Μια φορά και έναν καιρό

Η Αγγέλα έφερε τα μαντάτα με το γνωστό απαξιωτικό της ύφος:

– Ήρθανε οι αραπάδες και θα σας κουβαληθούνε βίζιτα την Πέμπτη… «Αραπάδες» αποκαλούσε κάποιους μακρινούς συγγενείς τους εγκατεστημένους στην Αίγυπτο που έρχονταν στην Αθήνα τα καλοκαίρια για παραθερισμό και για να μην τους φάει η μοναξιά φέρνανε γύρα τους γνωστούς τους με επισκέψεις. Η Αγγέλα, καμαριέρα εν τιμητική αποστρατεία, διαφυγούσα εκ του… συνωστισμού της Σμύρνης χάρις στον αλτρουισμό φραντσέζου λοστρόμου που της προσέφερε άσυλο στο αμπάρι του φορτηγού, όπου και θα παρέμενε μέχρι βαθύτατου γήρατος, διότι ο σωτήρας της ήταν ολίγον ξεχασιάρης και ξέχναγε να την ενημερώσει όταν πιάνανε λιμάνι.

Αλλά ανακαλύφθηκε υπό ναύτου αμφιβόλου ανδρισμού, που ξεσήκωσε το καράβι ξεφωνίζοντας: «Γυναίκα στο παπόρι… Τι δουλειά έχει μια γυναίκα στο παπόρι;». Ξεμπαρκάρισε υπό τας αράς του πληρώματος κατά του μαρτυριάρη και εγκαταστάθηκε στον συνοικισμό Πολυγώνου των Αθηνών, εκτελούσα χρέη διαγγελέως ανάμεσα στις οικογένειες των τέως αφεντικών της, μεταφέρουσα από οικίας εις οικίαν κουβέντες και πληροφορίες που αλίευσε, διανθισμένες με τις προσωπικές της κρίσεις περί της αληθινής έννοιας των λεχθέντων, με συνέπεια όλο το συγγενολόι να βρίσκεται μονίμως στα μαχαίρια. Αφού περιδρόμιασε τον αγλέορα και ενεθυλάκωσε το καθιερωμένο χαρτζιλίκι, η Αγγέλα απεχώρησε για να ενσπείρει περαιτέρω ζιζάνια, στο δε σπίτι βάρεσε συναγερμός εν όψει της απειλούμενης επισκέψεως των… αραπάδων. Πρώτος εξανέστη αγρίως ο Ευριπίδης, ο αρχηγός της οικογενείας που τον ενοχλούσαν καλοκαιριάτικα αυτές οι κοσμικότητες. Ήθελε την ησυχία του. Να ρίξει μετά το φαγητό τους μεσημεριάτικούς του ύπνους κι ύστερα με το σώβρακο, που λέει ο λόγος, να κάτσει στην αυλή, που θα ‘χουνε εν τω μεταξύ καταβρέξει για δροσιά, να ρουφήξει θορυβωδώς το καφεδάκι του και το βράδυ να πάει ν’ ανταμώσει την παρέα στην πλατεία, να παίξουνε τις μπίρες στην κολτσίνα. Η πεθερά του προσπάθησε να τον καλμάρει, αλλά τον εξαγρίωσε περισσότερο με την επιμονή της να λέει πως «πρέπει να τους περιποιηθούμε επειδή είναι ξενιτεμένοι συγγενείς μας…». «Της γούνας μας μανίκια είναι», αποκρίθηκε πεισματωμένος και δίνοντας τόπο στην οργή αποχώρησε για τη σιέστα του «βέβαιος πως στο τέλος οι αραπάδες θα διαβούνε», παραφράζοντας ανευλαβώς τις καβαφικές «Θερμοπύλες». Με την προαγγελία της προσεχούς επισκέψεως ανέκυψε το «δήλιον πρόβλημα» που ανέκοψε τη θερινή ραστώνη. Αν θα τους δεξιωνόταν στο σαλόνι, όπως ορίζουν οι τύποι, ή στα πρόχειρα στον κήπο. Η επιλογή δεν ήταν εύκολη επειδή το καλοκαίρι απομονώνανε το σαλόνι, τύλιγαν και βάζανε στην άκρη τα χαλιά παστωμένα στη ναφθαλίνη, σκέπαζαν τα έπιπλα με σεντόνια, φρακάριζαν τα παράθυρα για να μην μπαίνει σκόνη απ’ τον χωματόδρομο και πασπαλίζει τα πάντα, χώρια που με τη ζέστη μέσα όλα βράζουνε. Όσο κι αν είναι συνηθισμένοι στην αραπιά, εδώ θα βγάλουν την μπέμπελη. Αλλά αν κάτσουν πάλι στην αυλή ίσως νομίσουνε πως δεν τους υπολογίζουν, πως τους υποτιμούν, και μπορεί να προσβληθούνε. Είναι και ο βόθρος, που άμα φυσήξει νοτιάς αμολάει αναθυμιάσεις που σου φέρνουν αναγούλα. Το ρισκάρεις; Τελικά βρέθηκε η σολομώντειος λύσις. Θα συμμαζέψουνε εν τάχει το σαλόνι να το δούνε ανοιχτό με τα ασημικά στη θέση τους, αλλά να προτείνει η γιαγιά να καθίσουνε στον κήπο που έχει δροσιά. Αν εκείνοι προτιμήσουν το σαλόνι, κακό του κεφαλιού τους που θα σκάσουν. Το δεύτερο εξίσου σοβαρό πρόβλημα ήταν πώς θα κουλαντρίσουν την υπηρέτριά τους, τη Σαπφώ, που όλο βγάζει τα παπούτσια της και περπατά ξυπόλυτη με μαύρα τα ποδάρια της από τη βρώμα και τι θα λένε ξένοι άνθρωποι. Προσπαθούν να τη συνετίσουν: «Γιατί, μωρή, έβγαλες πάλιν τα παπούτσια σου;» «Μιστνέβαν…»

