ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ…

Θυμάμαι, με την ευκαιρία της σημερινής εκλογικής Κυριακής, μια άλλη πριν από 28 χρόνια από σήμερα, εκείνη των δύο κυρίαρχων συνθημάτων που μαρτυρούσαν το χαρακτήρα και τη διάθεση των δύο μεγάλων αντιπάλων με στόχο τους την κατάκτηση της εξουσίας το ένα και τη διατήρηση μιας τραυματισμένης κυβέρνησης που μάταια πάλευε να σταθεί στα πόδια της το άλλο. Το ένα σύνθημα με κυρίαρχη λέξη την «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου, λέξη μαγική, γεμάτη με ελπίδες, έστω και αόριστες, που όσες φορές χρησιμοποιήθηκε σε ανάλογες περιπτώσεις, από μια συντριπτική νίκη στην αρχή, κατέληγε τελικά σε απογοητευτικά αποτελέσματα, όπως και στην περίπτωση Νίξον, που ήταν και ο πρώτος που το διάλεξε από τη δεξαμενή των προεκλογικών συνθημάτων. Άδικη μοίρα από την οποία δεν γλίτωσε ούτε και η «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου. Ενώ, από την άλλη όχθη του ποταμού, η αντίπαλη παράταξη εξουσίας είχε το «Δεν θέλω ου» του χαμηλότονου Γεώργιου Ράλλη, που προβλέποντας την αποτυχία του, προσπαθούσε να τη χρεωθεί όσο γινόταν πιο μαλακά, για να μην ξεχάσω ότι και το μεσημέρι εκείνης της κρίσιμης Κυριακής, έπινε ήρεμος τον καφέ του σε μια από τις «κοινοβουλευτικές» καφετέριες της πλατείας, αναμένοντας την ετυμηγορία της κάλπης και που το ίδιο βράδυ ήταν ο πρώτος που έσπευσε να συγχαρεί το νικητή της «Αλλαγής» και δεν ξέρω αν κανένας το θυμάται ότι μαζί με τους μάγκες, το τρένο πάτησε μαζί και τους αληθινούς «κυρίους».

Και τη θυμάμαι καλά εκείνη την Κυριακή του 1981, που ενώ στα εκλογικά τμήματα έβραζε ο εκλογικός θυμός, εμείς -κάποιοι άλλοι- ήμασταν μαζεμένοι στο θέατρο «Ακροπόλ» για να μην πάει ούτε ώρα χαμένη, προετοιμάζοντας την πρώτη μετεκλογική επιθεώρηση που θα ανέβαινε σε 15 ημέρες, ύστερα από εντατικές πρόβες και συγγραφικά ξενύχτια.

Ήταν ο προβλεπτικός Βασίλης Μπουρνέλλης, άρχοντας τότε των μεγάλων επιθεωρησιακών εξορμήσεων, που (ανήμπορος τότε να κινηθεί από ανίατη πάθηση) με είχε ειδοποιήσει από τις αρχές του Σεπτέμβρη να ετοιμάσουμε μετεκλογική επιθεώρηση, λέγοντας, το θυμάμαι ακόμα: «Θα βγει το ΠΑΣΟΚ. Διάλεξε συνεργάτες και να μη λογαριάσετε τίποτα, φτάνει να κάνετε κι εσείς την αλλαγή σας…».

Αυτός ήταν ο Βασίλης Μπουρνέλ-λης, παρ’ όλα του τα ελαττώματα, ένας γνήσιος «θεατράνθρωπος», που δεν λογάριαζε τίποτα προκειμένου να κερδίσει την πρώτη θέση στο θεατρικό «ντέρμπι». Έτσι, ζήτησα τη συνεργασία ενός παλιού φίλου και συνεργάτη από τα πρώτα θεατρικά μας βήματα, τον αξέχαστο Ηλία Λυμπερόπουλο, επειδή ήξερα τον «τσεκουράτο» θεατρικό του λόγο, όσο κανενός άλλου εκείνη την εποχή και για μουσικό μας συνεργάτη τον Γιώργο Κατσαρό, σκηνογράφο τον σπουδαίο Νίκο Πετρόπουλο, χορογράφο για πρώτη φορά σε επιθεώρηση την Ντόρα Τσάτσου-Συμεωνίδη και με έναν θίασο- «μαμούθ», όπως τον χρειαζόμαστε για εκείνη την εξόρμηση. Τον Σταύρο Παράβα, τον Θανάση Βέγγο, τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Ηλία Λογοθέτη, τον Τάσο Πεζιρκιανίδη, τον Βασίλη Ανδρεόπουλο, τη Μάρθα Βούρτση, την Έλενα Ναθαναήλ, την Άννα Μαντζουράνη, τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου, την Τέτη Σχοινάκη και μέσα σε όλους αυτούς που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν τρεις ή και τέσσερις θιάσους, και ο Στάθης Ψάλτης, ο οποίος ουσιαστικά τότε έκανε τα πρώτα του βήματα για την επιτυχία που ακολούθησε και που την κέρδισε με το νούμερο «Εγώ όμως, Ανδρέα, πεινάω ακόμα», που στη συνέχεια το ξανάκανε με τα χρόνια -δεν ξέρω σε πόσες παραλλαγές-, προσθέτοντας κάθε φορά τις συνηθισμένες αυτοσχεδιαστικές του βωμολοχίες, χωρίς στην πρώτη του έκδοση να του είχαμε επιτρέψει να πει ούτε μία. Και να πω ακόμα ότι με εκείνο το νούμερο των 5 σελίδων, γραμμένο σε μια νύχτα, 4 ημέρες πριν από την πρεμιέρα, ο Ψάλτης κυριολεκτικά… έκλεβε την παράσταση! Και μαζί και ένας ακόμα λόχος νεοσύλλεκτων στο θεατρικό στρατόπεδο, από τους οποίους ξεχωρίσαμε ύστερα από «οντισιόν» για τα πρώτα θεατρικά τους βήματα τον Γιώργο Νινιό και τον Κώστα Ευριπιώτη -και χαίρομαι και για τους δύο, που εκείνα τα «λίγα λογάκια» που τους εμπιστευθήκαμε ήταν και τα τυχερά τους…

