Μια φορά και έναν καιρό
Η Πέρσα καθόταν δίπλα στο παράθυρο στον τρίτο όροφο του οίκου ευγηρίας «Αγάπη και Φροντίδα» και χάζευε από τον ακάλυπτο τα πίσω διαμερίσματα της αντικρινής πολυκατοικίας, κοντεύοντας να μάθει όλους τους ενοίκους και τις καθημερινές συνήθειές τους. Τους έδωσε μάλιστα και παρατσούκλια για να τους ξεχωρίζει όταν τους σχολίαζε κατ’ ιδίαν. Αυτή ήταν η μοναδική της διασκέδαση, γιατί με τους άλλους ηλικιωμένους ούτε παρέα έκανε, ούτε πολλά νταλαβέρια είχε, επειδή τους θεωρούσε παλιόγερους και δεν ένιωθε να τη συνδέει τίποτα με δαύτους.
Αλλά κι εκείνοι καταλάβαιναν πως τους σνομπάρει και την κράταγαν σε απόσταση. Κάποιος εξυπνάκιας μάλιστα την αποκάλεσε Μαντάμ Πουφ κι όλα τα χούφταλα -όσα άκουγαν δηλαδή- χαχάνισαν με κακία, και τη βάφτισαν «Η Μαντάμ Πουφ». Αισθανόταν εδώ μέσα σαν φυλακισμένη. Σαν καταδικασμένη από δικαστική πλάνη, ή μάλλον καλύτερα σαν αιχμάλωτη πολέμου που αδυσώπητος εχθρός τη συνέλαβε στον ύπνο και την έκλεισε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως μέχρι να την κρεμάσουν… Σάματις κάπως έτσι δεν έγινε; Σάμπως τα παιδιά της δεν τη βούτηξαν χωρίς να το καταλάβει, και «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ» δεν τη μάντρωσαν εδώ μέσα; «Να ζήσει στον κόσμο της», πλειοδότησε η νύφη της. Κι ας μην τους ενόχλησε ποτέ, κι ας έκανε ό,τι μπόραγε για να τους εξυπηρετήσει. Βέβαια, να ‘ναι καλά, έρχονταν κάθε τόσο και την επισκέπτονταν, πάντα στα βιαστικά και πάντα σχεδόν στα όρθια, κι ούτε την πείραζε που ερχόντουσαν με άδεια χέρια. Φτάνει που ‘ρχονταν κι ας ποθούσε ιδίως στις αρχές να καθίσουν, να κουβεντιάσουν, να της πούνε για την υγεία τους, για τις δουλειές τους, για τη ζωή τους τέλος πάντων. Αλλά όπως οι επισκέψεις τους γινόντανε στα πεταχτά, θέλοντας και μη οι επιθυμίες αυτές σιγά σιγά ξεθώριασαν κι ο ερχομός τους έγινε ρουτίνα χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσμονή, χωρίς καμιά συγκίνηση. Κάποτε μάλιστα που πήγαν διακοπές στο εξωτερικό, στην άλλη άκρη της γης (ούτε κάρτα δεν έστειλαν) και έλειψαν ολόκληρο μήνα και κάτι, το πότε πέρασε ο χρόνος χωρίς να τους δει δεν θα το ‘παιρνε χαμπάρι αν δεν ερχόταν ο γάιδαρος ο προϊστάμενος λογιστηρίου με το στυφό του ύφος να της «υπομνήσει» πως οι κύριοι υιοί της δεν ήρθαν να καταβάλουν τα συμφωνηθέντα… Η μόνη με την οποία αντάλλασσε κουβέντες κάπου κάπου -τι είχαν να πούνε άλλωστε- ήταν η συγκάτοικος στο δωμάτιό τους που μίλαγε τσεβδά επειδή της αφαίρεσαν τη μασέλα που παραλίγο κάποτε να καταπιεί. Τα είχε τελείως «χαμένα» κι ολημερίς παραμίλαγε. Κατά καιρούς όμως είχε κάτι αναλαμπές και τότε αρχινούσε την ανάκριση ξεκινώντας πάντοτε με το «Ποια είσαι εσύ;», λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Η Πέρσα, που στην αρχή δυσανασχετούσε, το συνήθισε και κουβεντιάζοντας μαζί της, όταν ήταν εφικτό, θεωρούσε πως έκανε ψυχικό. Μόνον μια φορά σε στιγμή αυτογνωσίας διερωτήθηκε αν το «ψυχικό» το έκανε τελικά στην ξεμωραμένη ή στον εαυτό της για να μην ξεχάσει «το πώς μιλούν…» Το προσωπικό ήταν ευγενέστατο, είχες όμως την εντύπωση πως ήσαν μετανάστες που αποδράσανε από τον Πύργο της Βαβέλ. Τόσες γλώσσες μίλαγαν μεταξύ τους και περισσότερο καταλάβαινες τι θέλουν να πουν από τον τόνο και τη χροιά της φωνής τους παρά απ’ τα ελληνικά τους.