«Μπορεί να σε στενέβαν», της εξηγούσαν, «μα όπως όλοι φοράμε παπούτσια θα τα βάλεις κι εσύ». «Πναν τα π’δάργιαμ», αντέτεινε θρασύτατα. Η οικογένεια όμως αξίωσε τελεσιγραφικά να παπουτσωθεί, όσο κι αν πονάνε τα ποδάρια της. Αλλιώς θα τη στείλουν πακέτο στη μάνα της να μαζεύει ελιές… Η μικρή Σαπφώ, εκ Μεσότοπου Λέσβου ορμώμενη, ήταν το δεύτερο στη σειρά θυγάτριο του ευπατρίδη κυρίου Γαβρίλου, που ύστερα από εργώδεις προσπάθειες απεκόμισε συγκομιδή εκ πέντε κορασίων, τα οποία τοποθέτησε σε ισάριθμες ευκατάστατες οικίες των Αθηνών σαν δουλικά, εισπράττων κάθε μήνα με ταχυδρομική επιταγή τα συμπεφωνημένα. Έκτοτε απερίσπαστος ανέπτυσσε τις περισπούδαστες πολιτικές του αναλύσεις στο καφενείο, όπου έχαιρεν απεριόριστης εκτίμησης η βαρύτητα της γνώμης του. Και έφτασε το απόγευμα της αποφράδος Πέμπτης. Η πεθερά είχε το γενικό πρόσταγμα στην προετοιμασία της υποδοχής. Κατ’ αρχάς απέτρεψε τον γαμπρό της να πάρει τον μεσημεριανό του υπνάκο, μην έρθουν ξαφνικά κι εκείνος ροχαλίζει. Του υπέδειξε κατόπιν πως δεν χασμουριούνται μπροστά στους μουσαφιραίους, ύστερα εξέφρασε μερικές επιφυλάξεις για το φόρεμα της κόρης της που ήταν γούστο του Ευριπίδη και τέλος ασχολήθηκε με τη Σαπφώ που την έβαλε να λουστεί με το ζόρι. Τρέξανε σαπούνια στα ματάκια της κι οι γοερές κραυγές της βγάλαν τις γειτόνισσες στα παράθυρα, γιατί νόμισαν ότι τη σφάζουν. Στέγνωσαν κατόπιν τα μαλλιά της στον ήλιο και της στερέωσαν το «μπονέ» στο κεφάλι που ήταν ασορτί με την άσπρη κολλαριστή ποδιά με τις δαντέλες, κι όλα ήταν έτοιμα όταν χτύπησε γύρω στις πέντε το κουδούνι, με τον Ευριπίδη όλο νεύρα να μουρμουράει: «Τι διάολο, μεσημεριάτικα πλάκωσαν;».

