ΠΩΣ ΜΙΑ ΩΡΑΙΟΤΑΤΗ ΚΟΡΗ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕ ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗ

Μία παρθένος κορασίς
αυγάς περιπατούσε
εις τάς ωραίας εξοχάς
καί λιανοτραγουδούσε.

Τί καλλικέλαδος, τί φως
τί θάμβος παρουσίας,
τί κτένισμα, τί ρουχισμός
τί αίγλη Κιρκασίας.

Τά άνθη έκλιναν στήν γή
καί τήν επροσκυνούσαν,
τά δέ πτηνά τής έψαλλον
ως νά τήν λέγαν Μούσαν.

Ποτέ ανήρ δέν άγγιξεν
τά μνημειώδη στήθη,
τάς παρειάς δέν θώπευσαν
τής αηδίας ήθη.

Βαθύτατα εις οφθαλμούς
παρέλαυναν εικόνες
αγίων αναμάρτητων
καί νέοι Παρθενώνες.

Τά ενδύματα χρωμάτιζαν
ο ήλιος κι η σελήνη,
τό δέ λευκόν καί θαλασσί
τήν εθνική της κλίνη.
Όταν αυτή ανέπνεε
ή ονειροπολούσε,
άρωμα τού βασιλικού
τήν φύσιν ευλογούσε.

Ο ομφαλός ωμοίαζεν
μέ μάτι κροταλία,
κι όταν ουρούσε πίστευες
πώς τρέχει η Κασταλία.

Ψιμύθια δέν έβαζε
στά χείλη καί στά μάτια,
όλα της ήσαν γνήσια:
twenty four καράτια.

Ήτο παρθένος, αληθώς
έτσι τής είχαν είπη
μητέρα καί πατήρ αυτής,
ως πού τήν βρήκε η γρίπη.

Ολόγυμνος ολοσχερώς
εις μέρες περιόδου
τούς «ιατρούς» εκοίταζεν
τούς λάτρεις τής προόδου.
Αφού τήν ψαχουλέψανε
εις τήν τριχοφυΐαν,
αφού θηλές χαμούρεψαν
ένοιωσεν αηδίαν.

Η αηδία έφτασεν
ως οργασμού μανία
καί η πτωχή υπέκυψεν
στήν λαγνο-τυραννία.

Υπέκυψεν ολοταχώς
μέ ασπασμούς στήν ήβη
ως η ελαία στύβεται
εις λίθινον λιοτρίβι.

Η κόρη ήτο Ελληνίς,
πάλαι ποτέ παρθένος,
οι «ιατροί» της πράκτορες
κι ένας στούς δύο ξένος.

Τώρα γυρίζει μοναχή
δύο χιλιάδες χρόνια
ενώ εσίγησαν γι’ αυτήν
στίς ερημιές τ’ αηδόνια.
Γερόντισσα κι αλλήθωρη
ψάχνει τόν εαυτόν της
αυτόν πού είχεν άλλοτε
καμάρι καί σταυρόν της.

Όμως κανείς δέν νοιάζεται
ουδέ δάκρυ πού στάζει,
γηράσκει διδασκόμενη
κι ως φθισική ΦΑΝΤΑΖΕΙ.

Γηράσκει διδασκόμενη
όμως τήν παρθενία
τήν έδωσε σ’ αλλοδαπούς
σέ διεθνή πορνεία.
……………………………………….
Τό λάθος μέ τήν Ελλάδα
καί τούς Έλληνες,
είναι ότι μετά μανίας θέλησαν
νά δώσουν τά φώτα
σέ πολλούς λαούς. Όμως τό δίκτυο υπερφορτώθηκε
καί μάς καήκανε οι ασφάλειες.


Σχολιάστε εδώ