Η εποποιία του 1940 και οι σημερινοί επίγονοι

Δεν είχε ξημερώσει καλά καλά η 28η Οκτωβρίου του 1940 και πεταχτήκαμε όλοι από τα κρεβάτια μας αναστατωμένοι, μόλις ακούστηκαν στη διαπασών –και ακατάπαυστα– οι σειρήνες. Ο πολιτικός μηχανικός πατέρας μας (και έφεδρος υπολοχαγός του Μηχανικού) ούρλιαξε κάτι σαν «οι ύπουλοι Ιταλοί του Μουσολίνι» και διέταξε αμέσως τις γυναίκες του σπιτιού να ετοιμάσουν ταχύτατα βαλίτσες. Πίστευε –έτσι έλεγε τουλάχιστον– πως θα βομβαρδιστεί η Αθήνα και ήθελε να προστατευθεί η οικογένειά του στην Τρίπολη, όπου κατοικούσε ως γενικός επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης ο σύζυγος της αδερφής της γιαγιάς μας με τη γυναίκα του και την κόρη του. Στην πραγματικότητα ήθελε να μας ξεφορτωθεί για να αποφύγει τις γκρίνιες της μητέρας μας και της γιαγιάς μας, προκειμένου να ζητήσει από τη στρατολογία να τον στείλει στο Μέτωπο – όπερ και εγένετο σε λίγες μέρες. (Προσθέτω, ολοκληρώνοντας την προσωπική αφήγηση, ότι διέθετε ένα FIATάκι με σκάρα, μας τσουβάλιασε μέσα και αφού φτάσαμε στην Τρίπολη, ξαπόστασε καμιά ώρα τρώγοντας ένα πιάτο φαΐ στο σπίτι του μεγαλοθειού μας και γύρισε στην Αθήνα πριν χαράξει η επομένη, ενώ εμείς παραμείναμε στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας μέχρι το τέλος του πολέμου, έχοντας ζήσει προηγουμένως, μαζί με τους μη γέροντες κατοίκους της, τον βομβαρδισμό της Τρίπολης από τα χιτλερικά στούκας, σκαρφαλωμένοι στο πλησιέστερο τμήμα της οροσειράς Μαίναλο).
Όσοι βίωσαν την αλησμόνητη έξαρση εκείνης της θρυλικής εποχής –η αφεντιά μου ήτανε εφτά χρονών– με τα μοναδικά τραγούδια της Βέμπο, τα πατριωτικά εμβατήρια που προκαλούσαν ρίγος και τις επίσημες διαδοχικές ανακοινώσεις: «Αι ημέτεραι δυνάμεις κατέλαβον τους Αγίους Σαράντα», «το Αργυρόκαστρον», «το Τεπελένι», «την Κορυτσάν» –ανακοινώσεις που μας γέμιζαν ανείπωτη υπερηφάνεια– δεν μπορεί παρά να συγκινούνται βαθύτατα, θα έλεγα ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ, σε κάθε επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
Για τους άλλους, ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ, οι επετειακές εκδηλώσεις γενικά έχουν καταντήσει άψυχη και άνευρη ΡΟΥΤΙΝΑ. Ένα ΤΥΠΙΚΟ χρέος που οφείλουν να εκτελέσουν όσοι εξ αυτών κατέχουν κάποιο πόστο, με ή άνευ δηλώσεων και πανηγυρικών της δεκάρας. Οι υπόλοιποι, ο σημερινός λεγόμενος λαός, τον οποίο οι εκάστοτε κρατούντες εκθειάζουν εμετικά, θεωρώντας τον άβουλο υποζύγιο, προκειμένου να τους ψηφίζει και μόνον, «πανηγυρίζει» την προσφερόμενη ελεύθερη ημέρα για ξεκούραση ή ψυχαγωγία… Ένας λαός που στη μεγάλη του πλειονότητα –και προδήλως με υπαιτιότητα των ηγεσιών του– έχει υποβαθμίσει σε βαθμό κακουργήματος την αγάπη του για την πατρίδα και περιττεύει, φυσικά, να μιλήσω για τις υποχρεώσεις του απέναντί της…
Όταν υπάρχουν «αριστεροί» που ζητούν να καταργηθούν οι μαθητικές παρελάσεις ως… αναχρονιστικές, τι να πει κανείς; Οι άνθρωποι αυτοί αντιφάσκουν, υπονομεύοντας την ίδια τους την ιδεολογία. Διότι προσφέρουν την μαθητιώσα νεολαία του τόπου τους βορά στην παγκοσμιοποίηση. Παγκοσμιοποίηση την οποία υποτίθεται καταπολεμούν. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που συκοφαντούν ασύστολα ως σοβινιστές και υπερεθνικιστές όσους από μας αρνούμαστε να προδώσουμε την καταγωγή μας, την παράδοσή μας και εντέλει τη γη που πατάμε. Μια γη, ένα χώμα, που σύμφωνα με στίχο της μελοποιημένης από τον Μίκη Θεοδωράκη «Ρωμιοσύνης» του Γιάννη Ρίτσου είναι «δικό τους και δικό μας». Ανήκει, δηλαδή, και στους αναρίθμητους εκείνους που είναι θαμμένοι κάτω από το χώμα μας, στα σπλάχνα της γης μας.
