Αφερέγγυος «οδικός χάρτης» εθνικού προσανατολισμού

Πέραν της πεπατημένης ρητορικής των εκατέρωθεν φιλοφρονήσεων και διακηρύξεων συμπαράταξης –ή πλατωνικής συμπαράστασης– με τον κυπριακό Ελληνισμό (αυτήν τη φορά να ανταλλάσσονται στον ενικό της συντροφικής οικειότητας), αυτό που εισήγαγε ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας –εκτός του ελάχιστα, στην Κύπρο, δημοφιλούς αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών κ. Δρούτσα– ήταν το αίνιγμα του νέου «οδικού χάρτη», για τον οποίο μιλούσε σε κάθε ακροατήριο.

«Τι εστί τελικά αυτός ο “οδικός χάρτης”;», αναρωτιόταν την επομένη της επίσκεψης τίτλος της «Σημερινής», που στέγαζε τις ερμηνείες και τις αντιδράσεις κυβερνητικών και πολιτικών παραγόντων ενώπιον του νέου ελλαδικού γρίφου.

Από ερευνητική ανάγνωση των διαθέσιμων σχετικών δηλώσεων του πρωθυπουργού και της συνέντευξης του κ. Δ. Δρούτσα στο «Έθνος» η στήλη αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για το ίδιο γνωστό ελιξίριο-γιατροσόφι («πλήρης συμμόρφωση – πλήρης ένταξη») που διαφήμιζε η προηγούμενη ηγεσία, σε νέα εμφιάλωση και ετικέτα. Υπό τον νέο τίτλο εισαγωγής (road map), η συνταγή της νέας κυβέρνησης για τη θεραπεία της «πληγής του Κυπριακού» και των ελλαδοτουρκικών διαφορών συνίσταται στην επιτάχυνση της διαδικασίας για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον αποκλεισμό της εναλλακτικά προτεινόμενης ειδικής σχέσης, που χαρακτηρίζεται βλαπτική για την Ελλάδα.

Η απουσία προόδου προς τη λύση των προβλημάτων με την Άγκυρα οφείλεται κατά τη «νέα» φιλοσοφία στην αποτελμάτωση της ενταξιακής διαδικασίας για την Τουρκία και στην απομάκρυνση της Ελλάδας από τη γραμμή πορείας του Ελσίνκι. Κατά λογική συνέπεια, ο κ. Παπανδρέου προτίθεται –με αναθέρμανση της παγωμένης ελληνικής διπλωματίας και με προσωπικές εξορμήσεις και πρωτοβουλίες– να αναλάβει τον ρόλο μοχλού επιτάχυνσης των ευρωπαϊκών διαδικασιών εισδοχής της Τουρκίας.

Κατά την ίδια θεωρητική σύλληψη, οι ρυθμοί επιτάχυνσης θα αντιστοιχούν με τους ρυθμούς προόδου προς τη λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών – προφανώς με την εξημέρωση των αγρίων ορέξεων και διαθέσεων της Τουρκίας και με προσαρμογή της στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή δεοντολογία. Αυτό φαίνεται να είναι το εννοιολογικό περιεχόμενο του νέου «οδικού χάρτη». Αξιωματούχος (;) του υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε μάλιστα στον ανταποκριτή της «Χουριέτ» ότι στην ευρωπαϊκή Διάσκεψη Κορυφής τον Δεκέμβριο ο κ. Παπανδρέου προτίθεται «να δώσει μια νέα ισχυρή ώθηση στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, σε εφαρμογή της πολιτικής που εξήγγειλε στην Κύπρο»…

Η στρατηγική του νέου «οδικού χάρτη» στηρίζεται σε βάσεις ήδη πιστοποιημένης σαθρότητας. Θέλει να αγνοεί τη σωρευμένη υπερδεκαετή αρνητική εμπειρία εφαρμογής της, να υπερτιμά την ελλαδική εμβέλεια στην ευρωπαϊκή σκηνή και να τυφλώττει στις ολέθριες συνέπειες απευκταίας τουρκικής εισχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Κύπριοι πάντως την υποδέχθηκαν με άκραν επιφύλαξη, φοβούμενοι ότι υποκρύπτει τη σύσταση υποχωρητικότητας κατά την ευρωπαϊκή αξιολόγηση της Τουρκίας τον Δεκέμβριο και τη μη επιδίωξη κυρώσεων για την άρνησή της να συμμορφωθεί στο πρωτόκολλο που έχει υπογράψει για την τελωνειακή ένωση. Ο κ. Παπανδρέου υπήρξε ασαφής στις καθησυχαστικές εξηγήσεις του και απέφυγε να τοποθετηθεί στο θέμα του πρωτοκόλλου.

