Τα όρια της μεταμοντέρνας διακυβέρνησης
Έγινε κι αυτό. Γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά από την ίδρυσή του εδώ και 35 χρόνια, εκλέγεται πρόσωπο που, αν και υποδείχθηκε από τον ίδιο τον πρόεδρο, μειοψήφησε, λαμβάνοντας κάτω του 50% των ψηφισάντων… Ποιος όμως θα επικαλεστεί την έλλειψη τυπικής νομιμότητας ή, ακόμα πιο σημαντικό, την απουσία πολιτικής νομιμοποίησης του «εκλεγέντος» γραμματέα; Η εξουσία, ως ύπατο αγαθό, απαιτεί συμβιβασμούς, υποχωρήσεις, ακόμα και την κατάργηση των κανόνων της λογικής και της πρακτικής αριθμητικής…
Ορισμένα ΜΜΕ, από τις πιστές «θεραπαινίδες» της νέας κυβέρνησης, έψεξαν το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ για το αποτέλεσμα αυτό, διαπιστώνοντας μάλιστα ότι το «κόμμα τραβάει από το μανίκι» τον κ. πρωθυπουργό…
Κι όμως έχουν περάσει μόλις δύο χρόνια από την περίοδο που ο Γ. Παπανδρέου «τραβούσε το κόμμα από το μανίκι» χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή «φρουρά» των στελεχών, των μελών αλλά και των οπαδών ως έσχατο σωσίβιο προκειμένου να περισώσει την πολιτική του ύπαρξη και σταδιοδρομία…
Στην πραγματικότητα σήμερα δεν υπάρχει «βαθύ» ΠΑΣΟΚ και η υπάρχουσα θεσμική – οργανωτική δομή του ΠΑΣΟΚ δεν έχει τη δυνατότητα να καθορίζει τις κυβερνητικές επιλογές. Φρόντισε γι’ αυτό επιμελώς ήδη από το 1996 ο Κ. Σημίτης που προχώρησε υπό το πρόσχημα της «απαλλαγής» από τον Ανδρέα και τον «παπανδρεϊσμό» στην πολιτικοϊδεολογική αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ και στην ουσιαστική διάλυση των κομματικών θεσμών. Το χειρότερο, το
ΠΑΣΟΚ δεν κατέστη υποχείριο των δυνάμεων της διαπλοκής και της συναλλαγής μόνο σε επίπεδο κορυφής αλλά και σε επίπεδο μεσαίων στελεχών και θεσμών. Αυτό ήταν το «βαθύ» πολιτικό τραύμα που επέφερε στο ΠΑΣΟΚ ο αγοραίος «εκσυγχρονισμός».
Ο Γ. Παπανδρέου ουδέποτε είχε απόλυτα θετική αντίληψη τόσο για τον ρόλο του κόμματος όσο και για την ορθότητα των πολιτικών του στρατηγικών, αλλά και για τη θεσμική – οργανωτική του δομή.
Η δειλή του απόπειρα στις αρχές του 2004 να αλλάξει τα πρόσωπα, τα σύμβολα, ακόμα και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ κρίθηκε μετ’ ου πολύ αναποτελεσματική ως εφόδιο προς τη μελλοντική κυβερνητική εξουσία και εγκαταλείφθηκε σταδιακά.
Σήμερα όμως ο Γ. Παπανδρέου κατέχει την κεντρική-κυβερνητική εξουσία και δεν εξαρτάται άμεσα από το κόμμα. Στηρίζεται από τα ΜΜΕ και από τα συμφέροντα που εγκατέλειψαν τη βυθιζόμενη ΝΔ και προσανατολίστηκαν προς το «εναλλακτικό» σχήμα εξουσίας.
Γι’ αυτό και ο νυν πρωθυπουργός ενεργοποιεί σήμερα τον νέο τύπο εξουσίας, ένα προεδρικού χαρακτήρα σχήμα διακυβέρνησης, που αφενός του επιτρέπει να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο στις αποφάσεις και αφετέρου του παρέχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει ένα μεταμοντέρνο πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο προσιδιάζει στον τρόπο που ο ίδιος κατανοεί την πολιτική και τη σχέση της με την κοινωνία.
Τον «σκληρό πυρήνα» της νέας δομής εξουσίας αποτελεί ο κύκλος των «φίλων», των «εμπίστων», των «γνωρίμων». Σε πρώτη φάση ο Γ. Παπανδρέου σκέφτηκε να τους τοποθετήσει στο Μαξίμου για να αποτελέσουν έναν τύπο κυβερνητικής «υπερδομής», η οποία θα έλεγχε τους υπουργούς και θα καθόριζε τις αποφάσεις. Τελικά η «υπερδομή» αυτή αποτέλεσε την ίδια την κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα να εγείρονται σοβαρά προβλήματα νομιμοποίησης όχι μόνο από στελέχη και βουλευτές με νωπή λαϊκή εντολή αλλά και από το ίδιο το κοινωνικό-εκλογικό σώμα.
Οι «φίλοι» και οι «έμπιστοι», όμως, μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά -και δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσουμε από απλή κακοπιστία τις ικανότητες και τις προθέσεις τους- μόνο όταν από τον πρόεδρο και πρωθυπουργό, από το ίδιο το κόμμα, εκπορεύεται μια συγκροτημένη στρατηγική που θα αντιμετωπίζει συνεκτικά το δημοσιονομικό πρόβλημα, την ανάπτυξη, την αναβάθμιση των κοινωνικών θεσμών, την αναδιοργάνωση του κράτους. Μια συνεκτική στρατηγική που θα γνωρίζει με ποια συμφέροντα θα συγκρουστεί και ποια κοινωνικά στρώματα και ομάδες θα στηρίξει.
