Να απαγορευτεί στους εργολάβους να έχουν ΜΜΕ

Ταυτόχρονα μιλάει για τις τηλεοπτικές άδειες, τον ρόλο του ΕΣΡ, την ψηφιακή τηλεόραση και τις πρωτοβουλίες της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.

// Κύριε Μορώνη παρακολουθήσαμε μια ακόμη προεκλογική περίοδο. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν τα ΜΜΕ την πολιτική, τους πολιτικούς και τα πολιτικά θέματα των ημερών:

– Αν και αποφεύγω τις γενικεύσεις, δεν μπορώ να μη σταθώ σε μερικά φαινόμενα που ήταν ιδιαίτερα έντονα αυτήν την προεκλογική περίοδο. Πιο έντονα από κάθε άλλη φορά (και θυμάμαι εκλογικές αναμετρήσεις από τη δεκαετία του ’60 και μετά) είχαμε να κάνουμε με στρατευμένα Μέσα στην υπηρεσία μιας παράταξης.

Κι αν στον Τύπο μπορούσε κανείς να διακρίνει μια κάποια πολυφωνία, στα ηλεκτρονικά Μέσα (και αναφέρομαι εδώ κυρίως στους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας) οι όποιες, λίγες, ψύχραιμες φωνές πνίγονταν από τα κρεσέντα μιας ορχήστρας που ήθελε να επιβάλει την παρουσία και τις απόψεις της. Τα «ρετσιτατίβι» κάποιων ψύχραιμων δημοσιογράφων καλύπτονταν από τις κακόφωνες άριες υπηρετών αφεντάδων της διαπλοκής. Τα ηλεκτρονικά Μέσα σχεδόν στο σύνολό τους δεν περιορίστηκαν στη διαμεσολαβούμενη έτσι κι αλλιώς πολιτική επικοινωνία. Οι προβεβλημένοι εργάτες τους αναλάμβαναν να «καναλιζάρουν» και τον τρόπο με τον οποίο οι θεατές θα έπρεπε να αποκωδικοποιήσουν τα μηνύματα.

// Τι ακριβώς εννοείτε;

– Εννοώ, παραδείγματος χάριν, ότι φιλοξένησαν όλα τα κανάλια τις τηλεμαχίες των αρχηγών των κομμάτων. Θεωρητικά, με τον τρόπο αυτό είχαν επιτελέσει τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο ανάμεσα στους πολιτικούς και τους θεατές/ψηφοφόρους. Δεν περιορίστηκαν όμως στον ρόλο αυτό. Μετά το τέλος των τηλεμαχιών έσπευδαν με έκτακτα προγράμματα να πουν στους θεατές και τι θα έπρεπε να έχουν καταλάβει από την τηλεμαχία. Τους έλεγαν εμμέσως, «κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι ο Κ ήταν καλύτερος από τον Π.

Εμείς που ξέρουμε, σου λέμε ότι ο Π ήταν καλύτερος». Ποντάροντας βέβαια στο γεγονός ότι για κάποιους από τους θεατές αυτοί είναι οι ειδήμονες και επομένως έχουν δίκιο.

// Μιλήσατε για «αφεντάδες της διαπλοκής». Αν υπάρχουν, δεν το οφείλουν και στο γεγονός ότι η ιστορία του «βασικού μετόχου» υπήρξε μια αποτυχία των κυβερνήσεων του κ. Καραμανλή; Εκείνος δεν είχε διακηρύξει από το 2004 ότι θα χτυπούσε τη διαπλοκή;

– Την ιστορία και την αποτυχία του νόμου για τον «βασικό μέτοχο» την πληρώνουμε καθημερινά. Και σε πολλά επίπεδα. Θυμίζω ότι τον πρώτο σχετικό νόμο τον έκανε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Είναι ο νόμος Βενιζέλου, ο οποίος, πέρα από το ότι ήταν έτσι φτιαγμένος που άφηνε πολλά παράθυρα ανοιχτά, είχε και πολλά προβλήματα συμβατότητας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία καθώς έθετε εμπόδια στην ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας. Εμπόδιζε κάποιες κατηγορίες πολιτών (τους βασικούς μετόχους σε ΜΜΕ) να αναλαμβάνουν δουλειές του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η απαγόρευση αυτή είναι αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο. Όταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσπάθησε να κλείσει τα παράθυρα του νόμου Βενιζέλου με αυστηρότερες διατάξεις, ο νόμος κατέρρευσε. Αν πράγματι θέλαμε να εμποδίσουμε κάποιους να χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για να εξασφαλίζουν δουλειές από το Δημόσιο, θα έπρεπε να τους απαγορεύσουμε όχι να ασκούν τέτοιου είδους δραστηριότητα, αλλά να μην μπορούν να κατέχουν ΜΜΕ. Είναι καθαρά θέμα εθνικού δικαίου, επί του οποίου δεν έχει λόγο η ΕΕ, ο καθορισμός των όρων λειτουργίας των ΜΜΕ σε κάθε χώρα. Το λάθος (;) που είχε γίνει από τον κ. Βενιζέλο παρέσυρε (;) και τη Νέα Δημοκρατία.

