Αρχηγοί «μειωμένων προσδοκιών»

Η στοιχειώδης ανάλυση των όσων συμβαίνουν στη Νέα Δημοκρατία για τη διαδοχή μπορεί εύκολα να αποκαλύψει τα αίτια όχι μόνο της συντριπτικής ήττας της στις εκλογές, αλλά και της μακροχρόνιας κρίσης που βιώνει η παράταξη αυτή.

Γιατί στην πραγματικότητα η απουσία πολιτικοϊδεολογικού πλαισίου και ανταλλαγής επιχειρημάτων μεταξύ των υποψηφίων αρχηγών δεν οφείλεται τόσο στην αδυναμία και στην πολιτική μετριότητα των διεκδικητών όσο στο γενικότερο πλαίσιο κρίσης που διέρχεται εδώ και πολλά χρόνια η φιλελεύθερη-συντηρητική παράταξη. «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»…

Ασφαλώς αυτή η κρίση διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα, με συνέπεια η άσκηση της πολιτικής, σε γενικότερο πλαίσιο, να έχει μεταπέσει σʼ ένα επίπεδο αποϊδεολογικοποιημένης διαχείρισης. Την είσοδο σʼ αυτήν τη νέα εποχή σηματοδότησε ο χειραγωγούμενος από παντοία συμφέροντα «εκσυγχρονισμός» του Κ. Σημίτη, ο οποίος κήρυξε στην πράξη το «τέλος των ιδεολογιών» και τη μετάβαση στην εποχή της ορθολογικής διαχείρισης. Η μετάβαση αυτή συντελέσθηκε μέσα από πρακτικές της φιλελεύθερης και της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και απευθύνθηκε στα μεσαία στρώματα και στις εκδοχές της Κεντροδεξιάς, αναζητώντας «σύγχρονα» κοινωνικά πεδία νομιμοποίησης. Το εγχείρημα όμως αυτό απεδείχθη ψευδεπίγραφο και ακυρώθηκε, τόσο στη λειτουργική / ορθολογική του πλευρά όσο και στην ιδεολογική / συμβολική του. Ο εκσυγχρονισμός αποτελεί σήμερα ιδεολογικοπολιτικό ανάθεμα, το οποίο ουδείς πολιτικός τολμά να χρησιμοποιήσει…

Ο Κ. Καραμανλής άλλαξε τους συμβολισμούς μετερχόμενος τους όρους των «μεταρρυθμίσεων» και του «αγώνα κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς», ακολούθησε όμως στην πράξη το πρότυπο της άμορφης διαχείρισης χωρίς να καθορίσει οικονομικούς στόχους και χωρίς να επιδιώξει συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά ερείσματα. Η διακυβέρνηση στην περίοδο της ΝΔ παρέμεινε μετέωρη, γιʼ αυτό και η κατάρρευση της παράταξης αυτής συντελέσθηκε με παταγώδη τρόπο…

Το σημερινό κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να αποκλίνει από τη συνταγή αυτή. Κινείται στο επίπεδο της φαινομενολογίας της πολιτικής χρησιμοποιώντας στο έπακρο τη στρατηγική της επικοινωνίας και ως πολιτικοϊδεολογικά συμβολικά προτάγματα τον υστεροκεϊνσιανισμό και την κεντροαριστερή πολιτικοκοινωνική αναφορά.

Στην πράξη όμως το ψευδοκεϊνσιανό πρότυπο εξαντλείται σε μια σειρά επισφαλών και προσωρινών παροχών, τις οποίες η κυβέρνηση θεωρεί αναγκαίες για την αναθέρμανση της οικονομίας, όμως στην πραγματικότητα αποβλέπουν στη διασφάλιση ενός περιορισμένου, εκ των πραγμάτων, διαστήματος συναίνεσης και ανοχής της νέας κυβέρνησης. Τα βασικά προβλήματα της ύφεσης και της διόγκωσης του εθνικού χρέους θεωρούνται δευτερεύοντα και καλύπτονται κάτω από τον μανδύα της «πράσινης ανάπτυξης», οι όποιες ψευδαισθήσεις όμως σύντομα θα τελειώσουν.

