Πολιτικών αφέλειες
Σ’ αυτόν τον, από πολλές πλευρές παράξενο, μοναδικό και σε ορισμένες του πτυχές «καινοτόμο», «καθοδηγούμενο» προεκλογικό αγώνα, ακούστηκαν διάφορα τα
οποία αξίζουν να γίνουν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης με τη συμμετοχή και του επιστημονικού κόσμου, κυρίως πολιτικών επιστημόνων και διεθνολόγων, αλλά και του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών.
Εμείς σταχυολογήσαμε δύο περιπτώσεις επιχειρηματολογίας και πολιτικής ρητορικής και επιχειρούμε να προσεγγίσουμε κριτικά τις έννοιες.
Η πρώτη αναφέρεται στην έκφραση που συνηθίζεται
από διάφορους πολιτευόμενους, υποψηφίους, σημερινούς και αυριανούς βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, γενικότερα ανθρώπους που δυνάμει ανήκουν στην πολιτική ηγεσία της χώρας και που συνηθίζουν να μιλούν για την «ανάγκη αλλαγής του πολιτικού συστήματος της χώρας»!
Δεν ξέρουμε αν πραγματικά αντιλαμβάνονται τι θα μπορούσε να σημαίνει για την Ελλάδα ένα τέτοιο εγχείρημα, διότι αλλαγή του πολιτικού συστήματος σημαίνει ανατροπή των δομών και του θεσμικού πλαισίου επί του οποίου εδράζεται το πολίτευμα της χώρας και ο θεμελιώδης νόμος λειτουργίας του κράτους, αλλά και η πολιτική οργάνωση της Πολιτείας εν τη στενή και τη ευρεία εννοία του όρου.
Όταν λέμε αλλαγή του πολιτικού συστήματος, εννοούμε ανατροπή των δομών επί του οποίου εδράζεται, πράγμα που συντελέστηκε, οσάκις συνέβη στη χώρα μας, ως αποτέλεσμα επαναστατικών μεταβολών καθ’ όλη τη διάρκεια των περίπου 180 ετών ζωής του ελληνικού κράτους.
Η τελευταία φορά που επήλθε μια τέτοια ανατροπή του πολιτικού συστήματος ήταν το 1974, όταν κατέρρευσε,
υπό το βάρος των τραγικών εξελίξεων στην Κύπρο, η δικτατορία και επανήλθε το δημοκρατικό πολίτευμα στην κοιτίδα του. Προφανώς οι ομιλούντες περί αλλαγής στο πολιτικό σύστημα εννοούν όχι αλλαγές δομών, πράγμα που επέρχεται κατόπιν επαναστατικών αλλαγών, όπως είπαμε, αλλά θεσμικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό του κράτους, στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής και των πολιτικών, η οποία διαταράχθηκε τα μάλα και κυρίως στην ίδρυση και εμπέδωση θεσμών, γιατί η χώρα πάσχει από ανυπαρξία θεσμών στο επίπεδο του κράτους και της δημόσιας διοίκησης.
Το άλλο ζήτημα που ετέθη, και αξίζει άμεσου σχολιασμού γιατί μπορεί να καταστεί επικίνδυνο για την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της χώρας αν καταστεί κυρίαρχη αντίληψη, είναι η ανιστόρητη και αφελής, κατά την άποψή μας, πολιτικά, άποψη που εξέφρασε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσίπρας περί της ανάγκης αμοιβαίας μείωσης των εξοπλισμών Ελλάδας – Τουρκίας, ως αναγκαίου όρου και προϋπόθεσης που θα συνέβαλλε στην ειρήνη και τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.