Μύθος η «ομηρία» των καναλιών από τις άδειες

// Μήπως όμως και ο τρόπος με τον οποίο εφάρμοσε τον νόμο Βενιζέλου το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης άφησε περιθώρια δράσης σε εργολάβους και λοιπούς διαπλεκόμενους;

– Αναμφισβήτητα το ΕΣΡ θα μπορούσε να έχει ουσιαστικότερο ρόλο στην άσκηση του ελέγχου του κράτους στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Δεν τον έχει γιατί, εκτός των άλλων, και ο νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, δηλαδή τα κόμματα, δεν του έδωσαν κανονιστικές αρμοδιότητες. Οι πολιτικοί σκέφτηκαν (και σωστά) ότι μια ανεξάρτητη αρχή θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα θέματα των ηλεκτρονικών ΜΜΕ αποτελεσματικότερα, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού τους δεν ήθελαν να χάσουν τελείως από τα χέρια τους τις σχέσεις με τα Μέσα. Υπέθεταν ότι θα μπορούσαν να επωφεληθούν απ’ αυτό. Στην πράξη, τα Μέσα επωφελούνται από τη σχέση με τους πολιτικούς. Είναι μύθος ότι οι κυβερνήσεις με τη μη χορήγηση αδειών, για παράδειγμα, κρατούν ομήρους τα Μέσα. Τα Μέσα κρατούν ομήρους τους πολιτικούς. Τα Μέσα λειτουργούν όπως θέλουν. Χρησιμοποιούν προς όφελός τους το καθεστώς της ημινομιμότητας (βλ. για παράδειγμα την άρνησή τους να αποδώσουν το διαβόητο 1,5% στον κινηματογράφο) και έχουν να τους ελέγχει ένα ΕΣΡ για μικροπαραβάσεις.

// Έχετε εκφράσει τον φόβο ότι το καθεστώς αυτό θα μεταφερθεί και στην ψηφιακή εποχή. Εξακολουθείτε να το πιστεύετε αυτό;

– Η πορεία προς την ψηφιακή εποχή δεν είναι εύκολη. Και βαδίζουμε σ’ αυτήν χωρίς οδικό χάρτη. Πρέπει εδώ να σημειώσω πως ο κ. Θ. Ρουσόπουλος έκανε σημαντικά πράγματα σχετικά με το ψηφιακό μέλλον της χώρας. Έσυρε τη δημόσια τηλεόραση στις επίγειες ψηφιακές εκπομπές και έφτιαξε έναν νόμο που, παρά τις όποιες αντιρρήσεις για τη συνταγματικότητα κάποιων διατάξεων, αποτελεί ένα πλαίσιο συντεταγμένης πορείας προς την πλήρως ψηφιακή εποχή. Έθεσε τα απαραίτητα θεμέλια, αλλά δεν βλέπω να στήνεται σωστά το οικοδόμημα. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν ο κ. Ρουσόπουλος δεν αποφάσιζε να αποσυρθεί, αλλά είναι απολύτως αναγκαίο κάποιος να αναλάβει πρωτοβουλίες.

// Σε όλον τον κόσμο, και βέβαια και στην Ευρώπη, η πορεία προς την ψηφιακή εποχή χαράσσεται, συντονίζεται και επιβλέπεται από ειδικές ad hoc επιτροπές. Γιατί δεν μπορεί να γίνει το ίδιο και στη χώρα μας;

– Θα έλεγα πως μπορεί να γίνει, πως πρέπει να γίνει, αλλά ίσως να μη γίνει. Οι πολιτικοί μας εξακολουθούν να μην εμπιστεύονται σε ειδικές επιτροπές τις σχέσεις με τα ΜΜΕ. Θέλουν οι ίδιοι να έχουν το προνόμιο να μιλάνε με τους ιδιοκτήτες των Μέσων. Ξέρετε, όμως, ποιο είναι το αποτέλεσμα; Τα Μέσα θα ζητάνε όλο και περισσότερες εγγυήσεις για να παίξουν το παιγνίδι της μετάβασης, που οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι από την ΕΕ να παίξουν και μάλιστα μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια. Και θα τους πιέζουν αφόρητα. Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη σχεδιασμού, οδικού χάρτη και επιβλέποντος αφήνει περιθώρια σε κάποιους να προσπαθούν αυτόκλητοι να καλύψουν τα κενά.