Τους υποδέχτηκαν με μεγάλες και ανυπόκριτες χαρές. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν σταυρωτά και τους οδήγησαν στην αυλή, όπου έστησαν τις πάνινες πολυθρόνες και το τραπεζάκι το «μπαμπού», ενώ ο εξάδελφος ο Άλεκ περιχαρής προσέφερε στον Ευριπίδη μια μετρίου μεγέθους χάρτινη σακούλα δεμένη πρόχειρα με κορδέλα που κατέληγε σε φιόγκο, λέγοντας: «Σας φέραμε λίγα “φούλια” από την Αίγυπτο γιατί σίγουρα δεν βρίσκετε εδώ…». Επί μήνες σχολίαζε το πεσκέσι γεμάτος χολή ο Ευριπίδης: «Άκου φούλια!

Για φελάχους μάς πέρασε ο γάιδαρος;».

Στη συνέχεια ακολούθησαν τα τραταρίσματα. Πρώτα φέραν τη βυσσινάδα και αφού έκαναν ευγένειες «μα δεν ήταν ανάγκη» κι άλλες παρόμοιες κόνξες, τις ήπιανε μονορούφι ανταποδίνοντας μ’ ένα «τη δροσιά τους να ‘χετε». Ύστερα ήρθε η πάστα φλώρα με τον ασημένιο δίσκο. Πρότεινε η Σαπφώ στο ζευγάρι το κρυστάλλινο πιατάκι με το δαντελένιο πετσετάκι από κάτω, συνοδεύοντάς το μ’ ένα μονολεκτικό: «Φα…». Γέλασαν οι επισκέπτες με τον πρωτογονισμό της μικρής, ενώ της έκανε η πεθερά αδιαόρατα απειλητικά σινιάλα με το κεφάλι, καθώς κρύος ιδρώτας τούς περιέλουσε με το αγενέστατο «φάε» που ξεστόμισε. Κατόπιν ο Άλεκ άρχισε να διηγείται ένα σωρό ενδιαφέροντα πράματα για τη ζωή εκεί κάτω, που τα παρακολουθούσαν με αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Τους μίλησε για τα μπαμπάκια που φέτος δεν πιάσαν τιμή, αναφέρθηκε στους αράπηδες που σήκωσαν κεφάλι και φέρονται με εχθρότητα στους ξένους και, το χειρότερο, ζητάν συνέχεια παραπανίσιους παράδες λες και τους τα χρωστάμε… Και συμπλήρωσε: «Για να καταλάβετε τι φίδια τρέφομε στον κόρφο μας, προ καιρού θα πήγαινα εκτάκτως από την Μπένχα στην Αλεξάνδρεια για δουλειές. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία ο επιστάτης μου, ένας μαύρος πέντε μέτρα μπόι, και πήγε σπίτι, τάχατες τον έστειλα εγώ, κι επιτέθηκε μ’ ανήθικους σκοπούς στη Ζωίτσα. Ευτυχώς όμως το ταξίδι μου αναβλήθηκε, γύρισα ξαφνικά σπίτι, και τη γλίτωσα ακριβώς στο παρά πέντε. Φώναξα την αστυνομία, ήρθανε οι ζαπτιέδες, τον αρχίσανε στις βουρδουλιές και τον πήγανε στο καρακόλι…».

«Άτυχη Ζωίτσα», ψιθύρισε ο Ευριπίδης. Έλαμψαν τα μάτια του παρ’ ολίγον θύματος και του ‘ριξε ένα φευγαλέο βλέμμα συμπάθειας, που κατανόησε την ατυχία της…


Σχολιάστε εδώ