Προχθές είχε μιαν έκπληξη που εκ πρώτης όψεως ήτανε πολύ ευχάριστη. Ξαφνικά ήρθε ο μεγάλος της γιος φέρνοντάς της τη Σύνοψη που τόσο καιρό τούς ζήταγε. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, είπανε πολλά και διάφορα, μα σε λίγο τα θέματά τους εξαντλήθηκαν και επειδή δεν εύρισκαν τι άλλο να πούνε μένανε σιωπηλοί, ενώ εκείνος την είχε αράξει του καλού καιρού. Τη σιωπή διέκοψε η Πέρσα που τον ρώτησε για τον λόγο τής ασυνήθιστα πολύωρης παραμονής του. Τεντώθηκε ελαφρά και της απάντησε πως έχει αργότερα ραντεβού κάπου εκεί κοντά και κάθεται να «σκοτώσει την ώρα του» συμπληρώνοντας: «Μη γυρνάω μες στους δρόμους σαν το ρεμάλι»…
Απόψε τη νύχτα που δεν της κολλάει ύπνος ζωντανεύει απανωτά η σκηνή μπροστά στα μάτια της κι όλο ακούει θαρρείς τη φωνή του που ένας απαίσιος αντίλαλος την παίρνει και την ξεμακραίνει χιλιάδες φορές στο άπειρο,
επαναλαμβάνοντας εκείνο το «σκοτώνω την ώρα μου», μεταμορφωμένο σε χέρι δράκουλα να της ξεριζώνει τα σωθικά. Δάκρυσε. Κατόπιν θυμήθηκε τα λόγια της ξεμωραμένης συγκάτοικου τότε που πρωτόρθε. Ήταν στα καλά της και τη ρώτησε το κλασικό «Ποια είσαι εσύ;»
«Πέρσα με λένε», συστήθηκε.
«Πέρσα, δηλαδή Περσεφόνη» εξήγησε η γριά. Και μετά σαν κάπου να ταξίδευε η σκέψη της πρόσθεσε:
«Τι ανάγκη έχεις εσύ; Στον άλλο κόσμο που θα πας, σαν Περσεφόνη θα ‘χεις τα μέσα. Στα ώπα ώπα θα σ’ έχουνε. Εμάς να λυπάσαι που δεν θα ‘χουμε στον Άδη μοίρα…». Και καθώς ήταν πρόσφυγας από την Προύσα, ξύπνησαν τα πατρογονικά της και τη διαβεβαίωσε: «Βαλιντέ χανούμ» θα σε κάνουν». Γέλασε τότε η Πέρσα, καθώς φαντάστηκε τον εαυτό της οδαλίσκη να σκεπάζει τη γύμνια της μ’ αιθέρια πέπλα και να χορεύει τον χορό της κοιλιάς. Η περίεργη αυτή στιχομυθία τής ήρθε στο μυαλό, αν και από τότε πέρασε κοντά χρόνος, επειδή η γριά όλη νύχτα μούγκριζε. Το απέδωσε στο γιαούρτι που την τάισαν το βράδυ και της έπεσε φαίνεται βαρύ. Ένα μούγκρισμα αλλόκοτο που κατάληγε σε σύριγμα σαν ατμομηχανή των ΣΠΑΠ στην ανηφόρα. Ήταν τόσο ενοχλητικό που η Πέρσα σκέπασε τ’ αφτιά της με το μαξιλάρι.
