Διεθνές Οικονομικό Βαρόμετρο

1Ο «Economist» επαναφέρει προς συζήτηση το θέμα της επιβολής φόρου στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, με στόχο τον περιορισμό των υπερβολών του κλάδου. Ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα της επιβολής ειδικού φόρου επί των συναλλαγών, όμως μόνο για την αγορά συναλλάγματος που ανθούσε το 1972, ήταν ο οικονομολόγος και μαθητής του Κέινς νομπελίστας Τζέιμς Τόμπιν. Το 1972 που έκανε την πρότασή του ο Τόμπιν, η χρηματοπιστωτική αγορά ήταν πολύ περιορισμένη και δεν υπήρχαν τότε τα παράγωγα, η σημερινή πιστωτική επέκταση με τις χίλιες δυο εφευρέσεις των παιδιών των επενδυτικών επιχειρήσεων που γέμισαν τη διεθνή αγορά με «απόβλητα». Τότε ο φόρος Τόμπιν, όπως είχε ονομαστεί, αποδοκιμάστηκε έντονα από πολλούς οικονομολόγους και απʼ όλους σχεδόν τους παράγοντες της αγοράς συναλλάγματος και τους τραπεζίτες. Φυσικό ήταν, καθώς αυτός ο φόρος, όπως και κάθε φόρος ή εισφορά, αυξάνουν το κόστος των συναλλαγών και τις περιορίζουν. Από πολλούς χαρακτηρίστηκε «ταμιευτικός», δηλαδή φόρος με αποκλειστικό σκοπό την αύξηση των εσόδων των κρατών που θα τον εφάρμοζαν. Όμως εάν δεν έχει καθολική εφαρμογή σε όλα τα κράτη και μάλιστα με τους ίδιους συντελεστές φορολόγησης είναι πολύ εύκολο να τον αποφύγουν οι ενδιαφερόμενοι, οπότε ο φόρος Τόμπιν δεν φέρνει έσοδα. Στη Σουηδία εφαρμόστηκε ο φόρος αυτός από το 1983 μέχρι το 1991, οπότε και εγκαταλείφτηκε καθώς δεν απέδιδε, γιατί οι σουηδοί επενδυτές στράφηκαν στις συναλλαγές στις άλλες χώρες. Τώρα μπορούν όλες οι χώρες να συμφωνήσουν στην επιβολή υψηλού φόρου Τόμπιν για να συνετίσουν την αμαρτωλή χρηματοπιστωτική αγορά; Μάλλον απίθανο. Εδώ δεν συμφωνούν για τη μείωση των προκλητικών μπόνους! Ξεχάστε τον λοιπόν!
2Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να επιβάλει υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα στις ΗΠΑ φτηνά κινεζικά ελαστικά αυτοκινήτων για τρία χρόνια (σε ποσοστό 35% για τον πρώτο χρόνο εφαρμογής, 30% για τον δεύτερο και 25% για τον τρίτο χρόνο) έδωσε την αφορμή να επανέλθει στην επικαιρότητα η συζήτηση για τον προστατευτισμό. Πράγματι η απόφαση αυτή της αμερικανικής κυβέρνησης αποβλέπει στην προστασία της εγχώριας βιομηχανίας παραγωγής ελαστικών που έχει συρρικνωθεί, με αποτέλεσμα την κατάργηση 5.000 θέσεων εργασίας, συνεπεία της εισαγωγής φθηνών κινέζικων ελαστικών που έχουν κατακλύσει την αγορά των ΗΠΑ. Οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς έφτασαν μάλιστα στο σημείο να χαρακτηρίσουν τον Πρόεδρο Ομπάμα «πρωταθλητή» ανάμεσα στους εχθρούς του ελεύθερου εμπορίου. Όμως η απόφαση για την επιβολή των εισαγωγικών δασμών πάρθηκε ύστερα από σχετική σύσταση της Αμερικανικής Επιτροπής για το Διεθνές Εμπόριο, η οποία πρότεινε δασμούς ύψους 55% επί της αξίας των εισαγομένων από την Κίνα ελαστικών, με γνώμονα αποκλειστικά και μόνον τα συμφέροντα της αμερικανικής οικονομίας. Οι ΗΠΑ ασφαλώς θέλουν ελεύθερο διεθνές εμπόριο μόνο για τη διακίνηση των δικών τους προϊόντων. Για τα ξένα προϊόντα τούς συμφέρουν οι δασμοί.
3Πολλοί αναλυτές της διεθνούς αγοράς επισημαίνουν ότι σε διάφορες χώρες επιστρέφει τώρα η τάση υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος, η οποία μάλιστα είναι εντονότερη σε εκείνες που έχουν ισχυρή οικονομία, όπως π.χ. στις ΗΠΑ, στην Κίνα, στη Γερμανία, στη Γαλλία κ.λπ. Μάλιστα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) έδωσε προ δεκαπενθημέρου λίστα με 91 μέτρα προστατευτισμού που έθεσαν σε εφαρμογή χώρες του G-20 μέσα στο χρονικό διάστημα Απριλίου – Αυγούστου 2009, παρά τη δέσμευσή τους στη Σύνοδο Κορυφής του Απριλίου 2009 ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουν την επάνοδο του προστατευτισμού. Πάντως η Κίνα, πουλώντας στις διεθνείς αγορές φθηνά προϊόντα, εξάγει μαζί με τα προϊόντα της και αντιπληθωρισμό και με την τακτική αυτή χτυπάει αλύπητα την κερδοσκοπία της ελεύθερης (ασύδοτης) αγοράς. Η κατάρρευση της ασυδοσίας των νεοφιλελεύθερων αγορών θα προκύψει από το στρίμωγμα της ελεύθερης αγοράς από τα προϊόντα της Κίνας και των άλλων χωρών της «ζώνης χαμηλού κόστους». Η συνεχής λιτότητα των εργαζομένων στρέφει την καταναλωτική προτίμηση προς τα ασιατικά φθηνά προϊόντα, που έχουν τιμές προσβάσιμες στα αναιμικά πορτοφόλια. Τα ακριβά επώνυμα είδη θα καταναλώνονται από την ελίτ των μεγαλοεισοδηματιών που είναι ελάχιστοι και ευτυχώς δεν μπορούν να στηρίξουν την ασύδοτη αγορά. Προς τα εκεί βαδίζουμε.


Σχολιάστε εδώ