Αυτή η αντίληψη εμφανίζει τις δύο χώρες ως αμοιβαία εξοπλιζόμενες, οδηγούμενες στη σύγκρουση και την εσωτερική εξαθλίωση των κοινωνιών τους εξαιτίας των εξοπλισμών που πραγματοποιούν οι δυο χώρες, χωρίς να κρίνει ο διατυπώσας αυτήν τη θέση ούτε το πολιτικό σύστημα και το καθεστώς κάθε χώρας ούτε το ποιος αποφασίζει σε κάθε χώρα και με ποια νομιμοποίηση ούτε και το τι επιδιώκει, δηλαδή ποια είναι η στρατηγική της κάθε χώρας απέναντι στην άλλη, ούτε επίσης το ισοζύγιο δυνάμεων και τις ισορροπίες που διαμορφώνονται στην περιοχή, σε σχέση με τη χώρα μας. Εδώ βάζουμε την Ελλάδα και την Τουρκία στο ίδιο τσουβάλι, τις προσεγγίζουμε ισοπεδωτικά, δηλαδή χωρίς κριτήρια διαφοροποίησης ως προς τον επιτιθέμενο και τον εν αμύνη, και κυρίως δεν μπαίνουμε στον κόπο να ερευνήσουμε αυτό που όλοι οι αναλυτές διεθνώς παραδέχονται, ότι η Τουρκία επιδιώκει τη μετατροπή της από ένα στρατοκρατούμενο, αυταρχικά δομημένο κράτος, σε μια ηγεμονική δύναμη όχι μόνο έναντι της Ελλάδος, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Είναι σαφές πως η Ελλάδα, και εδώ ομιλούμε για όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, δεν θα είχε πρόβλημα να έλθει σε συμφωνία με την Τουρκία με στόχο την αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στην τουρκική ηγεσία, της οποίας η νομιμοποίηση είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας, αφού εμείς μέσα από τη δημοκρατική νομιμοποίηση δεχόμαστε την κρίση της κοινωνίας ανά πάσα στιγμή, όπου υφίσταται μια διαρκής αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ κοινής γνώμης και ηγεσίας που παίρνει τις αποφάσεις, ενώ στην Τουρκία οι αποφάσεις λαμβάνονται από το Συμβούλιο
Εθνικής Ασφάλειας όπου οι αποφάσεις για θέματα υψηλής στρατηγικής και ασφάλειας λαμβάνονται με πλήρη ανυπαρξία επίδρασης της κοινής γνώμης. Εξάλλου το τουρκικό στράτευμα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στην τουρκική πολιτική αλλά και στην τουρκική οικονομία, με υψηλά ποσοστά νομιμοποίησης για τον πολιτικό του ρόλο στην κοινή γνώμη.
Τέλος, πρέπει να δούμε ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος εν προκειμένω, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, ποια είναι η αναθεωρητική δύναμη που δεν αποδέχεται το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες ως βάση για τη διευθέτηση των όποιων πραγματικών διαφορών θα μπορούσαν να υπάρχουν.
Είναι σαφής η απάντηση και προφανή τα αδιέξοδα για όλους εκείνους που πιστεύουν πως οι καλές προθέσεις και η ικανότητα ρητορικής πειθούς θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ειρήνη και τη συνεργασία. Το αδιέξοδο εντείνεται ακόμη περισσότερο αν σκεφτεί κανείς πως, αν κάναμε υποθετικά ορισμένες παραχωρήσεις στο Αιγαίο, θα μπορούσαμε να κερδίζαμε την ειρήνη, κάτι που θα αποτελούσε και πάλι μια τραγική πλάνη χειρότερη της πρώτης, αφού η Τουρκία δεν θα σταματούσε εκεί. Θα έθετε στη συνέχεια νέα ζητήματα που θα δορυφοροποιούσαν απολύτως τη χώρα μας υπό την τουρκική ηγεμονία. Έχουμε δυστυχώς έναν επικίνδυνο γείτονα, ο οποίος διεκδικεί για λόγους στρατηγικής και γεωπολιτικών συμφερόντων τον πλήρη έλεγχο του Αιγαίου, μια περιοχή που όχι μόνο διεθνολογικά, αλλά και ιστορικά, πολιτιστικά, κοινωνικά ανήκει στην Ελλάδα ανά τους αιώνες αποτελεί τον πνεύμονα ουσιαστικά της χώρας μας.