Μια φορά και έναν καιρό

Πήρε το χαρτί, κάθησε στο τραπέζι της κουζίνας με τις συνταγές της νενές Ουρανίας μπροστά της, σάλιωσε το μολύβι και άρχισε να γράφει τα υλικά που χρειαζότανε να της ψωνίσει από την κεντρική αγορά για τα γλυκά που θα φτιάξει. Βλέπεις ο μπακάλης τους, ο Λουκάς, είναι κλέφτης. Όλα τα νοθεύει κι από πάνω τα πουλά πανάκριβα. Έβαλε τα δυνατά της στην καλλιγραφία, μη βρει δικαιολογία πως δεν έβγαζε τα κολυβογράμματά της κι έρθει μʼ άδεια χέρια, γιατί κάτι τέτοια τα συνηθίζει.
«Θα πάρεις» έγραφε, «μία οκά βούτυρο, αλλά να σου ζυγίσει ξεχωριστά τρακόσια δράμια, κι έχε τον νου σου στη ζυγαριά. Θα φέρεις 300 δράμια ζάχαρι, την πιο ψιλή της αγοράς, και μιάμιση οκά αλεύρι. Αυγά, και μπέικιν όχι σαν εκείνο το ξεθυμασμένο που σου πασάρανε την άλλη φορά, επίσης πάρε κονιάκ. Πρόσεξε. Ένα μπουκάλι κονιάκ καλό, σφραγισμένο, κι όχι σκέτο “σπίρτο ντι βίνο”, να βάλουμε στο γλυκό να ʼχουμε και μια γουλιά για κανέναν κοιλόπονο…». Έριξε μια τελευταία ματιά για να βεβαιωθεί πως δεν παρέλειψε τίποτα, γιατί πάντα όλο και κάτι ξεχνιόταν, και τέτοια ώρα τέτοια λόγια… Συνέχισε να ξεφυλλίζει το τετράδιο με τις συνταγές ζαχαροπλαστικής της γιαγιάς της, για να διαλέξει ακόμα ένα γλυκό πιο φανταχτερό, «του πιάτου», επειδή οι ταρταλέτες που θα έφτιαχνε ήταν για το πρώτο τρατάρισμα στο χέρι, μαζί με το τσέρι για το «χρόνια πολλά». Αφού περιπλανήθηκε αρκετά στις σελίδες του… συνταγολογίου, τις μουτζουρωμένες από την πολλή χρήση και τα λαδωμένα χέρια, κατέληξε τελικά στη «μαύρη τούρτα» και συνέχισε την παραγγελία: «Θέλω 14 αυγά». «Ω, θεέ μου», ανέκραξε και σταμάτησε να γράφει. «Να δεις που θα τα μπερδέψει με τʼ άλλα για τις ταρταλέτες και θα μείνουμε ρέστοι. Είναι κι αυτές οι κότες μας που δεν γεννάνε οι κακορίζικες που κακιά κόρυζα να τις πιάσει, πανάθεμά τες».
Όχι πως καταριότανε με την καρδιά της, για να πιάσουν οι κατάρες. Ήταν απλώς ένας «τρόπος του λέγειν». Η κόρη της ήρθε στην κουζίνα, έβγαλε το φακιόλι απʼ τα μαλλιά της, ακούμπησε το ταβανόξυλο με το οποίο καθάριζε τις αράχνες απʼ τα ψηλά κι έβαλε τις φωνές στη Λεμονιά, το δουλάκι τους, που αντί να ξεσκονίζει το σαλόνι κρεμάστηκε στο παράθυρο κι έκανε κόζι με τον κουλουρτζή που στήθηκε στη γωνιά και όλο ξεφωνίζει: «Πω πω πω τι έχω σήμερα…» γιατί είναι και ηλίθιος. «Τι γκαρίζεις βρε βλάκα “τι έχω σήμερα”; Κουλούρας είσαι, κουλούρια θα ʼχεις. Τι θα ʼχεις παπαζωτό;».