Βέβαιο είναι ότι η γνωστοποιούμενη στη «Χουριέτ» πρόθεση του κ. Παπανδρέου να δώσει στην κρίσιμη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής «μια νέα ισχυρή ενταξιακή ώθηση» στην Τουρκία τον φέρνει σε αντίθεση με την πρόσφατη εντολή του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου στον Πρόεδρο Χριστόφια να διεκδικήσει κυρώσεις κατά την αξιολόγηση της Τουρκίας και να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα άρνησης στο άνοιγμα νέων κεφαλαίων της ενταξιακής διαδικασίας.

Επιπλέον, τυχόν εμμονή του πρωθυπουργού στην πρόθεση που του αποδίδει ο μη κατονομαζόμενος από την «Χουριέτ» «αξιωματούχος» του υπουργού Εξωτερικών θα τον έφερε σε σύγκρουση με τις θέσεις του γαλλογερμανικού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το κυρίαρχο αίσθημα στους ευρωπαϊκούς λαούς και την ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και με τις θέσεις της πλειονότητας των Τούρκων. (Κατά 70% δεν πιστεύουν ότι θα πραγματοποιηθεί η τουρκική ένταξη και μόνο το 30% δηλώνει ότι έχει κοινές αξίες με τους Ευρωπαίους: Μπουράκ Μπεγκντίλ, στη «Χουριέτ», 27/8/2009 και 17/9/2009.)

Θα ενεφάνιζε, αντίθετα, τον πρωθυπουργό της Ελλάδας να πλειοδοτεί στις προσπάθειες που καταβάλλουν αμερικανοβρετανικοί δορυφόροι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και μαριονέτες στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών προκειμένου να αποσοβήσουν την εκτροπή σε ειδική σχέση της ΕΕ με την Τουρκία και να επιτύχουν την πλήρη ένταξή της με κάθε θυσία – θυσία της Κύπρου, της Ελλάδας, των αρχών και θεσμίων της ΕΕ και προπάντων της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Μια τέτοια επιλογή συμπαράταξης με δυνάμεις που απεργάζονται τη ματαίωση της πολιτικής ενοποίησης και τον εκφυλισμό της ευρωπαϊκής ιδέας στο επίπεδο μιας τεράστιας «ελεύθερης» αγοράς προϊόντων, καταναλωτών και φθηνής εργασίας θα αποτελούσε, υπό οποιονδήποτε νέο τίτλο της, την απλή συνέχεια της πολιτικής την οποία εφάρμοσε ευπειθέστατα η κ. Μπακογιάννη. Μιας πολιτικής «μικρού για τα θελήματα» κατά τις υποδείξεις τής (κατά Πάγκαλον) «μεγάλης νοικοκυράς, Αμερικής» και «τσιμπούκ ογλάν» του Ταγίπ εφέντη. Πολιτικής η οποία, αντί εξευμενισμού, ενεθάρρυνε την κλιμάκωση των τουρκικών αξιώσεων, προκλήσεων και εκβιασμών και επέφερε τον εκπεσμό της χώρας μας σε ιστορικό ρεκόρ ανυποληψίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και στον βαλκανικό περίγυρο.

Αν δεν υποκρύπτει τον κυνικό υπολογισμό ότι με την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και το άνοιγμα των συνόρων σε πλημμυρίδα τούρκων μεταναστών λύνονται αυτομάτως και ειρηνικά… οι διαφορές (με εκτουρκισμό της Κύπρου, της Κρήτης, του Αιγαίου, της Θράκης και της Μακεδονίας, μέχρι Στρυμόνα, κατά τον χάρτη που διανεμήθηκε σε τουρκικά σχολεία, όπως αποκάλυψε με πρωτοσέλιδο η «Μιλιέτ» στις 30 Σεπτεμβρίου), η θεωρητική σύλληψη του νέου «οδικού χάρτη» αποκαλύπτει τραγική αδυναμία άντλησης διδαγμάτων από τη διαθέσιμη οδυνηρή εμπειρία και ανεπάρκεια εκτίμησης των προεκτάσεων και των απολήξεων ορισμένων τροχιοδρομικών κινήσεων στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής.

