Μια φορά και έναν καιρό

… Πάει κι αυτή η Κυριακή, κι ας καρτερούμε μια άλλη, τραγούδαγε στις «Εσπερίδες» ο Γιάννης Αργύρης. Ήταν πολύ ωραίες οι Κυριακές εκείνα τα χρόνια… Και πόσο διαφορετικές από τις άλλες μέρες της εβδομάδας. Όταν ξημέρωνε Κυριακή, οι άντρες ξύπναγαν μαχμουρλίδικα, χουζούρευαν κάνα τέταρτο στο κρεβάτι κι ύστερα ξυρίζονταν με επιμέλεια, πασάλειβαν τη μούρη τους με αντρική κολόνια «φουζέρ» μην τους περάσουν για τοιούτους, φόραγαν τα καλά τους και γύρω στις δέκα που άνοιγαν τα καφενεία, μετά τη Θεία Λειτουργία δηλαδή, ξεπόρτιζαν. Κράταγαν υπό μάλης την εφημερίδα που έριξε πρωί πρωί ο εφημεριδοπώλης κάτω από την πόρτα του σπιτιού τους και τράβαγαν νʼ ανταμώσουν την παρέα.

Οι συναντήσεις γίνονταν συνήθως στον «Κήπο του Μουσείου» κι άλλοτε ξεστράτιζαν για την «Αίγλη» του Ζαππείου, να πιούνε τον βαρύ γλυκύ τους σε χοντρό φλιτζάνι, να σχολιάσουν την επικαιρότητα, να βλεφαριάσουν καμιά κουνιστή τσαπερδόνα, κι αν τους έπαιρνε η ώρα παράγγελναν καραφάκι κι άρχιζαν τα κεράσματα. Σπίτι φυσικά μένανε οι γυναίκες και τα γερόντια. Δηλαδή κάτι χούφταλα εξηντάρηδες που δεν υπέκυψαν στον πειρασμό να το παίζουν τζόβενα και νʼ αρχινάν τα σούρτα-φέρτα σαλιαρίζοντας με θηλυκά που τους μαδάνε, γιατί ξέρουνε πως στην ηλικία τους έχουν καθήκον να προσφέρουνε υπηρεσίες στην οικογένεια. Να φτιάχνουν, να πούμε, γαλακτομπούρεκο, που ήτανε η σπεσιαλιτέ τους, ή να πηγαίνουν το ψητό στον φούρνο, και καλή ψυχή. Μοσχομύριζαν οι κουζίνες από το κυριακάτικο φαγητό που σιγοψηνόταν κι η μυρωδιά διαχέετο στη γειτονιά κι οι διπλανοί σου ξέρανε με την όσφρηση αν θα φάτε μακαρόνια ροσμπίφ πασπαλισμένα πάνω από τη σάλτσα με τριμμένο παλιό κεφαλοτύρι. Ή μήπως πρόκειται άραγε για αριστοκρατικό κοτόπουλο μιλανέζα; Τακτικότερο ήταν το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, που τις τσιμπολόγαγε ο φούρναρης για να δοκιμάσει αν ψήθηκαν καλά…

