Η ηθική μιας πολιτικής απόφασης

Η αποδοχή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια της πρότασης για την επανεκλογή του στο ανώτατο αξίωμα της χώρας, παρά την προεκλογική τακτική του κ. Γ. Παπανδρέου και του κόμματος της πλειοψηφίας να κινηθεί εκτός του πνεύματος του Συντάγματος και κυριολεκτικώς να θέσει τον θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας στο μικροπολιτικό παίγνιο, μόνο αν εντάσσεται στην ανωτέρω διαγραφόμενη λογική και φιλοσοφία καθαίρεται, υπό, και πάλιν, την έννοια των ηθικών ενατενίσεων του Μεγάλου Κρητικού.
Φιλοσοφία και πολιτική ηθική συνυπάρχουν αρρήκτως συνδεδεμένες στον Ελληνικό Λόγο, από τον Όμηρο μέχρι τις ημέρες μας, και συναπαντώνται σε κάθε, διαχρονικώς, έκφρασή του.
«Δεν γεννήθηκα αγνός, μάχουμαι να γίνω. Η αρετή για μένα δεν είναι καρπός της φύσης μου, είναι καρπός του αγώνα μου. Δε μου την έδωκε ο Θεός, μοχτώ να την καταχτήσω με το σπαθί μου» («Αναφορά στον Γκρέκο»), διαλαλεί ο «Αφορεσμένος» αναχωρητής της Αντίπ. Και ανάγει τη στάση ζωής σε οδηγό για τον άνθρωπο του καθήκοντος και γενικώς την κοινωνία.
Αναμφιλέκτως, στην εποχή που επιπολάζουν οι «πολιτιστικώς μετέωροι», και η «ελίτ» (!) του μεταπρατικού κεφαλαίου, οι «φιλέλληνες» στις διπλωματικές υπηρεσίες της χώρας, καθώς και η «ελληνική» υπαλληλία των Βρυξελλών εκπλήσσονται(!) για τις αντιστάσεις του λαού και των ζωντανών δυνάμεών του, να παραδοθεί στους επιγενόμενους αλώβητη η πατρίδα, αντί να τεθεί προς βρώση σε κοινή τράπεζα για την ικανοποίηση γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων «συμμάχων» και «συνεταίρων», η ενέργεια του κ. Παπούλια καθαίρεται…
Διακινείται στην αυτή ευθεία με τη συνταρακτική εκείνη απόφανση του αειμνήστου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου, τις παραμονές του δημοψηφίσματος για το διαβόητο εκείνο «Σχέδιο Ανάν», εις των συντακτών του οποίου ενοικεί σήμερα στο περικαλλές Μέγαρο της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών: «Δεν παρέλαβα κράτος και θα παραδώσω κοινότητα»…
Λανθάνει όμως της Μνήμης, της Λογικής, της Ηθικής και της Φιλοσοφίας των «πραγματιστών» και πάλι ο Λόγος («Εν αρχή ην ο Λόγος…») του «Αφορεσμένου»:
«Αν η πραγματικότητα δεν έχει την μορφή που θέμε, εμείς φταίμε. Ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό το λέμε ανύπαρχτο. Πεθύμησέ το, πότισέ το με το αίμα σου, με τον ιδρώτα και τα δάκρυα, και θα πάρει κορμί.
Η πραγματικότητα τίποτʼ άλλο δεν είναι παρά η υποταγμένη στην πεθυμιά μας και στον πόνο μας χίμαιρα…» («Αναφορά στον Γκρέκο»)..
Αλλά και ένας σύγχρονος του «Αφορεσμένου» πολιτικός φιλόσοφος, του οποίου δυστυχώς ένιες των πολιτικών του πράξεων δεν συμβάδισαν με τους φιλοσοφικούς οραματισμούς του –πάντως στον λειμώνα των σκέψεών του περιδιάβαινε εν τη νεότητί του και ο κ. Παπούλιας– σε μία των «Επιστολών προς τους Προγόνους μου» εκφέρει τον διδακτικό λόγο του:
«Όταν τα πάντα είχαν χαθεί, εσύ σήκωσες κεφάλι. Αντιτάχθηκες στο βίαιο ρεύμα της ιστορίας, όταν όλοι –σε ολόκληρη την Ελλάδα– είχαν συμμορφωθεί. Αρνήθηκες να υπακούσεις στο θέλημα της Ρώμης, αν και είχε περάσει για την Ελλάδα κι αυτή ακόμα η δωδεκάτη ώρα.
Και τούτο έγινε τριακόσια σαράντα χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνος (εκατόν σαράντα έξι πριν από την αφετηρία της νέας χρονολογίας)…».
Τι περίεργο(;), στην ίδια γραμμή σκέψης ο τελευταίος πρόμαχος της ελληνικής ελευθερίας, ο «Αφορεσμένος», ο πολιτικός φιλόσοφος, ο κύπριος πολιτικός και ο αγωνιστής του Αγώνα της Ανεξαρτησίας – εξαίρεση οι «πολιτιστικώς μετέωροι» της εποχής μας:
«Εσύ, εκλαμπρότατε (σ.σ.: εννοεί τον Μαυροκοραδάτο), από τον καιρόν που κόπιασες όλο νέα πράματα ήφερες εις την πατρίδα. Διαίρεσιν αναμεταξύ μας δεν είχαμε, φατρίαν μας ήφερες, νέον φρούτο σʼ εμάς τους Έλληνες, παραλυσίαν κι αφανισμόν. Αν πιτύχαινες να σκοτώσης τον Καραϊσκάκη, που θα τον βρίσκαμε όταν η Ρούμελη γιόμωσε Τουρκιά…».
«…Εκεί όπου πήγαμεν να σβέσωμεν τον πόλεμον, ότι θα κάναμε το κίνημα το βράδυ, πλάκωσαν οι Τούρκοι περισσότεροι πεζούρα και καβαλαρία, άναψε ο πόλεμος πολύ. Ήρθε κι ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω, “Σύρε οπίσου να πάψη ο πόλεμος, ότι το βράδυ θα κινηθούμεν”. Μου λέγει, “στάσου αυτού με τους ανθρώπους κι εγώ φεύγω”. Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί μαζευόμαστε, τηράμεν. Ήτανε βαρεμένος εις τʼ ασκέλι παραπάνου εις τα φτενά. Μαζωχτήκαμε όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά: “Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”. Τότε τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν στην Κούλουρη και τον τάφιασαν…»
(Ι. Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα»).
Τέλος, ουδείς το αγνοεί, και βεβαίως ουδέ ο πρώτος πολίτης της χώρας, ότι «ορισμένες έννοιες, όπως το “δημόσιο συμφέρον” ή το “κοινό όφελος” έχουν πολλάκις συνδεθεί με αυτό που λέγεται πολιτικός κυνισμός. Είναι εύκολο να επισημάνει κανείς ότι κάθε κυβερνητικό πρόγραμμα εγκυμονεί διαφορετικές συνέπειες για διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, καταδικάζοντας τις έννοιες αυτές ως σχεδόν ανύπαρκτες»…


Σχολιάστε εδώ