Σπίτι επικρατεί γενικά αναβρασμός. Σε τρεις μέρες είναι η εορτή του Αγίου Δημητρίου και γιορτάζει ο προσφάτως αποκτηθείς γαμβρός Δημητράκης ή κύριος Μίμης επί το επισημότερο. Πρόκειται για μια συνηθισμένη πολυμελή οικογένεια, με παππούδες, θείους, κι εγγόνια, σαν όλες τις οικογένειες που ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη και που τις διέλυσε ο πόλεμος σκορπίζοντας τη μοναξιά. Γιορτάζει ο κύριος Μίμης και είναι η πρώτη φορά που θʼ ανοίξουν το σπίτι τους, επειδή είναι σχετικά νιόπαντρος, αφού δεν κλείσανε ακόμη χρόνο. Έτσι πέσαν στις ετοιμασίες να δώσουνε στο σπιτικό τους μια γιορτινή ατμόσφαιρα γιατί θα πλακώσουν με το πακετάκι τους φίλοι, γνωστοί και συγγενείς να πούνε τις ευχές τους, να πιουν το λικεράκι τους, να χλαπακιάσουνε τα γλυκά τους και να τους ξομπλιάσουνε οι μανταμίτσες τους. Και γύρω στις εννιά το βράδυ θʼ αριβάρουν και τα σόγια για το σχετικό τσιμπούσι κι άντε να βολέψεις έναν λόχο πεινασμένων. Αλλʼ αυτά είναι τα κατοπινά. Τα ευχάριστα. Τώρα πρέπει το σπίτι να σενιαριστεί, γιατί βλέπεις τον βάφτισαν Δημητράκη κι όχι Πέτρο, Παύλο, Σωτήρη ή έστω Παναγιώτη, να εορτάζει μέσα στο κατακαλόκαιρο, τότε που λείπουνε στη Λούτσα ή στον Πόρτο Ράφτη για διακοπές. Είναι και το άλλο. Του Αϊ-Δημήτρη ανοίγει η σεζόν για τον μακρύ κι ατέλειωτο χειμώνα. Με τα κρύα του, τις βροχές του, τις λάσπες, τα συνάχια του… Και το «μικρό καλοκαιράκι» του Αγίου Δημητρίου είναι αποχαιρετισμός, μια τελευταία γεύση καλοκαιριού, σαν ένα φευγαλέο σουβενίρ για να θυμόμαστε τι είχαμε και τι χάσαμε…
Το γενικό πρόσταγμα στην οργάνωση της γιορτής το έχει η γιαγιά. Ήρθε κι η Μαργή η παραδουλεύτρα για τις χοντρές δουλειές, να κάνει παρκέ νʼ απλώσουνε τα χαλιά. Αλείψανε νέφτι το πάτωμα και μύριζε το σπίτι λες και ήτανε χρωματοπωλείο. Ύστερα το περάσανε παρκετίνη κι άντε τρίψιμο με τις ώρες. Επιστρατεύτηκαν όλοι τους να τρίβουνε γονατιστοί να λάμψει το «πιτς-πάιν» πάτωμα, σαν καθρέφτης. Όλοι εκτός του Δημητράκη που έδινε συμβουλές και του παππού που κουβάλαγε τα ψώνια σαν χαμάλης. Λαμπίκο το έκαναν, αλλά γλιστράει το άτιμο του καλού καιρού. Χριστούγεννα ήτανε που η νενέ Ουρανία έφαγε γλίστρα και πάρτηνα κάτω ανάσκελα, για να μη ξανασηκωθεί, χρονιάρα μέρα. Ας πρόσεχε. Μετά, σειρά τους είχαν οι «σιζαντέδες» που κρέμασαν στους τοίχους κάτω από τα κάδρα και πίσω απʼ τις πολυθρόνες, να δημιουργούνε θαλπωρή. Γυάλισαν τʼ ασημικά και γέμισαν με πετρέλαιο τη μεγάλη πορσελάνινη λάμπα, μην έχουνε καμιά διακοπή ρεύματος και δεν βλέπουν την τύφλα τους στο σκοτάδι.