Όλες οι Κυριακές του χρόνου λίγο πολύ έμοιαζαν μεταξύ τους, αλλά οι συναντήσεις του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1952 ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσες, επειδή πέραν της ενδημούσας προεκλογικής ατμόσφαιρας υπήρχε και ένα ζουμερό και εξόχως γαργαλιστικό θέμα προς συζήτηση: Στην Αίγυπτο ο στρατός υπό τον στρατηγό Ναγκίμπ ανέτρεψε και στη συνέχεια εκθρόνισε τον βασιλέα Φαρούκ, ο οποίος τα μάζεψε και αναχώρησε με τη θαλαμηγό του στο εξωτερικό, λέγοντας πως «στο τέλος θα μείνουν στη γη πέντε βασιλιάδες. Οι τέσσερις της τράπουλας και ο βασιλιάς της Αγγλίας…». Το πραξικόπημα δεν θα απασχολούσε εδώ κανέναν αν δεν απεκαλύπτοντο διάφορα ζουμερά «ντεσού» για τον έκλυτο βίο του, τις ερωμένες του και την πλούσια γκαρνταρόμπα του, με κοστούμια, παπούτσια κ.λπ. στις ντουλάπες του περισσότερα κι απʼ όσα διέθεταν για πούλημα τα καταστήματα Λαμπρόπουλου στην αρχή της σεζόν… Συναντιόνταν λοιπόν οι παρέες, λέγανε το μακρύ και το κοντό τους για τον Φαρούκ, προσθέτοντας σε κάθε αντάμωμα καινούργιες πιπεράτες πληροφορίες κρεβατοκάμαρας, και χασκογελούσαν με ενδόμυχο φθόνο… Έτσι, σε δεύτερη μοίρα πέρασε εκ πρώτης όψεως η προκήρυξις εκλογών για τις 16 Νοεμβρίου με πλειοψηφικό. Φυσικά, κάθε εκλογική αναμέτρηση δημιουργεί εντάσεις, ψιλοδιχασμούς και αντιδικίες, όμως το κλίμα και το ρεύμα που επικρατούσε υπέρ του στρατάρχου, ρεύμα που το δυνάμωναν ιστορικές δημοκρατικές εφημερίδες, δεν άφηναν πολλές ελπίδες στους ανώνυμους αντιπάλους των καφενείων για την επικράτηση του εκλεκτού τους. Η μόνη ημερησία εφημερίς που πολεμάει με φανατισμό τον Παπάγο είναι η εντυπωσιακή «Αθηναϊκή» του Παπαγεωργίου, που εκδίδει και τον «Θησαυρό», εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης με μεγάλη κυκλοφορία. Η «Αθηναϊκή» ξεφεύγει από τα πλαίσια των σοβαρών και σοβαροφανών εντύπων, με έγχρωμη πολιτική γελοιογραφία του Αρχέλαου -αν θυμάμαι καλά-, και θριαμβεύει κάνοντας ανυπολόγιστη ζημιά στον Συναγερμό.

Οι δεξιοί ψηφοφόροι ζητούν ένα αντίδοτο και οι αδελφοί Μπότση, ιδιοκτήτες της δημοφιλούς πρωινής «Ακρόπολης», πιάνουν το «μήνυμα» και κάνουν το μεγάλο άλμα εκδίδοντας την «Απογευματινή». Φρέσκια, δροσερή και μαχητική, με πολιτικό σκιτσογράφο τον Σταμάτη Πολενάκη, κυκλοφορεί τη Δευτέρα 20 Οκτωβρίου, έναν μήνα πριν από τις εκλογές, αποκαθιστώντας την ιδεολογική ισορροπία. Με εκλογικό σύστημα το πλειοψηφικό που θα διεξάγονταν οι εκλογές, δεν υπήρχε σαν άλλοτε προσωπική προβολή των υποψηφίων, διότι το πλειοψηφούν σε μια περιφέρεια κόμμα εκλέγει αυτομάτως όσους περιλαμβάνει το ψηφοδέλτιο. Κι όποιο μειοψηφούσε έστω με μία ψήφο διαφορά, καταποντιζόταν. Ήταν κάτι καλύτερο κι από διορισμός. Παρά ταύτα οι υποψήφιοι διατηρούσαν τα πολιτικά τους γραφεία για να κρατούν επαφή με την εκλογική τους πελατεία, επειδή «έχει ο καιρός γυρίσματα», όπως σοφά απεφάνθη σε άλλη περίπτωση τέως πρωθυπουργός. Υπάρχει λοιπόν το σχετικό νταλαβέρι στα πολιτικά γραφεία, υπάρχουν και οι αθρόες προσχωρήσεις στον Συναγερμό από τρανταχτά ονόματα του δημοκρατικού χώρου. Φιγουράρουν στο ψηφοδέλτιο του Παπάγου πρωτοκλασάτα στελέχη που χρημάτισαν πρωθυπουργοί και υπουργοί, όπως ο Εμμ. Τσουδερός, ο Λέων Μακάς, ο Σταμάτης Μερκούρης (πατέρας της Μελίνας) ο Γ. Εξηντάρης και πολλοί άλλοι, που δημιουργούν βεβαιότητα για το εκλογικό αποτέλεσμα. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε ο Γ. Παπανδρέου, που συμμετείχε στον συνδυασμό ως συνεργαζόμενος.

