ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

Αυτό που δεν αποτελεί υπερβολή να ισχυριστεί κανείς είναι ότι από τους οκτώ γενικούς και ειδικούς γραμματείς (των υπουργείων Οικονομικών, Οικονομίας, και Περιβάλλοντος) που ανακοινώθηκαν έως και την Πέμπτη οι έξι είναι καθηγητές.
Λες και προκηρύχθηκαν έδρες ΑΕΙ και όχι θέσεις πολιτικών προσώπων (με τεχνοκρατικές ασφαλώς ικανότητες) που καλούνται να πάρουν πολιτικές αποφάσεις, να οργανώσουν τις υπηρεσίες τους και να εφαρμόσουν διοίκηση. Έχει πει κανείς ποτέ ότι οι καθηγητής είναι καλοί διοικητές; Πολλοί εξ αυτών ίσως είναι ή αποδειχθούν καλοί και στη διοίκηση, αλλά αυτό είναι κάτι που μένει προς απόδειξη. Εδώ φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με ένα (μετα)πτυχιακό-καθηγητικό σύνδρομο της νέας εξουσίας που, θέλοντας να δείξει στην πράξη το «άριστοι και όχι αρεστοί», προχωρεί σε διαδικασίες ανάδειξης επιστημόνων και όχι πολιτικού προσωπικού που καλείται να εφαρμόσει και να υλοποιήσει πολιτικές αποφάσεις. Όχι να διδάξει.
Εάν αποκτήσουμε μια καθηγητοκρατία αντί ικανής και δίκαιης διοίκησης, σε λίγο καιρό η κυβέρνηση θα ψάχνεται πώς θα τους αντικαταστήσει με πρόσωπα που θα έχουν μεγαλύτερη σχέση με την πολιτική και λιγότερη με την επιστήμη. Δεν είναι κακό φυσικά να επιλέγονται και καθηγητές για τις πολιτικές θέσεις, κακό είναι να καταλαμβάνονται οι κρίσιμες αυτές θέσεις από πρόσωπα με «λάιτ» πολιτικοποίηση που θα κληθούν να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις βαθύτατα πολιτικές και να ενεργήσουν με βάση πρόγραμμα και ιδεολογία, όχι με βάση πανεπιστημιακή ειδίκευση και κατάρτιση.
Θα πει κανείς, καλύτερα έτσι παρά με τους γνωστούς ημιανίκανους κομματικούς, ψιλοαγράμματους και «πεινασμένους» που ψάχνουν κοινωνική επιβεβαίωση μέσω της ανάληψης υψηλών πολιτικών και κομματικών θέσεων. Και δεν θα έχει άδικο. Η αποφυγή όμως αυτού του φόβου δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραπέμπει στην αποπολιτικοποίηση της πολιτικής ζωής και στην υιοθέτηση λογικών που παραπέμπουν στη διοίκηση φυσιολατρικού ή μορφωτικού συλλόγου και όχι κυβέρνησης. Εάν είχαν προκηρυχθεί πανεπιστημιακές έδρες, ορθώς θα γινόταν διαγωνισμός προσόντων σε επίπεδο πτυχίων, μεταπτυχιακών, δημοσιεύσεων. Όμως, έχουν προκηρυχθεί πολιτικές θέσεις και αυτές προϋποθέτουν πολιτική εμπειρία, ικανότητα χειρισμών και ευελιξία στη διαχείριση κρίσεων. Αν αποτύχει το πείραμα-πείσμα της επιλογής και τοποθέτησης καθηγητών σε καίριους τομείς της άσκησης κυβερνητικής πολιτικής, εκτός από το ότι θα πληγεί το γόητρο του ίδιου του πρωθυπουργού, «θα καούν» και οι επιστήμονες που επιλέγονται. Βεβαίως θα πει κανείς (και σωστά) ότι οι ίδιοι επέλεξαν να εκτεθούν ζητώντας να δοκιμαστούν στην πολιτική κι έτσι υπέβαλαν τα βιογραφικά τους μέσω της διαδικτυακής διαδικασίας. Θα ήταν υπερβολή να πιστέψει κανείς ότι είχαν προεπιλεγεί και θα πήγαιναν εκεί που πήγαν ακόμη και χωρίς να στείλουν τη σχετική αίτησή τους-επιθυμία μέσω του διαδικτύου.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει μια ανανεωτική πνοή αλλαγής και διάθεση να αλλάξει πράγματα στη δομή της νεοελληνικής κοινωνίας. Η συγκυρία είναι πολύ ευνοϊκή μια και το άλλο μεγάλο κόμμα εξουσίας, η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται μέσα σε μια βαθιά κρίση αξιών, στόχων και ρόλου από την οποία δεν αναμένεται να βγει εύκολα και γρήγορα. Δεν αρκεί δηλαδή η αλλαγή ηγεσίας για να συμβεί αυτό. Άλλωστε υπάρχει και το προηγούμενο του 1997, όταν εξελέγη με άνεση ο Κώστας Καραμανλής στην ηγεσία του κόμματος, αλλά χρειάστηκαν περίπου επτά χρόνια για να κερδίσει εκλογές η ΝΔ και να επιστρέψει στην εξουσία. Σήμερα τα πράγματα είναι πιο σύνθετα γι’ αυτήν, άρα πιο ευνοϊκά για το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό που θα πρέπει κυρίως να προσέξει ο Γιώργος Παπανδρέου (όπως και στην περίπτωση των καθηγητών-γενικών γραμματέων) είναι η δοσολογία στις αποφάσεις του. Να μην επικρατεί δηλαδή η επιθυμία του για το ένα ή το άλλο ζήτημα, αν αυτή δεν είναι συμβατή με τα κοινωνικά δεδομένα και τις ικανότητες της κυβέρνησης. Πρόκειται τελικά για τον βαθμό ωριμότητας που (πρέπει να) έχει ένας ηγέτης.


Σχολιάστε εδώ