ΜΙΑ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΦΑΡΣΑ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΠΙΣΤΙΑΣ

Όταν δέν έχεις τί νά πείς
λέγεις παλαβομάρες
καί επαναλαμβάνεσαι
πάντα μέ χαζομάρες.

Κάνεις μία περίληψη
ενός λεξιλογίου
από παλιά μαθήματα
τού ίδιου Κολεγίου.

Τʼ αμερικάνικο τουπέ
δέν λέει νά σ’ αφήσει
ακόμα κι όταν βρίσκεσαι
στήν ελληνίδα φύση.

Μιλάς, μιλάς αστόχαστα
καί θές νά υποτάξεις
τά όσα δέν σεβάστηκες
κι ούτε ποτέ θά πράξεις.

Η κωμωδία προχωρά
βάσει ενός σχεδίου
καί κάνεις καί τόν ήρωα
εντός κενού πεδίου.

Ο Λόγος δέν σέ ακουμπά
είν’ αδειανό δοχείο,
είσαι ως άνθος μαραθέν
σ’ ένα ανθοδοχείο.

Δέν ξέρεις πού ευρίσκεσαι
καί ούτε πού σέ νοιάζει
τό πόσοι σέ περιγελούν.
Δέν ξέρεις πού βραδιάζει.

Έχεις μαύρα μεσάνυχτα
λουόμενος στά φώτα,
είσαι καράβι στ’ ανοιχτά
πού πλέει δίχως ρότα.

Είσαι ο εαυτούλης σου
οι άλλοι δέν υπάρχουν
ακούς μονάχα διαταγές
εκείνων πού σέ άρχουν.

Κι αρχόμενος επιθυμείς
νά άρχεις μέ μανία
ν’ αρπάξεις αχαλίνωτος
τού κράτους τά ηνία.

Είναι γιά σέ μιά ηδονή
τό νά εξουσιάζεις
μά εκεί πού σέ χρειάζονται
πάντα απουσιάζεις.

Μάς λές πάντα ακούραστα
τήν ίδια ιστορία
κι εν περιλήψει γίνεσαι
μιά άδεια μπαταρία.

Δέν σέ λυπάμαι, σέ πονώ
μά πρέπει νά γνωρίσεις
πώς πρέπει νά διοικηθείς
προτού νά διοικήσεις.

Τά Ντί καί Μπέιτ κ.λπ.
είναι ξένες πατρόνες.
Από τήν Πνύκα σέ κοιτούν
οι αυστηροί αιώνες.
…………………………………
…………………………………
…………………………………
…………………………………
…………………………………

Όχι, δέν ντρέπομαι
πού είμαι Έλληνας,
φοβάμαι πού εσύ
κάνεις τόν «Έλληνα».


Σχολιάστε εδώ