Το «δρυός πεσούσης» πάντοτε ισχύει στην πολιτική ζωή, και η κοινή γνώμη, ευκαιρίας δοθείσης, ξεσαλώνει. Λοιδορούν τον Σ. Βενιζέλο παρομοιάζοντάς τον με τον Κυναίγειρο στην προσπάθειά του να κρατηθεί στην εξουσία και για… κερασάκι προσθέτανε: «Αυτόν τον φτύνεις και σου λέει “ευχαριστώ, με δρόσισες…”». Και ξαφνικά, έναν μήνα πριν από τις εκλογές, στην κυριακάτικη βόλτα τους είδαν οι Αθηναίοι κρεμασμένη στα περίπτερα μια καινούργια εφημερίδα με τίτλο «Νέα Δημοκρατία» να επιτίθεται με τεράστιους τίτλους στον Σοφοκλή Βενιζέλο, αποκαλώντας τον «Φαρούκ της Ελλάδος», προσκαλώντας ταυτόχρονα με κύριο άρθρο, υπό μορφήν ανοικτής επιστολής, τον πρωθυπουργό Ν. Πλαστήρα να τον στείλει στον διάολο. Η όλη εφημερίδα ήταν ένας λίβελος και από τις ύβρεις που περιείχε ηπιότερες ήσαν το «έκφυλος» και «αρχηγός της σπείρας που καταλήστευσε το Δημόσιον». Έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση και όλοι περίμεναν την αντίδραση του υβριζομένου, εκείνος όμως έδειξε ανωτερότητα και καθώς δεν υπήρξε συνέχεια το πράγμα ξεθώριασε, παρʼ όλο που ο «Εθνικός Κήρυξ» προέτρεπε καθημερινά τον Βενιζέλο να υποβάλει μήνυση. Για να τον… διευκολύνει, μάλιστα, δημοσίευσε οδικό χάρτη των Αθηνών από την οικία Βενιζέλου μέχρι το Πρωτοδικείο.

Το μεγάλο ερώτημα που πλανάται είναι ποια στάση θα κρατήσει η ΕΔΑ. Θα απόσχει επισήμως των εκλογών κατευθύνοντας τους οπαδούς της να ψηφίσουν ΕΠΕΚ, ή έστω θα συμμετάσχει «για τα μάτια του κόσμου», που λένε, αλλά θα δοθεί στους ψηφοφόρους ανάλογη ντιρεκτίβα; Η απορία είναι βασανιστική στους κύκλους του Συναγερμού που χάνουν τον ύπνο τους. Διότι, αν η ΕΔΑ δεν κατεβεί αυτοτελώς, το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο. Αναλαμβάνει να τους καθησυχάσει η ηγεσία της, καλώντας τους οπαδούς της να την υπερψηφίσουν, προσθέτοντας: «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος»… Οι «εν υπαίθρω» προεκλογικές συγκεντρώσεις απηγορεύοντο. Επετράπησαν δε ύστερα από πολλά διαβήματα για πρώτη φορά στις εκλογές της 9/9/51 αποκλειστικά στην πλατεία Κλαυθμώνος. Οι ομιλίες εκφωνούντο ή από την οικία Ευταξία στην οδό Παπαρηγοπούλου ή από κάποιον εξώστη τού τότε υπουργείου Εσωτερικών, γωνία Σταδίου και Δραγατσανίου, ή από άλλο παρακείμενο υψηλό κτίριο. Επιτυχημένη θεωρούσαν τη συγκέντρωση εάν κάλυπτε με κόσμο πέραν της πλατείας, τη μεν Σταδίου μέχρι την οδό Πεσματζόγλου από τη μια πλευρά και μέχρι το «Αττικόν» από την άλλη. Προς τα κάτω δε, στις άκρες του υπουργείου Ναυτικών, την Παλαιών Πατρών Γερμανού. Συνήθεια των οπαδών ήταν να μη μένουν στάσιμοι, αλλά να φέρνουν βόλτα τους γύρω δρόμους για να υπολογίσουν το μέγεθος της συγκέντρωσης και τον ακριβή αριθμό των προσελθόντων. Όσο για τον λόγο του αρχηγού, άσʼ τον να λέει. Και ξημέρωσε μια κρύα και συννεφιασμένη εκλογική Κυριακή, βγαλμένη λες απʼ τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη…


Σχολιάστε εδώ