ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ, ΤΙ ΜΕΘΟΔΕΥΕΙ Η ΝΤΟΡΑ

Το μόνο βέβαιο είναι ότι κανείς από τους διεκδικητές δεν θα συγκεντρώσει στον πρώτο γύρο την απαραίτητη πλειοψηφία (50% συν
ένα) και ότι η μάχη θα κριθεί στον δεύτερο γύρο, όπου όλα είναι ανοιχτά. Στο συμπέρασμα αυτό συγκλίνουν και τα αποτελέσματα των μέχρι τώρα δημοσκοπήσεων, αν και αυτές ενέχουν υψηλό ρίσκο, πρώτον διότι παραμένει άγνωστο το εκλογικό σώμα που θα κληθεί να εκλέξει τον αρχηγό και δεύτερον διότι, από τους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας, μόνο ένα 30% δηλώνει την επιθυμία του να πάρει μέρος στην ψηφοφορία.

Στο μεταξύ, ενώ αρχικά η Ντόρα Μπακογιάννη εμφανιζόταν να έχει σημαντικό προβάδισμα έναντι του κυριότερου αντιπάλου της, του Αντώνη Σαμαρά, λόγω και ορισμένων «αιφνιδιαστικών κινήσεων» που είχε κάνει, τις τελευταίες ημέρες η εικόνα δείχνει να αλλάζει σταδιακά. Η απήχησή της στη βάση της παράταξης περιορίζεται, ενώ αντίθετα ο κ. Σαμαράς βελτιώνει τη θέση του, κατά τέτοιον βαθμό ώστε να προκύπτει το συμπέρασμα ότι η μάχη θα κριθεί στον δεύτερο γύρο, μέσα από «σκληρή σύγκρουση».
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν και ορισμένες κινήσεις της κ. Μπακογιάννη, που σε μια «επίδειξη ισχύος» είχε σπεύσει να δώσει στη δημοσιότητα τα ονόματα 1.000 συνέδρων που στηρίζουν την υποψηφιότητά της. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη δυσφορία μεγάλης μερίδας στελεχών, ξυπνώντας τα «αντιμητσοτακικά» τους αισθήματα.
Η αλλαγή κλίματος προκαλεί ζωηρές ανησυχίες στο επιτελείο της κ. Μπακογιάννη, ορισμένες κινήσεις της οποίας προδίδουν έλλειψη ψυχραιμίας. Παράλληλα οι στενοί της συνεργάτες δεν κρύβουν τους φόβους τους ότι στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου μπορεί να βρεθούν στελέχη που πρόσκεινται σε άλλους υποψηφίους και τα οποία θα θελήσουν να ανακινήσουν υποθέσεις (όπως π.χ. το σκάνδαλο της Ζήμενς), προκειμένου να την πλήξουν προσωπικά.
Αυτοί ακριβώς οι φόβοι αντανακλούν στην επιστολή που απέστειλε στους άλλους τρεις διεκδικητές της αρχηγίας, με την οποία ζητά να επικρατήσει ένας κώδικας ηθικής και να αποφευχθούν ακρότητες. Απαντώντας, ο κ. Σαμαράς επισήμανε ότι «οι όποιες διαφοροποιήσεις δεν θα πρέπει να ευτελισθούν σε προσωπικές αντιπαραθέσεις, ούτε και θα πρέπει τα ΜΜΕ να γίνουν πεδίο μεταξύ μας προστριβών».
Άλλωστε το συγκεκριμένο σκάνδαλο αποτελεί «ανοιχτή πληγή» για την κ. Μπακογιάννη, μετά και την πρόσφατη δήλωση του Θόδωρου Πάγκαλου ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει στη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για να αποδώσει πολιτικές ευθύνες στους εμπλεκόμενους. Κομματικοί παράγοντες επισημαίνουν ότι, έτσι όπως διαμορφώνονται οι διαδικασίες, δεν ευνοούν σε καμιά περίπτωση την κ. Μπακογιάννη, αφού το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί είναι μεγάλο και το εκλογικό σώμα θα είναι σημαντικά διευρυμένο, άρα και λιγότερο επηρεαζόμενο από τους μηχανισμούς.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε η ίδια επεδίωξε να γίνει αρχικά η εκλογή με συνοπτικές διαδικασίες και από το Συνέδριο. Πληροφορίες πάντως αναφέρουν ότι, είτε στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής (31 Οκτωβρίου) είτε στο Συνέδριο (7 Νοεμβρίου), θα επιδιώξει να αλλάξει τις διαδικασίας ως προς το εκλεκτορικό σώμα. Πιο συγκεκριμένα, λέγεται ότι θα θέσει πρόταση η εκλογή να γίνει όχι από την ευρύτερη βάση της παράταξης, αλλά από τα οργανωμένα μέλη των Νομαρχιακών Συνελεύσεων της Νέας Δημοκρατίας, με το… αιτιολογικό ότι έτσι θα επισπευσθούν οι διαδικασίες. Πρόταση που δεν έχει καμία τύχη, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία ζητά επιτακτικά η εκλογή να γίνει από το σύνολο των ψηφοφόρων του κόμματος.
