ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ

Ήταν μια αναμενόμενη και προαναγγελθείσα νίκη του ΠΑΣΟΚ, όπως είχαμε γράψει και αναλύσει. Η ηθική πτώση της Νέας Δημοκρατίας και η απώλεια του σχετικού πλεονεκτήματος απέναντι στο ΠΑΣΟΚ οδηγούσε μαθηματικά στην αποχώρησή της από την κυβέρνηση. Η ουσιαστική παραίτηση του Κ. Καραμανλή από τον ρόλο του ηγέτη και του πρωθυπουργού άνοιγε διάπλατα την πόρτα στον επόμενο αρχηγό μεγάλου κόμματος για να κυβερνήσει.

Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε παρά να κερδίσει και κέρδισε. Εκμεταλλευόμενο μάλιστα τη διάλυση που επήλθε στη Νέα Δημοκρατία τις τελευταίες προεκλογικές μέρες δεν νίκησε απλώς, αλλά σάρωσε. Κέρδισε με 10,5 ποσοστιαίες μονάδες που αποτελεί τη μεγαλύτερη μεταπολιτευτική νίκη του ΠΑΣΟΚ επί της ΝΔ εξαιρουμένης αυτής του 1981 όταν επικράτησε με 12,2%. Ίσως τη διαφορά αυτή να μην την περίμενε ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου, μια και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων θα τον είχαν ενημερώσει ότι τα ευρήματά τους καταγράφουν μια διαφορά που το ανώτερο σημείο της φθάνει το 9%, οπότε ήταν λογικό με αυτό το δεδομένο η τελική διαφορά να «καθίσει» λίγο χαμηλότερα, περί το 8%. Όμως έγινε αυτό που όχι σπάνια σε εκλογές συμβαίνει όταν το ένα από τα δύο αναμετρώμενα κόμματα εξουσίας παρουσιάζει εικόνα κατάρρευσης. Την αίσθηση αυτή την εισπράττει ο μέσος πολίτης που στρέφεται αυτομάτως προς το άλλο μεγάλο κόμμα, όχι τόσο για να είναι «με τον νικητή» αλλά για να απαλλαγεί από την ανασφάλεια ότι μπορεί να μην έχει κυβέρνηση. Αυτό συνέβη και τώρα, με αποτέλεσμα το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου να βρεθεί με μια ισχυρή πλειοψηφία 160 βουλευτών και να είναι αντικειμενικά σε θέση να περάσει όσα νομίζει ως αρχές και προτάγματα στην ελληνική κοινωνία.

Το ΠΑΣΟΚ δεν κατέκτησε ένα τεράστιο ποσοστό: Ούτε το 48,07 του 1981 ούτε το 46,88 του 1993. Έφθασε στο 43,92% αλλά η νίκη του πήρε χαρακτηριστικά θριάμβου επειδή η ΝΔ σημείωσε το χαμηλότερο ποσοστό της από τη μεταπολίτευση: 33,48%. Ακόμα χαμηλότερο και από το 35,87% του 1981 όταν συνετρίβη από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, κάτι που την οδηγεί στη διάλυση και στην έναρξη διαδικασιών ανασύνθεσης, αυτό που θα ονόμαζε ο Κ. Λαλιώτης «επανίδρυση». Έτσι εδώ έχουμε δύο ειδήσεις και δύο σημαντικά γεγονότα προς ανάλυση.

Το πρώτο είναι η σημαντική νίκη και δυναμική επανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση της χώρας, μαζί φυσικά με το νέο στοιχείο ότι αυτό έγινε υπό την ηγεσία του γιου του ιδρυτή του κινήματος. Ίσως αυτό να αποτελέσει και την απελευθέρωση του Γιώργου Παπανδρέου από τη βαριά σκιά του πατρός-ηγέτη, σκιά που τον συνόδευε θέλοντας και μη παντού μέχρι τώρα.

Το δεύτερο είναι η ραγδαία πτώση και συρρίκνωση της ΝΔ σε οριακά ποσοστά για την ενότητά της και την εικόνα της ως κόμματος εξουσίας. Διότι αν δεν ήταν κόμμα εξουσίας θα μιλούσαμε απλώς για μια κρίση από την οποία αργά ή γρήγορα θα συνέλθει. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν είναι κόμμα εξουσίας, απασχολεί τις αναλύσεις με τις ανόδους και τις πτώσεις του, αλλά ουδείς διαπιστώνει αναταραχή στα όρια της πολιτικής ισορροπίας της χώρας, ακόμα κι αν δεν μπει στη Βουλή. Αν μάλιστα τα καταφέρει να μπει (όπως τώρα και μάλιστα με άνεση, αφού -παρά τις προβλέψεις που τον ήθελαν χαμηλότερα- έφτασε το 4,60%) στη Βουλή, οι αναλύσεις περιορίζονται και χάνονται μέχρι τη νέα κρίση που θα αντιμετωπίσει ο πολιτικός αυτός χώρος.

Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με βαθιά κρίση ενός από τα δύο κόμματα εξουσίας, τότε αλλάζει και ο χαρακτήρας και το εύρος της ενασχόλησης. Η Νέα Δημοκρατία θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να συνέλθει και να ανοικοδομηθεί εκ νέου σε κόμμα εξουσίας.

Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποκαταστήσει αυτό που είχε αναφέρει η Ντόρα Μπακογιάννη παλιότερα σε συνέντευξή της ως «ψυχική ενότητα», στοιχείο σημαντικότερο της πολιτικής ενότητας που εξ ανάγκης άλλωστε προκύπτει. Στη συνέχεια θα πρέπει να αποκαταστήσει την ιδεολογική της συνοχή που έχει πληγεί από τον κυβερνητισμό, κάτι που έπληξε και το ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο διακυβέρνησης Σημίτη. Αφού συμβούν όλα τα προηγούμενα, θα πρέπει ο ηγέτης που θα επιλέξει να γίνει αποδεκτός από τον κόσμο της και να βρει τους τρόπους να την οδηγήσει και πάλι στην εξουσία.

Αυτά απαιτούν χρόνο και μακρές διαδικασίες. Ούτως ή άλλως η πολιτική ζωή του τόπου εμπλουτίζεται με νέα δεδομένα και εισέρχεται σε περίοδο που απαιτεί νέους τρόπους ανάλυσης με νέα σύγχρονα εργαλεία και άλλη ματιά.


Σχολιάστε εδώ