Αποκαλυπτικά, σχετικά με το τελευταίο, είναι τα δύο σχέδια αποφάσεων που ετοίμασε η επιτροπή του Επιτρόπου για τη Διεύρυνση κ. Όλι Ρεν, σχετικά με την ένταξη των Σκοπίων και της Τουρκίας. Αιχμή του δόρατος της συστηματικής ατλαντικής επιχείρησης για τη ματαίωση της πολιτικής ενοποίησης, ο σκανδιναβός διάδοχος του Φερχόιγκεν όχι μόνο δεν εισηγείται κυρώσεις κατά της Τουρκίας με την εκπνοή της τριετούς προθεσμίας που της είχε δοθεί για την εξομάλυνση των σχέσεών της με όλα τα μέλη της ΕΕ (την Κύπρο) και για την αθέτηση της δέσμευσής της –με πρωτόκολλο– να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της, αλλά επιπλέον προκαλεί την Ελλάδα με θετική έκθεση για την ένταξη των Σκοπίων και προπάντων επιχειρεί να εισαγάγει την αρχή ότι «διμερείς διαφορές δεν μπορούν να παρεμποδίζουν την ενταξιακή διαδικασία».

Υιοθέτηση και παγίωση αυτής της αρχής θα εσήμαινε κατάλυση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, θα σημείωνε ποιοτικό άλμα στη μετάλλαξη της υφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα κατέφερε καίριο πλήγμα κατά της πολιτικής ενοποίησης και θα αναιρούσε τον κυρίαρχο λόγο της ελληνικής ένταξης σʼ αυτό που εξελίσσεται σε λεόντειο συνεταιρισμό. Ουσιαστικά, ο νέος κανόνας του Όλι Ρεν ανοίγει τον δρόμο εισδοχής της Τουρκίας με τις εδαφικές αξιώσεις της, τις πειρατικές επιχειρήσεις της, το «casus belli» της, τις πιθανές αυριανές επιδρομές της και τις κυπριακές κατακτήσεις της. Προς αυτήν την κατεύθυνση ωθούν το ευρωπαϊκό μέλλον οι ατλαντικοί προαγωγοί της διεύρυνσης με την Τουρκία, αλλά και ο «οδικός χάρτης» της νέας κυβέρνησης όσο και η «εθνική στρατηγική» της κ. Μπακογιάννη.

Το εθνικό συμφέρον αυτού του λαού υποδεικνύει την επιλογή ενός «οδικού χάρτη» σύγκλισης προς τις δυνάμεις που αργά ή γρήγορα θα συσπειρωθούν σʼ έναν σκληρό πυρήνα πολιτικής, αμυντικής και οικονομικής ενοποίησης για να χειραφετηθούν από χρεοκοπημένες δουλείες του παρελθόντος και να διαδραματίσουν τον διεθνή ρόλο που δικαιούνται. Τη θέση του στο πλευρό τους πρέπει να επιζητήσει και να κατοχυρώσει με αμοιβαίες δεσμεύσεις ο Ελληνισμός, εάν πρόκειται να αποφύγει τον κίνδυνο να περάσει στην Ευρώπη της περιφέρειας, σε κατάσταση κρατιδίου δευτέρας διαλογής, ΝΑΤΟϊκού πεδίου ασκήσεων και τουρκικού προτεκτοράτου.

*****

ΥΓ.: Η εκπομπή του Χαρδαβέλλα την Τετάρτη για τα Ύμια ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτη για δύο συγκλονιστικές μαρτυρίες. Η πρώτη, του ναυάρχου Λυμπέρη, με το απόσταγμα της μακράς εμπειρίας του από συσκέψεις, διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις στο ΝΑΤΟ. Είπε (σε κατά προσέγγιση απόδοση από μνήμης): Όποτε σηκωνόμουν από τέτοιες συσκέψεις με Αμερικανούς είχα τη δυσάρεστη αίσθηση ότι δεν είχα να κάνω με συμμάχους, συντρόφους και φίλους. Και από τον εμπειρότατο και διακεκριμένο διπλωμάτη κ. Ζαχαράκη, πρώην πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον και στον ΟΗΕ, η εκτίμηση –που επιβεβαιώνει τη διάγνωση της στήλης– ότι πέραν του Αιγαίου βαίνουμε προς την απώλεια και της Θράκης.


Σχολιάστε εδώ