Την ίδια στιγμή ο Αντ. Σαμαράς κινείται σε δύο επίπεδα: Από τη μια ασκεί σε κάθε ευκαιρία σκληρή κριτική στις κυβερνητικές αποφάσεις (οικονομία, stage κ.ά.), θέλοντας να δείξει τον τόνο και την ένταση της αντιπολίτευσης που θα ασκήσει αν εκλεγεί αρχηγός, σε αντίθεση με την κ. Μπακογιάννη, που είπε ότι θα στηρίζει τις σωστές επιλογές της κυβέρνησης – δεν είναι λίγες εξάλλου οι φωνές στη ΝΔ που την κατηγορούν ότι έχει ταυτόσημες απόψεις με τον Γ. Παπανδρέου στα εθνικά θέματα. Από την άλλη, ο κ. Σαμαράς κινείται μεθοδικά, προσεγγίζοντας κομματικά στελέχη από την περιφέρεια, ενώ με το ίδιο σκεπτικό συγκρότησε τη λίστα με τους 50 υπογράφοντες την υποψηφιότητά του. Επέλεξε πρόσωπα από διαφορετικούς επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους, αλλά και από πολλές περιοχές της χώρας, σε μια προσπάθεια να δώσει την εικόνα ότι στηρίζεται από τους ανθρώπους της βάσης και δεν βασίζεται σε μηχανισμούς και σ’ έναν μικρό πυρήνα βουλευτών ή κομματικών παραγόντων. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό θα διαδραματίσει και το ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υποστηρίζεται από στελέχη του στενού πυρήνα των Καραμανλικών, ορισμένοι από τους οποίους είχαν διατελέσει συνεργάτες του τέως πρωθυπουργού.
Αν στο προσκήνιο η μάχη της διαδοχής εξελίσσεται σε ήπιους τόνους και σε πολιτισμένο κλίμα, στο παρασκήνιο τα πράγματα αγριεύουν μέρα με τη μέρα. Έτσι, κομματικά στελέχη έχουν αρχίσει να εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τις διαστάσεις που μπορεί να προσλάβει η κόντρα. Θεωρούν ότι το κλίμα θα πολωθεί μεταξύ πρώτου και δευτέρου γύρου, όταν τελικοί αντίπαλοι θα αναδειχθούν εκτός απροόπτου η Ντ. Μπακογιάννη και ο Αντ. Σαμαράς. «Τότε θα βγουν μαχαίρια και κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα», σημειώνουν και προσθέτουν ότι όποιος κι αν εκλεγεί αρχηγός, θα αμφισβητηθεί από την πρώτη κιόλας ημέρα. Οι πληγές που θα έχουν ανοίξει προεκλογικά θα αργήσουν πολύ να κλείσουν, ενώ στελέχη δεν αποκλείουν ακόμη και το ενδεχόμενο διάσπασης μέσα σ’ αυτό το κλίμα πόλωσης. Αλλά ακόμη κι αν υπάρξει διάσπαση, εκτιμούν ότι η κατάσταση θα σέρνεται και η εικόνα της Νέας Δημοκρατίας, αντί να βελτιώνεται, θα χειροτερεύει.
Κατά τα άλλα, στο εσωτερικό του κόμματος επικρατεί κλίμα έντονης δυσφορίας για τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, λόγω της τακτικής που ακολουθεί, με αλλεπάλληλες δηλώσεις και «εκρήξεις» που ενέτειναν τη σύγχυση. Τον κατηγορούν ευθέως ότι επιχείρησε να διαδραματίσει ρόλο «γκουρού» της παράταξης και ενδεχομένως ρυθμιστή των εξελίξεων και, όταν απέτυχε, αποδείχθηκε ότι… παίζει το «παιχνίδι» της Ντ. Μπακογιάννη.
Όσον αφορά, τέλος, την περιορισμένη αντιπολιτευτική «δράση» της ΝΔ, λόγω του ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία εκλογής του νέου αρχηγού της, τις τελευταίες ημέρες επιστρατεύθηκε εκ νέου ο Γ. Κουμουτσάκος, αλλά προφανώς δεν μπορεί να καλύψει το έλλειμμα αντιπολιτευτικού λόγου.


Σχολιάστε εδώ