Ευτυχώς κάποτε ηρέμησε κι έτσι κατάφερε να αποκοιμηθεί…
Το πρωί που ήρθε η Μολδαβή με τα καταπότια, ξεφώνισε ένα στριγγό «Α» και το ‘βαλε στα πόδια. Σε λίγο κατέφθασαν δύο ντερέκια και είπανε της Πέρσας που λαγοκοιμόταν να πάει κάτω που τη ζητούν… Την πήρε η Μολδαβή που περίμενε έξω από την πόρτα και την οδήγησε άρον άρον στο γραφείο. Εκεί, ο εφημερεύων, αγουροξυπνημένος, της χαμογέλασε και την έβαλε να καθίσει σε μια άβολη
πολυθρόνα.
«Λοιπόν;» ρώτησε δαγκώνοντας το μολύβι του ενώ κοίταζε επισταμένως στον διάδρομο.
«Λοιπόν, τι;» ρώτησε η
Πέρσα.
«Γενικώς» αποκρίθηκε επειδή δεν εύρισκε τι άλλο να πει και άρχισε να σκαλίζει αμήχανα τα χαρτιά του. «Με την περίπτωσή σας θ’ ασχοληθώ αμέσως», είπε αποφεύγοντας να την κοιτάξει.
«Ποια περίπτωσή μου;», ξαναρώτησε ανήσυχα εκείνη.
«Γενικώς» απάντησε πάλι λες και όλο του το λεξιλόγιο περιοριζόταν στο «γενικώς». Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Μολδαβή και είπε «Εντάξει»…
«Ωραία», έκανε με ανακούφιση ο εφημερεύων και στράφηκε στην Πέρσα: «Μπορείτε να πηγαίνετε. Δεν σας χρειάζομαι άλλο».
Εδώ μέσα είναι τρελάδικο, σκέφτηκε φεύγοντας νευριασμένη. Στο δωμάτιό της που την οδήγησαν ούτε η συγκάτοικος της ήταν στη θέση της, ούτε τα σεντόνια, ούτε και το στρώμα. Ένα γυμνό κρεβάτι μονάχα και κυριαρχούσε η βαριά μυρωδιά της χλωρίνης. Κατάλαβε. Ένα ρίγος τράνταξε το σώμα της σαν να δέχθηκε ηλεκτρική εκκένωση: «Θεός σχωρέστην» ψιθύρισε και κουνώντας με θλίψη το κεφάλι πρόσθεσε σαρκαστικά: «Και δεν τη λέγαν Περσεφόνη την κακομοίρα…». Πήρε τη συνηθισμένη θέση της στο παράθυρο. Στην πολυκατοικία απέναντι είχε βγει στη βεράντα σαν κάθε μέρα εκείνη η στρουμπουλή και τίναζε τα κλινοσκεπάσματα, ενώ παραδίπλα η ξανθιά που ξυπνάει αργά, άνοιξε τα πατζούρια. «Άραγες τώρα γύρισε ή φεύγει μπονώρα;» διερωτήθηκε. Στον κάτω όροφο η άχαρη, ο ψηλολέλεκας, άπλωνε μωρουδιακά στην απλώστρα. «Τρομάρα σου ακαμάτρα… Δεν βλέπεις πως θα βρέξει μωρή;» σχολίασε. Και πράγματι κάτι χοντρές ψιχάλες άρχισαν να χτυπούν σε λίγο το τζάμι περιορίζοντας την
ορατότητα. Πήρε τη Σύνοψη κι άρχισε να τη ξεφυλλίζει. Σε μια σελίδα σταμάτησε. Των «Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού…» διάβασε… Θυμήθηκε τον Κοσμά και το μοναδικό ραντεβού που βγήκε μαζί του. Τον σχόλασε επί… τόπου επειδή ήταν πολύ επιθετικός κι ανυπόμονος.
«Μα απ’ την πρώτη φορά;» διερωτήθηκε τώρα σαν να ‘θελε ν’ απολογηθεί για το χαστούκι που τ’ άστραψε και την τρεχάλα της για να την κοπανήσει απ’ το δασάκι. Μελαγχόλησε. Έξω η βροχή δυνάμωσε και η γκριζάδα τ’ ουρανού λες και σιγοντάρει τη μελαγχολία της…
«Τελικά ήμουνα βλάκας…» ψιθύρισε. Να ζει άραγες;