Μόνο το ΕΣΡ για τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ

// Επισημάναμε στις Τυπολογίες πριν από λίγες εβδομάδες τις πρωτοβουλίες της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων σχετικά με την ψηφιακή τηλεόραση. Νομίζετε ότι η ΕΕΤΤ, που έχει και κανονιστικές αρμοδιότητες, μπορεί να λύσει το πρόβλημα;

– Κατ’ αρχάς, βάσει του Συντάγματος, μόνον το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης έχει αρμοδιότητα άσκησης ελέγχου του κράτους στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Τυπικά, ακόμη και για τα οικονομικά θέματα των ΜΜΕ, δεν μπορεί να έχει αρμοδιότητα ούτε καν η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Επομένως, η όποια απόφαση ή ενέργεια της ΕΕΤΤ σχετικά με την τηλεόραση θα καταπέσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Αλλά το ΕΣΡ, από την άλλη μεριά, δεν έχει ούτε κανονιστικές αρμοδιότητες ούτε την υποδομή και, μερικές φορές αισθάνομαι, ούτε την επιθυμία ή τη γνώση να αναλάβει πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεν είδα να αντιδρά όταν του αφαίρεσαν συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητές του.

// Για να μιλήσουμε λίγο και για την κατάσταση της τηλεόρασης και της ραδιοφωνίας στη χώρα μας: Πιστεύετε ότι τα προγράμματα των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών είναι σύμφωνα με τις συνταγματικές απαιτήσεις για τη λειτουργία τους;

– Πριν φτάσουμε στα προγράμματα πρέπει να σημειώσει κανείς ότι οι σταθμοί, ως επιχειρήσεις, είναι κακοστημένοι. Ή, για να μην είμαι τόσο αυστηρός, έχει γίνει πλέον φανερό ότι στήθηκαν επιχειρηματικά πάνω στο μοντέλο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Και, φυσικά, όπως κι εκείνη, αντιμετωπίζουν πολλά οικονομικά προβλήματα. Τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου που βλέπουμε να πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό οφείλονται σε μικρό βαθμό στην οικονομική κρίση και σε μεγαλύτερο στο γεγονός ότι οι σταθμοί στήθηκαν χωρίς οργανογράμματα και την ευθύνη της επάνδρωσής τους είχαν άνθρωποι (οι ιδιοκτήτες τους) που ήταν άσχετοι και με την τηλεόραση και με το ραδιόφωνο. Τώρα, μετά από 20 χρόνια λειτουργίας, ανακάλυψαν ότι μπορούν να κάνουν τηλεόραση με λιγότερο προσωπικό.

Από πλευράς προγράμματος, η ιδιωτική μας τηλεόραση είναι το ίδιο εμπορική και «ποιοτική» με την αντίστοιχη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υπηρετεί και καλλιεργεί με σεβασμό τον μίνιμουμ κοινό παρονομαστή γούστου.

Το ραδιόφωνο, που αντιμετωπίζει αντίστοιχα οικονομικά προβλήματα, από πλευράς προγραμμάτων βρίσκεται σε καλύτερη θέση. Μπορεί κανείς να βρει στην μπάντα των FM οποιαδήποτε στιγμή κάποιο πρόγραμμα που δεν τον προσβάλλει και τον ικανοποιεί. Το μόνο αρνητικό είναι ότι δεν ανανεώνεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Αντέννα.

Το μοντέλο που στήθηκε το 1988-89 και τον έφερε πολύ γρήγορα στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού, είναι το ίδιο και σήμερα. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει και, αναπόφευκτα, ο Αντέννα έχει υποστεί καθίζηση. Το μοναδικό καινούργιο πράγμα στα FM είναι ο Real. Ένα καθαρόαιμο talk radio που δεν είχε τολμήσει να κάνει άλλος. Ειλικρινά, θέλω να δω πώς και πότε οι επιχειρήσεις των ελληνικών Μέσων θα μάθουν, θα προσαρμοστούν και θα εκμεταλλευτούν τις συνθήκες που δημιουργούν οι νέες τεχνολογίες.


Σχολιάστε εδώ