Στην προετοιμασία όλο κάτι ανάποδο συμβαίνει, χάνουν τη ρέγουλα και δώστου φωνές κι εκνευρισμός. Είναι κι εκείνη η Λεμονιά που έχει τον νου της «στα πουλιά και στʼ αηδόνια» που λέει η γιαγιά και αν δεν αρπάξει στα ξώφαλτσα κανέναν φούσκο μυαλό δεν βάζει. Έχουν και το μαγείρεμα για το καθιερωμένο τσιμπούσι. Θα ʼρθουνε τα συμπεθέρια και πρέπει να ευχαριστηθούνε, να τους έχουνε πόρτα για τον χειμώνα. Ύστερα από πολλά συμβούλια, με εισήγηση του παππού που πρότεινε και τρέχαν τα σάλια του, θα μαγείρευε η γιαγιά λαγό σαλμί για κύριο πιάτο, που είναι και μεζεκλίδικο, να γλείφουνε τα δάκτυλά τους. Για πρώτο θα έφτιαχνε πίτα, τυρόπιτα ή σπανακόπιτα αν έβρισκε καλό σπανάκι, με φύλλο που θα άνοιγε η ίδια, μια σαλάτα, λίγα φρούτα και για γλυκό ένα ταψί μπακλαβά κι έξω απʼ την πόρτα, που λένε. Όσο για πιοτί, το κυνήγι απαιτεί κόκκινο κρασί μπρούσικο. Θʼ αγόραζαν μια μποτίλια «Κίσσαμος» και για άσπρο ένα «Δεμέστιχα» που πίνει η αριστοκρατία, να δούνε οι συμπέθεροι με τι ανθρώπους έχουν να κάνουνε. Και μάλιστα δεν θα βάλουν τα κρασιά σε κανάτες, αλλά θα τα φέρουν στο τραπέζι με τα μπουκάλια τους για να ξεστραβωθούνε τις μάρκες κι ας πάνε να ρωτήσουνε για την τιμή τους, οι ψωριάρηδες. Ό,τι κι αν φτιάχναν όμως για να προσδώσουν μια λαμπερή εμφάνιση θα ήταν τελείως κολοβό αν έλειπαν τα λουλούδια στο σαλόνι και στην τραπεζαρία. Σήμερα μάλιστα που το έθιμο απαιτεί να υπάρχουνε συμβολικά τα χρυσάνθεμα, που ο κοσμάκης λόγω της ημέρας τα αποκαλεί «Άι-Δημητριάτικα» θα είναι μεγάλη παράλειψη αν λείπουν απʼ το σπίτι. Πήγε ο παππούς την προηγουμένη στον ανθοπώλη τους, τον Κλεάνθη, και παρήγγειλε ένα μπουκέτο με κίτρινα, λευκά και μερικά μωβ χρυσάνθεμα. Ήταν τεράστια και τα άνθη τους τα κατσαρά άνοιγαν στο ανθοδοχείο σαν ομπρέλα. Η αλήθεια είναι πως μάδαγαν και δεν κράταγαν παραπάνω από δυο μέρες. Ήσαν όμως τόσο εντυπωσιακά που έλεγες χαλάλι τους. Κι εκτός αυτού σκόρπαγαν ένα ανεπαίσθητο μα χαρακτηριστικό συγχρόνως άρωμα που ιδίως τη νύχτα απλωνόταν στο δωμάτιο και κάλυπτε διάφορες οσμές, καλήν ώρα την τσιγαρίλα του θείου Κλεόβουλου. Ήταν φοβερός καπνιστής ο θείος Κλεόβουλος. Είχε υπηρετήσει στο ευζωνικό και ήταν αγγελιοφόρος του Μαύρου Καβαλάρη, του Πλαστήρα, τον οποίον ακολούθησε στις πολεμικές και… λοιπές εξορμήσεις του, οπλίτης στην αρχή και μαγκουροφόρος κατόπιν. Έτρεφε έναν αρειμάνιο μύστακα, κατακίτρινο απʼ τη νικοτίνη. Κάπνιζε από όρθρου βαθέος μέχρι βαθυτάτης νυκτός χωρίς διακοπή. Είχε πάντα στην τσέπη του δυο τρία κουτιά Σέρτικα Λαμίας κι όταν κέρναγε τσιγάρο κανέναν που δεν του γέμιζε το μάτι, έλεγε: «Πάρτε να καπνίσετε ένα απʼ τα δικά μου, τʼ αντρικά». Κι ήτανε πάντα έτοιμος να καβγαδίσει. Και η μεγάλη στιγμή έφτασε. Φόρεσε το μπλε σκούρο κοστούμι και τη ριγέ γραβάτα του ο Δημητράκης και καρτερεί τους βαρβάρους, κοιτώντας συνεχώς το ρολόι του, γιατί πολύ αργήσανε να ʼρθούνε…


Σχολιάστε εδώ