Μια φορά και έναν καιρό
Από τα μέσα του Σεπτέμβρη όλα έδειχναν πως άρχισαν να τα μαζεύουν. Φύτεψαν στην άσφαλτο της Λεωφόρου Συγγρού κοντά στον ιππόδρομο σιδερένιους πασσάλους για οδοφράγματα φοβούμενοι απόβαση, και άρχισαν να καίνε στον παρακείμενο αερολιμένα με τα υδροπλάνα ό,τι ήταν αδύνατον να μεταφερθεί, επιφέροντας ταυτόχρονα όποιες καταστροφές μπορούσαν. Όσο οι μέρες περνούσαν άρχισαν τα πράματα να ζορίζουν για τους κατακτητές και κάτω από τη μύτη τους οι αντιστασιακοί όλο και πιο πολύ ξεθάρρευαν και έγραφαν τις νύχτες στους τοίχους συνθήματα, ενώ το «χωνί», σε απόσταση αναπνοής από δαύτους, εκφωνούσε λόγια ελπίδας και θριάμβου μέσα στη σιγαλιά. Αντιδρώντας οι Γρεμανοί βγάλαν στην κυκλοφορία πουλμανάκια κάμπριο με καμιά δεκαπενταριά βλοσυρούς στρατιώτες των SS με το σχετικό πολυβόλο και πινακίδες που έγραφαν «POL», σύντμηση του Polizei. Οι περιπολίες αυτές περιορίζονταν στις κεντρικές αρτηρίες, γιατί πιο μέσα «μύριζε μπαρούτι». Ήταν απρόσιτα τα στενά των προσφυγικών συνοικισμών που πολλοί αποκαλούσανε «Κάσμπα», παντού αλλού όμως παρέμεναν επικίνδυνοι, διότι άνετα θα σε κλάδευαν και χωρίς λόγο. Έτσι φάγανε τη φαληριωτοπούλα, την Ήβη Αθανασιάδου, που πυροβόλησαν και σκότωσαν ακριβώς τη μέρα που έφευγαν. Αλλά και λίγες ημέρες πρωτύτερα δυό πιτσιρικάδες, που παίζανε μπάλα σε μιαν αλάνα, δέχτηκαν μια ριπή πάνω από τα κεφάλια τους από το περιπολικό που έτυχε να περνάει. Ευτυχώς εκείνοι γλίτωσαν.
Και φτάσαμε επιτέλους στην πολυπόθητη μέρα. Αν και δεν υπήρχε καμιά επίσημη πληροφόρηση, και πώς να υπάρξει άλλωστε, μαθεύτηκε αμέσως πως η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση διόρισε τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο στρατιωτικό διοικητή Αθηνών, κι αργότερα πως κατέβηκε η σημαία με τη σβάστικα από την Ακρόπολη, και απαθανατίστηκε φωτογραφικά η σκηνή με τον γερμανό υπαξιωματικό που την υπέστειλε και αποχωρούσε κατεβαίνοντας δρομαίως τα σκαλοπάτια των Προπυλαίων. Λέχθηκε επίσης ότι ο κατοχικός πρωθυπουργός Ι. Ράλλης υπέβαλε παραίτηση στον… εαυτό του, που έγινε αμέσως αποδεκτή, ενώ από το προηγούμενο απόγευμα στους γύρω συνοικισμούς κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ με περίπολα και σκοπιές σε σταυροδρόμια και στο αμαξοστάσιο των τραμ. Φυσικά οι Γερμανοί, εμφορούμενοι από… ιπποτισμό, δεν τους πήγαινε να φύγουνε σαν τους κλέφτες, αλλά έπρεπε να εγκαταλείψουν την Αθήνα «δόξη και τιμή». Έτσι, όπως λέγεται, ο στρατηγός Φέλμυ επισκέφθηκε και αποχαιρέτησε τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, χωρίς να είναι επιβεβαιωμένο και πως «ησπάσθη την δεξιάν του»… Πάντως, κατέθεσε στέφανο στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, ενέργεια που θεωρήθηκε σαρκασμός και προσβολή στη μνήμη εκείνων που εκτέλεσαν.