Εάν όμως γενικότερα το ΠΑΣΟΚ πληρώνει την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας που αυτοακυρώνεται επιχειρώντας να διαχειρισθεί το νεοφιλελεύθερο πρότυπο, το παράδοξο για τη Νέα Δημοκρατία είναι ότι δεν μπόρεσε ούτε να αξιοποιήσει ούτε να οικειοποιηθεί τις πολιτικοϊδεολογικές εκδοχές του μοντέλου που υπηρετεί, σε αντίθεση με άλλα συντηρητικά-φιλελεύθερα κόμματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεν μπόρεσε να θεμελιώσει μια στρατηγική για τη σχέση κράτους-οικονομίας, ιδιωτικού και δημοσίου, ούτε βεβαίως μπόρεσε να απευθυνθεί –έστω και κάτω από τον συντηρητικό μανδύα– σε λαϊκά στρώματα. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να διεκδικήσει ούτε την ταυτότητα της σύγχρονης φιλελεύθερης παράταξης ούτε της λαϊκής Δεξιάς. Είναι «λίγο απʼ όλα» και τίποτα συνολικά. Αποτελεί ένα πολιτικό συμπίλημα χωρίς στρατηγική και χωρίς συγκεκριμένο κέντρο βάρους.

Γιʼ αυτό και ανασύρονται σήμερα από τους υποψηφίους αρχηγούς ξεχασμένες και ακυρωμένες, μέσα από την ιστορική διαδρομή της παράταξης αυτής, έννοιες και συμβολικές αναφορές όπως «κεντροδεξιά παράταξη», «κοινωνικός φιλελευθερισμός», «μεσαίος χώρος»… Τα «κομμάτια και θρύψαλα» δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν υλικό ανοικοδόμησης.

Η πολιτικοϊδεολογική αμορφία και η συγκεχυμένη κοινωνική αναφορά των κομμάτων της διακυβέρνησης τα έχει μεταβάλει σταδιακά σε συγκοινωνούντα δοχεία, ώστε η κρίση και η απόρριψη του ενός να αποτελεί τη βασική αιτία ανόδου και κυριαρχίας (;) του άλλου. Η συντελούμενη, μέσα σʼ αυτό το πεδίο κρίσης των πολιτικών κομμάτων, επιχείρηση αποπολιτικοποίησης και αποϊδεολογικοποίησης της κοινωνίας προσφέρει το κατάλληλο κοινωνικοεκλογικό υλικό για τις κυβερνητικές αλλαγές.

Σε παλαιότερες περιόδους η κομματική μετατόπιση εξελισσόταν σε μια μακρά πολιτική διαδικασία ωρίμανσης που περνούσε από την εντύπωση στη γνώμη, στην πίστη και τελικά στη βεβαιότητα ότι το συγκεκριμένο κόμμα εκπροσωπούσε πράγματι κάποια ιδεώδη και αναφερόταν σε κοινωνικά συμφέροντα.

Σήμερα το πέρασμα από τη ΝΔ προς το ΠΑΣΟΚ –και τανάπαλιν– συντελείται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο περιορισμένο επίπεδο της εντύπωσης και της γνώμης. Γιʼ αυτό και το μεγάλο ποσοστό της διαφοράς μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν μπορούσε να ανιχνευθεί από τις σφυγμομετρήσεις, αφού η μετατόπιση αποτέλεσε αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κρίσης της ΝΔ και του φόβου της ακυβερνησίας και όχι βεβαίως επακόλουθο πολιτικοϊδεολογικής ταύτισης και πίστης προς τον αντίπαλο πόλο…

Αυτό ακριβώς το πεδίο ρευστότητας και απροσδιοριστίας χαρακτηρίζει και το εσωτερικό της ΝΔ. Ο νέος αρχηγός στη ΝΔ θα εκλεγεί με κύριο, αν όχι απόλυτο, κριτήριο τη δυνατότητά του να ξαναφέρει την παράταξη στην κυβερνητική εξουσία. Δεν καλείται να εκφράσει τα ιδανικά της παράταξης ούτε να διαμορφώσει μια νέα πολιτικοϊδεολογική στρατηγική. Αποτελεί απλώς μια διαμεσολαβητική δομή προς την εξουσία και μʼ αυτήν του την «ικανότητα» θα κριθεί. Γιʼ αυτό και στην εποχή που επικρατεί ο πολιτικός κυνισμός δεν προκύπτει κάτι καλύτερο από την κ. Ντόρα Μπακογιάννη.


Σχολιάστε εδώ