Υπάρχουν, βέβαια, «αριστεροί» και αριστεροί, με τους τελευταίους να πλεονάζουν ευτυχώς. Ένας από αυτούς, ο Λαοκράτης Βάσσης, άριστος φιλόλογος και διανοούμενος ολκής, είχε φέτος μια εκπληκτική έμπνευση: Εργαζόμενος στα «Εκπαιδευτήρια Γείτονα» και όντας πρόεδρος της «εταιρείας παιδείας και πολιτισμού “Εντελέχεια”», που ανήκει στα εν λόγω «Εκπαιδευτήρια», εξέδωσε ένα εξαιρετικά καλαίσθητο λεύκωμα ως υπόβαθρο για τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου στο σχολείο που υπηρετεί. Λεύκωμα αφιερωμένο στον Λουκή Ακρίτα, υπουργό Παιδείας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και Κύπριο την καταγωγή, ο οποίος είχε καταταγεί το 1933 ως απλός στρατιώτης στον ελληνικό στρατό, με έμβλημά του τη ρήση: «Ο Ελληνισμός δεν είναι μόνο Ελλαδικός», και το 1940 υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο στον τομέα της Κλεισούρας, απʼ όπου έστελνε πολεμικές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Εστία» – ανταποκρίσεις που αποτέλεσαν αργότερα την πρώτη ύλη για το μυθιστόρημά του «Αρματωμένοι».
Ο τίτλος του λευκώματος, επικαλυπτόμενος από το όνομα Λουκής Ακρίτας, είναι: «Κύπρος και έπος του ʼ40». Και ορθώς. Διότι, όπως αναλύει ο Πέτρος Παπαπολυβίου, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κύπρου, στο δημοσιευόμενο μελέτημά του: «Κύπριοι στον πόλεμο του 1940-41», άλλοι επιβεβαιώνουμε και άλλοι μαθαίνουμε για πρώτη φορά τον αριθμό και το φρόνημα των κυπρίων ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ, που συμπολέμησαν μαζί μας για να αποκρούσουμε τον ύπουλο φασιστικό εισβολέα.
Μια και ο λόγος περί Κύπρου και Κυπρίων, ιδού η προτελευταία σελίδα του λευκώματος: «Εορτάζουμε το ΟΧΙ του ʼ40, τιμώντας τη μνήμη του Λουκή Ακρίτα, που πολέμησε στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, θυμίζοντας την ομόψυχη συμμετοχή της Κύπρου στο μεγάλο ελληνικό ΟΧΙ του ʼ40, αλλά και τη συμβολή της στο συμμαχικό αγώνα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βροντοφωνάζοντας ΟΧΙ στον “Αττίλα”. Ο “Αττίλας” συνιστά ΒΑΡΒΑΡΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ του διεθνούς δικαίου, του ευρωπαϊκού και ανθρώπινου πολιτισμού. Μαζί με όλους» –όλους;– «τους Έλληνες ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ τη βαρβαρότητα του “Αττίλα”, ΔΕΝ ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΜΕ τη βαρβαρότητα του “Αττίλα”, ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΜΑΣΤΕ με τη βαρβαρότητα του “Αττίλα”». Και από κάτω με κόκκινα γράμματα: «Οι Κύπριοι δικαιούνται δίκαιη λύση του Κυπριακού προβλήματος, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό
κεκτημένο».
Θα κλείσω με τη δεύτερη σελίδα του λευκώματος, την οποία υπογράφει ο διαθέτων κατασταλαγμένη σοφία ιδιοκτήτης των «Εκπαιδευτηρίων Γείτονα» κ. Ελευθέριος Γείτονας. Απολαύστε την: «Όταν ενσταλάζουμε στις ψυχές των ελληνοπαίδων απόσταγμα από τα διαχρονικά μηνύματα των μεγάλων εθνικών ανατάσεων, όπως αυτές της Επανάστασης του ʼ21 και του έπους του ʼ40, δεν περιχαρακώνουμε τις συνειδήσεις τους, ορθώνοντας τείχη εχθρικών αντιπαραθέσεων με τους “άλλους”. Αντίθετα, γκρεμίζουμε τέτοια τείχη, γιατί σʼ αυτό το απόσταγμα συμπυκνώνεται η βαθύτερη ουσία των αξιών του ανθρώπινου πολιτισμού».
Τα προαναφερθέντα αφιερώνονται, εκ μέρους μου, στους ανθέλληνες Έλληνες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας.


Σχολιάστε εδώ