Μομφή κατά των ελληνικών δικαστικών αρχών η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου

Η πρόσφατη απόφαση (2 BvR 2115/09 09.10.2009) του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στην πολύκροτη υπόθεση έκδοσης του ελληνογερμανού υπηκόου Μιχάλη Χριστοφοράκου στην Ελλάδα παρουσιάζει από κάθε άποψη ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον. Από την πρώτη κιόλας προσέγγιση στο περιεχόμενό της καθίσταται σαφές ότι η απόφαση αυτή θα αποτελεί μελλοντικά, λόγω της μείζονος σημασίας της στο πεδίο της προστασίας των συνταγματικών ατομικών δικαιωμάτων, σημείο αναφοράς για τη γερμανική όσο και την ευρωπαϊκή νομολογία και δικαιική τάξη.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, ένα δικαιοδοτικό βήμα αναμφιβόλου κύρους, που χαίρει αναγνώρισης από τη διεθνή αλλά και την ελληνική έννομη τάξη για τη νομολογιακή προσφορά του τα τελευταία 40 χρόνια στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, έκρινε στην προκειμένη υπόθεση ότι η απόφαση του Εφετείου του Μονάχου, με την οποία διατάχτηκε την 7/9/2009 η έκδοση του εκζητούμενου στην Ελλάδα, προσέκρουε στο γερμανικό σύνταγμα και κατά συνέπεια θα έπρεπε να ακυρωθεί.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο απεφάνθη ότι το συνταγματικό δικαίωμα που προστατεύει την έκδοση γερμανών υπηκόων στην αλλοδαπή παραβιάστηκε με την από 7/9/2009 απόφαση του Εφετείου του Μονάχου, με την οποία διατάχτηκε η έκδοση του προσφεύγοντος στην Ελλάδα. Κατά την ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η εν λόγω απόφαση του Εφετείου του Μονάχου κινήθηκε στα όρια της νομικής αυθαιρεσίας και κατά συνέπεια έπρεπε να ακυρωθεί.
Ακολούθως παραθέτονται περιληπτικά τα βασικά σημεία της επιχειρηματολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου τα οποία οδήγησαν στην ανατροπή της έκδοσης του εκζητούμενου στην Ελλάδα και χρήζουν, λόγω της σπουδαιότητός τους, ιδιαίτερης μνείας:
1. Η απόφαση του Εφετείου Μονάχου, με την οποία αρχικώς εκρίθη ότι είναι σύννομη η έκδοση του εκζητούμενου στην Ελλάδα, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επειδή:
α. Δεν εξέτασε επιμελώς και εμπεριστατωμένα εάν η αποδιδόμενη στον εκζητούμενο αξιόποινη πράξη της απάτης κατά του Ελληνικού Δημοσίου έχει παραγραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου, αλλά αντιθέτως εδέχθη αυθαίρετα και αναιτιολόγητα τη μη παραγραφή του ως άνω αδικήματος,
β. Έκρινε και υιοθέτησε αβίαστα και αναιτιολόγητα ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση στοιχειοθετείται πράγματι -σύμφωνα με το ελληνικό κατηγορητήριο- το αδίκημα της απάτης κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Κατά την άποψη όμως του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το Εφετείο του Μονάχου υπέπεσε με την κρίση του αυτή σε πλημμέλεια διότι, εάν είχε προβεί σε ορθή κρίση με βάση το υλικό που είχε στη διάθεση του από τις ελληνικές αρχές, θα όφειλε να έχει διαγνώσει ότι:
– Το ελληνικό κατηγορητήριο είναι ανεπίδεκτο υπαγωγής σε αδίκημα του γερμανικού ποινικού νόμου, μη δυνάμενο να στοιχειοθετήσει αξιόποινη πράξη.
– Το ελληνικό κατηγορητήριο είναι παντελώς αόριστο και γενικό και δεν εξειδικεύει τις συγκεκριμένες συνθήκες, κάτω από τις οποίες προκύπτει η τέλεση του αδικήματος της απάτης κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
– Τα συμπληρωματικά στοιχεία που απεστάλησαν από τις ελληνικές δικαστικές αρχές στην Εισαγγελία του Μονάχου τον Αύγουστο του 2009 ήταν ελλιπή και αντιφατικά, έτσι ώστε να μην προκύπτει με σαφήνεια, αλλά απεναντίας να αμφισβητείται εάν το Ελληνικό Δημόσιο υπέστη τελικά ζημία (απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης) από την κατάρτιση και εκτέλεση της από 19/5/2003 σύμβασης για το σύστημα ασφάλειας “C4I” με την κοινοπραξία SAIC.
2. Πρωτόγνωρο για τη δικαστηριακή πρακτική στη Γερμανία και πλήρως απαξιωτικό για το Εφετείο του Μονάχου είναι το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο αφαίρεσε την υπόθεση από το εν λόγω Εφετείο και την παρέπεμψε για επανεκδίκαση στο Εφετείο της Βαμβέργης (Βamberg) με δύο πολύ σημαντικές επισημάνσεις, οι οποίες εκθέτουν εμμέσως πλην σαφώς τους μέχρι τώρα χειρισμούς της Ελληνικής Δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση:
α. Το Εφετείο της Βαμβέργης που θα επανεκδικάσει προσεχώς την προσφυγή του εκζητούμενου (υπόθεση C4I – 2ο ένταλμα σύλληψης) καλείται από το Συνταγματικό Δικαστήριο να ερευνήσει εάν πράγματι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκζητούμενου σε σχέση με το αδίκημα της απάτης του Ελληνικού Δημοσίου που του αποδίδεται στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, το νέο Εφετείο θα υπεισέλθει με την απόφασή του στην ουσία του ελληνικού κατηγορητηρίου, πράγμα που είναι μεν σύννομο σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής, αλλά που εφαρμόζεται σπανιότατα στη γερμανική δικαστηριακή πρακτική και μόνο σε περιπτώσεις που το αίτημα έκδοσης του αιτούντος κράτους πάσχει από οφθαλμοφανή νομικά ελαττώματα.
β. Η δεύτερη υπόδειξη προς το Εφετείο της Βαμβέργης, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου αφορά την υποχρέωση του νέου Εφετείου να διερευνήσει τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες στη συγκεκριμένη υπόθεση «…λίγες μέρες μόλις μετά την αποστολή του 1ου εντάλματος σύλληψης στις γερμανικές αρχές και την εμφάνιση των προβλημάτων αναφορικά με τα ζητήματα της παραγραφής που ανέκυψαν, εξεδόθη από τις ελληνικές αρχές στην ίδια σοβαρή υπόθεση και 2ο ένταλμα σύλληψης, το οποίο στη συνέχεια το διαδέχτηκε και 3ο ένταλμα…», όπως χαρακτηριστικά επί λέξει αναφέρει η απόφαση.
Η τελευταία αυτή επισήμανση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την οποία και καταλήγει το διατακτικό τής από 9/10/2009 απόφασης, έχει μεν συνταχτεί με την προσήκουσα επιμέλεια, δεν παύει όμως η γραμματική της ερμηνεία να προσδίδει αντικειμενικώς και με σαφήνεια σημαντική μομφή κατά των χειρισμών των ελληνικών δικαστικών αρχών στη συγκεκριμένη υπόθεση.


Σχολιάστε εδώ