Τίτλος της επιθεώρησης «Να τι θέλει ο λαός», επιλογή του ίδιου του Μπουρνέλλη, που δεν ήθελε στους τίτλους εξυπναδούλες και «χοντράδες» που ήταν και τότε της μόδας. Προτίμησε έναν τίτλο απλό, που ήταν και το αίτημα ενός λαού, όπως άλλωστε ήταν καθαρά πολιτικό και όλο το περιεχόμενο της επιθεώρησης, σχολιαστικό για τα όσα είχαμε περάσει στα χρόνια που ζήσαμε, αισιόδοξο για τα όσα ζούσαμε εκείνη τη στιγμή και τολμηρά προβλεπτικό για τα όσα θα ακολουθούσαν και που όπως ξανακοιτάζω τώρα τα κείμενα, γραμμένα πριν από 28 χρόνια, δεν είχαμε και πολύ πέσει έξω, για να μην πω και καθόλου!

«Καραγκιόζης» ο Σταύρος Παράβας, που με τριμμένο παντελόνι και μπαλωμένη βελάδα ερχόταν για να πάρει έδρα στη Βουλή, μαζί με τους περισσότερους -και ονομαστικά- βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που πήγαιναν με μηχανάκι στη Βουλή, πριν αποκτήσουν θωρακισμένες Μερτσέντες και πολυτελέστατες Μπι-Εμ-Βε! Ήταν ένα νούμερο με φράση και χειροκρότημα. Παράδειγμα:

«Και επειδή είπαμε για κάτι φακέλους, για να ‘χουμε καλό ρώτημα, τι έγινε με δαύτους; Γιατί επ’ αυτού έχει πέσει μούγκα, πολλή μούγκα, σύντροφοι. Καταργήθηκαν ή δεν καταργήθηκαν; Γιατί αν πνίγεστε στη δουλειά, είμαστε εμείς, ο λαός, να σας ξεκουράσουμε. Να ‘ρθούμε να πάρουμε ο καθένας το φάκελό του, να τον σφίξουμε στην αγκαλιά μας, να τον φιλήσουμε, να δακρύσουμε για τα όσα περάσαμε και να πάμε ωραία ωραία στον Παναθηναϊκό, να τους κάψουμε όλοι μαζί, εδώ και τώρα, αφού το ΠΑΣΟΚ θέλει και ο λαός μπορεί, εκτός αν ενώ ο λαός μπορεί, είναι το ΠΑΣΟΚ που δεν θέλει»! Είχε έρθει η ώρα μιας «άλλης επιθεώρησης».

Κολοκοτρώνης πάνω στο άλογό του ο Θανάσης Βέγγος, με γύρω του ξεσηκωμένους τους ήρωες του ’21, με Καραϊσκάκη τον Ψάλτη, Οδυσσέα Ανδρούτσο τον Τάσο Πεζιρκιανίδη, Παπαφλέσσα τον Βασίλη Ανδρεόπουλο, Υψηλάντη τον Ηλία Λογοθέτη, Μαντώ τη Ναθαναήλ, Σουλιώτισσα τη Στυλιανοπούλου και όλο τον θίασο, που ξαναγύριζαν για να βάλουν ένα χέρι για την Αλλαγή, καταλήγοντας παρωδιακά με το έξοχο τραγούδι του Κατσαρού:

«Τα Κύθηρα όμως τώρα θα τα βρούμε
αν όλα αυτά θα γίνουνε σωστά
εκτός τα όνειρά μας αν πνιγούνε
στου πελάγου τα κύματα κι αυτά…»