Ο Γ. Παπανδρέου όμως δεν έχει και δεν θέλει να στηριχθεί σε μια τέτοιου είδους στρατηγική. Αντιθέτως, αποδομεί και διαλύει κεντρικές-οργανικές επιλογές και από τα «θραύσματα», τα «συντρίμμια» τους, προσπαθεί να εισαγάγει καινοτόμες, νεωτερικές επιλογές. Στη μεταμοντέρνα αντίληψη της πολιτικής δεν υπάρχει πολιτικοστρατηγικό κέντρο με κοινωνικά προτάγματα και αρχές, γιατί είναι δεσμευτικό και κοινωνικά και πολιτικά και ιδεολογικά.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Γ. Παπανδρέου θέλει να είναι συγκεντρωτικός, όμως πολιτικοστρατηγικά είναι απλώς «αντι-Ανδρέας». Κάποια μέτρα για να βελτιώσουμε το έλλειμμα (η γνωστή τακτική με τους έμμεσους φόρους), επιμέρους αποσπασματικές πολιτικές για το περιβάλλον, περιστολή των δημοσίων δαπανών με τα κρατικά αυτοκίνητα… Κανένα δομικό πρόβλημα όμως δεν αντιμετωπίζεται με τον τρόπο αυτόν.
Ο μεταμοντέρνος τρόπος διακυβέρνησης όμως αρκείται σε περιγραφές και διαπιστώσεις, σε ατέρμονες διαδικασίες και διαβουλεύσεις, σε αποσπασματικά μέτρα προς άγραν εντυπώσεων… Πολιτική φορμαλιστική, στην επιφάνεια των προβλημάτων, «στιλβωμένη» στο έπακρο από τα ΜΜΕ και στηριζόμενη από τα συμφέροντα, που επιδιώκουν να διατηρήσουν και να επαυξήσουν την κυριαρχία τους…
Όμως σε κάθε κοινωνία, που αντιμετωπίζει μάλιστα τόσα κρίσιμα προβλήματα, ο μεταμοντέρνος φορμαλισμός έχει τα όρια τα οποία υπαγορεύει η ίδια η κοινωνία και η πολιτική. Κι αυτά τα όρια τα καθορίζουν δύο επίπεδα νομιμοποίησης και συναίνεσης: το «εσωκομματικό» και το κοινωνικό.
Η αποδοχή του Γ. Παπανδρέου και η απουσία κάθε εσωκομματικής κριτικής εδώ και έναν τουλάχιστον χρόνο συνδέονται με την πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία. Ούτε οι αξιολογήσεις ως προς τις αντιλήψεις και τις πολιτικές του ικανότητες μεταβλήθηκαν στο διάστημα αυτό ούτε οι επιφυλάξεις για τον τρόπο άσκησης της προεδρικής του εξουσίας στο ΠΑΣΟΚ ήρθησαν. Συνεκτικός ιστός που διασφαλίζει τη σημερινή αναγνώριση του Γ. Παπανδρέου είναι η κυβερνητική εξουσία, η οποία συσπειρώνει και τον κομματικό μηχανισμό και τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Όμως μέχρι εκεί… Γιατί η πραγματική πολιτική ισχύς και η αναγνώριση ενός ηγέτη δεν μπορούν να εκμετρηθούν με τα αριθμητικά ποσοστά των δημοσκοπήσεων, αλλά θεμελιώνονται στην αποδοχή του σε επίπεδο ιδεών, οραμάτων, ικανοτήτων. Ας μη συγχέουμε λοιπόν την τυπική-αριθμητική νομιμότητα με την ουσιώδη πολιτική νομιμοποίηση.
Το δεύτερο επίπεδο αφορά τη στάση και τις αντιλήψεις του εκλογικού-κοινωνικού σώματος. Η κοινωνία αποδοκίμασε τη ΝΔ και έδωσε την ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ και στον Γ. Παπανδρέου, διατηρώντας όμως ισχυρές αμφιβολίες και επιφυλάξεις. Τα «όπλα» του ΠΑΣΟΚ δεν είναι ούτε η διαφορά του 10,4% ούτε η κρίση της ΝΔ, από την οποία άλλωστε το ίδιο το σύστημα συμφερόντων θα φροντίσει να εξέλθει ώστε να αποτελέσει αξιόπιστο «στήριγμα» για το μέλλον. Είναι η ικανότητα που θα επιδείξει αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τα προβλήματα.
Τα μεταμοντέρνα επικοινωνιακά τεχνάσματα, οι ομάδες των «φίλων και γνωρίμων», η ιντερνετική διακυβέρνηση και όλα τα συμπαρομαρτούντα μπορεί να αποτελούν πρόσφορο υλικό για να απογειωθεί το πολύχρωμο «αερόστατο» της κυβερνητικής πορείας, όμως μόλις το ζωογόνο «αέριο» της ελπίδας και της προσδοκίας αρχίζει να διαρρέει, το ωραίο επικοινωνιακό θέαμα καταλήγει σε πολιτική τραγωδία… Τον κίνδυνο επέλευσης της οποίας θα πρέπει να κατανοήσουν πριν απ’ όλους οι κυβερνώντες…