Σαν από σύνθημα, μόλις μαθεύτηκε η είδηση από στόμα σε στόμα πως φεύγουν, πως φύγαν, πως δεν είναι πια εδώ, αν και πολλά καταλύματά τους τα εγκατέλειψαν πριν ξημερώσει, ένα τεράστιο πλήθος ξεχύθηκε από κάθε γωνιά της πόλεως, και με τα πόδια ή με κάθε πρόχειρο μεταφορικό μέσον, συνέρρεε προς το κέντρο, σχηματίζοντας αυθόρμητες διαδηλώσεις, που όλο μεγάλωναν σε έκταση και όγκο, παίρνοντας τη μορφή χείμαρρου ορμητικού. Μαζεύονταν στην Ομόνοια, στην Πατησίων, στα Εξάρχεια, στο Κολωνάκι. Κράταγαν σημαίες ελληνικές, αγγλικές, αμερικάνικες, και ρωσικές, μαζί με πλακάτ με ποικίλα πολιτικά συνθήματα, και η ανθρώπινη μάζα, φτάνοντας στο Σύνταγμα, κατευθύνθηκε αυθόρμητα στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, όπου γονάτισε κι έψαλε τον Εθνικό Ύμνο, κάνοντας ένα άτυπο τρισάγιο σ’ εκείνους που έπεσαν, αφού προηγουμένως διέλυσαν με οργή το βλάσφημο στεφάνι του Γερμανού. Από κοντά και τα πιτσιρίκια κουρεμένα γουλί ή φορώντας δίκωχα και ιταλικά κράνη, οπλισμένα με αυτοσχέδια ξύλινα ντουφέκια, χωρίς να λείπουν και τα… αληθινά, πρωτοστατούσαν στο ξέφρενο πανηγύρι που απλώθηκε στην Αθήνα απ’ άκρου εις άκρον. Ξαφνικά, μέσα στους πανηγυρισμούς εμφανίστηκε στην οδό Πανεπιστημίου μια πομπή από καμουφλαρισμένα καμιόνια συνοδευόμενα από πάνοπλους μοτοσυκλετιστές οδεύοντας προς την Ομόνοια και «έκοψε τα ήπατα» όσων βρέθηκαν πλησίον που σπεύδανε να καλυφθούν. Ήταν προφανώς τα απομεινάρια οπισθοφυλακής κι ένας Θεός ξέρει ποια τρεμούλα θα ένιωθαν στο φευγιό τους μέσα στην ανθρωποθάλασσα που παραληρούσε… Το ίδιο βράδυ, εντελώς αυθαίρετα οι Αθηναίοι καταργήσανε τη συσκότιση και έλαμψε ολόκληρη η πόλις. Βγαίνανε οι άνθρωποι στα παράθυρα, στους δρόμους, στα μπαλκόνια και απολάμβαναν τη φωτοχυσία που επί τέσσερα χρόνια στερήθηκαν, και δεν πίστευαν στα μάτια τους πως η ζωή ξανάρχιζε πάλι. Όμως η χαρά τους κράτησε λίγο γιατί τους υπενθύμιζαν με φωνές πως ο πόλεμος συνεχιζόταν, πως οι Γερμανοί ήσαν ακόμα κοντά και μπορεί να εκδήλωναν την εκδικητικότητά τους. Τα θέατρα έδωσαν αμέσως το δικό τους παρών, με πρώτο το θέατρο Απόλλων στην οδό Σταδίου, απέναντι από το Αττικόν, ανεβάζοντας αυθημερόν την επιθεώρηση «Χριστός Ανέστη», που ασφαλώς ο θίασός του προετοίμαζε από καιρό. Η «Κομαντατούρα», στο επιτεταγμένο μέγαρο της «Εθνικής», στην τότε οδό Κοραή, όπου πολλοί βασανίστηκαν και απ’ όπου άλλοι έλαβαν την άγουσα προς τα θυμαράκια, όλο γκρεμίσματα, λεηλασίες και κάθε μορφής καταστροφή, πέρασε σαν… «λεία πολέμου» στα χέρια του ΕΛΑΣ, όπου εγκατέστησε το στρατηγείο του. Στο υπόγειο του κτιρίου, που κατασκευάστηκε για να χρησιμοποιηθεί σαν αντιαεροπορικό καταφύγιο, η Γκεστάπο εγκατέστησε πρόχειρη φυλακή, και οι κρατούμενοι άφηναν μηνύματα σκαλισμένα στους τοίχους για τους δικούς τους. Παρένθεσις: Το δεσμωτήριο έχει διατηρηθεί σαν «Μουσείο μνήμης» και πρέπει να το επισκεφθούν όλοι, κι ίσως αντικρύσουν το όνομα κάποιου γονιού τους. Βρίσκεται στην αριστερή γωνία του κτιρίου, αντίστοιχα με το σινεμά Άστυ επί της Κοραή, «καμουφλαρισμένο» από τα γύρω καφέ… Κλείνει η παρένθεσις. Επιστρέφοντας στο κλίμα της Απελευθέρωσης, σε πολλά κτίρια, που πέρασαν στα χέρια των δυνάμεων της Αντίστασης, στήθηκαν μόλις βράδιασε τρελά γλέντια, με φωνές, τραγούδια, καβγάδες και σπασίματα. Ήταν το ξέσπασμα αγωνιστών, που επί χρόνια παίζοντας τη ζωή τους κορώνα-γράμματα τα έδωσαν όλα.
Το ξεφάντωμα και τα συλλαλητήρια στο κέντρο και τις συνοικίες συνεχίστηκαν για πολύ ακόμη, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει ο κόσμος πως τα… «ράους» και τα «φερμπότεν» δεν θ’ ακουστούν ποτέ ξανά και πως η ζωή θα ξανάβρισκε τους ρυθμούς της στην ξεχαρβαλωμένη χώρα.
Τις αξέχαστες εκείνες μέρες έκλεισε ένα πικρό κεφάλαιο. Σε λίγο θα άνοιγε άλλο πικρότερο, επειδή η Ελλάδα ως γνωστόν, μόνον λίγο καιρό ξαποσταίνει…