Είχαμε δουλέψει με ενθουσιασμό για μια επιθεώρηση αισιόδοξη φανερά, αλλά και ανήσυχη υπαινικτικά, που έχοντας και τη σκηνοθετική ευθύνη, ζήτησα, παρά τις 2 1/2 ώρες που διαρκούσε, να παίζεται χωρίς διάλειμμα, κάτι δηλαδή που θα γινόταν για πρώτη φορά, για να μην κόβεται ο ρυθμός και η εσωτερική της ενότητα και που ο Μπουρνέλλης το δέχτηκε χωρίς συζήτηση, γιατί από τις πρόβες που τον έφερναν σηκωτό για να τις παρακολουθήσει, είχε μυριστεί για το «κάτι άλλο» που του ετοιμάζαμε, φτάνει να θυμηθώ ότι αποζημίωσε και το μπαρ του θεάτρου για τη ζημιά που του κάναμε με την κατάργηση του διαλείμματος. Αλίμονο! Πενήντα χρόνια «φούρναρης» μέσα στη θεατρική ομίχλη που επικρατεί συνήθως πριν από την κάθε πρεμιέρα, θα έκανε λάθος η οσμή του; Ενέργεια όμως που τον αποζημίωσε η επιτυχία που ακολούθησε, αφού εκείνο τον ευλογημένο χειμώνα, το «Ακροπόλ» με 100% πληρότητα κάθε βράδυ, είχε έρθει επικεφαλής όλων των θεάτρων και με μεγάλη διαφορά.

Ανάλογη όμως ήταν και η συνήθως επιφυλακτική κριτική στα έργα της επιθεώρησης. «Οι συγγραφείς, με περίσκεψη, με φαντασία και με έμπνευση επιχείρησαν αυτή τη μορφολογική επιστροφή και συνέταξαν μια επιθεώρηση που μπορεί να παραλληλιστεί με τις κλασικές στιγμές του είδους της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα και εκείνο που πετυχαίνουν είναι το ότι αν και ”αντιπολιτευτικό” είδος προσποιούνται την καταφατική θέση ως προς τον ελεγκτικό σχολιασμό, πετάνε συγχρόνως και τόσα καρφιά και τόσα ”ναι μεν, αλλά”, έτσι που το είδος επανέρχεται στην ισορροπία της αναιρέσεως», αυτά από τον Τάσο Λιγνάδη στην «Καθημερινή». Ενώ ο Μηνάς Χρηστίδης στο «Έθνος» γράφει: «Δεν προσποιούνται τους «αντικειμενικούς» για να αποσπάσουν χειροκρότημα και από τους μεν και από τους δε. Είναι εντελώς τοποθετημένοι και από αυτή την άποψη βρίσκονται μέσα στο πνεύμα της αριστοφάνειας σάτιρας». Στο ίδιο πνεύμα και ο Αλ. Μαργαρίτης στα «Νέα» και ο κριτικός του «Ριζοσπάστη» και ο Στάθης Δρομάζος, με μοναδική εξαίρεση ο συνήθως επικριτικός Θ. Κρητικός-Χατζηπανταζής, που μη διαθέτοντας «καλές λέξεις» προτίμησε να μη γράψει τίποτα…

Και στην πρεμιέρα, στις πρώτες σειρές, και οι «πρωταγωνιστές» της νέας κυβέρνησης, ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος και ο Γιώργος Γεννηματάς και ο Δρετάκης και ο Λάζαρης και ο «δεν δικαιούστε διά να ομιλείτε» Κουτσόγιωργας και πρώτος και καλύτερος ο κοσμικός της Αλλαγής Γιώργος Κατσιφάρας, που στο μεταξύ πια τον είχε γνωρίσει και ο… θυρωρός της πολυκατοικίας του! Και μοναδικός θεατής που μας τίμησε σ’ εκείνη την πρεμιέρα, από τη Νέα Δημοκρατία, στην πρώτη σειρά, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που βγαίνοντας, θυμάμαι ακόμα τη φράση που μου είπε:

«Πρέπει να νιώθετε πολύ καλά γιατί δώσατε στην επιθεώρηση τη θέση που της ανήκει…».

Λέω, σήμερα το μεσημέρι, να περάσω από το «Ακροπόλ». Να σταθώ λίγη ώρα απέξω και να πάρω μια «δόση» από εκείνη τη «μυρωδιά» που παραμένω χρήστης. Δεν μπορεί, κάτι θα έχει απομείνει, έτσι όπως δυσκολεύομαι να ξεχάσω τις πρώτες αγάπες, που λέγαμε στην αρχή.

Κι αν με κατηγορήσετε για λίγο «μελό», δεκτή η κατηγορία.

Γιώργος Λαζαρίδης


Σχολιάστε εδώ