «Θα σου κάνω μια ταχινόσουπα που θα γλείφεις τα δάχτυλά σου» του είπε με ύφος που έμοιαζε σαν… νάζι. «Και τον μικρό ταχινόσουπα θα τον ταΐζεις;» τη ρώτησε ειρωνικά. Η γιαγιά τον αποστόμωσε: «Γιατί σάμπως τρώει εδώ το κακομαθημένο; Όλο με χάμπουργκερ τη βγάζει. Με τα κανακέματα και τα χατίρια που του κάνει ο πατέρας του, γκάνγκστερ θα γίνει σαν μεγαλώσει…».
Αποσύρθηκε στο γραφειάκι του ο παππούς, έκλεισε τα τεφτέρια του, κι άφησε να περιπλανιέται το μυαλό του στην κεντρική αγορά, μες στη γλίτσα και τη λάσπη των ψαράδικων. Να τον ξεκουφαίνουν οι αγριοφωνάρες των χασαπάδων και να υφίσταται το άγριο κόλλημα των πλανόδιων μικροπωλητών της. Κι ύστερα ο νους του ξεμάκρυνε και τράβηξε προς το δημαρχείο, στην οδό
Αθηνάς, δίπλα στην τάφρο όπου ήτανε παλιά το τέρμα του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου πριν επεκταθεί στο υπόγειο της Ομόνοιας. Εκεί βρισκόταν το πρώτο ουζάδικο της Αθήνας, για να μην πούμε ολόκληρης της… Γης. Ο «Λαζός». Σχεδόν υπαίθριος, με πάγκο και ταμπουρέ, σε κάθε ούζο που παράγγελνες έφερνε και παραπανίσιο μεζέ. Κι ήταν το κάθε πιάτο ολόκληρο γεύμα. Φώναζε ο Λαζός: «Ένα δεύτερο» και κατόπιν «ένα τρίτο…» και φτάναν οι πιατέλες ξέχειλες με γαργαλιστικούς μεζέδες. Εδώ θα ‘ρχόταν ο παππούς Μανώλης τα μεσημέρια στα κλεφτά και θα γέμιζε την μπάκα του στο όρθιο. Το ούζο θα το έχυνε για να μη βρωμοκοπά ο στόμας του κι αρχίζει η ανάκριση. Όλο και κάποια δικαιολογία θα έβρισκε που δεν θα ‘τρωγε στο σπίτι. Πως πονάει τάχατες το στομάχι του ή πως κρύωσαν τα ποδάρια του και τον έπιασε σούρντισι, κι άσ’ την να ρουφά την ταχινόσουπα και να προσπαθεί να καταπιεί τα κυδώνια γιαχνί που δεν πάνε κάτω με καμιά δύναμη. Το πολύ πολύ θα τσίμπαγε λίγο χαλβά σαν επιδόρπιο για να τη συντροφεύει στο τραπέζι να μην γκρινιάζει. Στα χείλη του διαγράφηκε ένα χαμόγελο ικανοποίησης στη σκέψη πως θα ‘κανε τη λαδιά του χωρίς να τον πάρουνε πρέφα. Συνηθισμένα τα βουνά άλλωστε… Θα ξαναζούσε τα νιάτα του…
Μα ξαφνικά, σαν να ξύπνησε από κάποιο γλυκό όνειρο, το πρόσωπό του σκοτείνιασε, καθώς θυμήθηκε πως η τάφρος του παλιού σταθμού με τις αμέτρητες γάτες που λιάζονταν πάνω στις εγκαταλελειμμένες πλατφόρμες εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχει. Ούτε ο Λαζός υπάρχει πια. Και τώρα; Τώρα το μόνο που του απομένει είναι να καταλήξει για φαΐ σε κανένα φαστφουντάδικο γεμάτο πιτσιρικάδες, που βλέποντας τον παλιόγερο ανάμεσά τους, θα σχολιάζουν με γεμάτα δηλητήριο γελάκια:
«Τρώει χάμπουργκερ το… πτώμα!». Γιατί τα νιάτα, βλέπεις, είναι πιο σκληρά κι απ’ την ίδια τη ζωή…


Σχολιάστε εδώ