Η προσέγγιση της Άγκυρας με τη Δαμασκό
Η επίσκεψη του Μπάσαρ αλ-Άσαντ στην Κωνσταντινούπολη, λίγες μέρες πριν από την εορτή του Ραμαζανίου, επεφύλασσε μια αναπάντεχη έκπληξη για την τουρκική ηγεσία. Κατά την αναχώρησή του από τη Δαμασκό ο σύρος Πρόεδρος, προσκεκλημένος στο δείπνο (ιφτάρ) που παρέθεσε η Τοπική Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως του ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ μετά τη λήξη της ολοήμερης νηστείας των μουσουλμάνων, αποκάλυψε την πρόθεσή του να παρέχει αμνηστία σε όσους κούρδους αγωνιστές του ΡΚΚ, κατόχους της συριακής υπηκοότητας, που αγωνίζονται ως επί το πλείστον στο βόρειο Ιράκ, αποφασίσουν να καταθέσουν τα όπλα.
Η είδηση από τη συριακή πρωτεύουσα δημιούργησε κλίμα ευφορίας στη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Άγκυρας, καθώς φάνηκε ότι το «δημοκρατικό άνοιγμα» που αποφάσισε το ΑΚΡ προς τους Κούρδους έχει απήχηση και στις όμορες μεσανατολικές χώρες της Τουρκίας με σημαντικό κουρδικό πληθυσμό. Ωστόσο, στον τουρκικό Τύπο δεν ήταν λίγες οι φωνές που εξέφρασαν δυσπιστία προς τα όσα ανήγγειλε ο σύρος ηγέτης. Αρκετοί ήταν, φερ’ ειπείν, εκείνοι που θεώρησαν δώρο άδωρο τη χειρονομία καλής θέλησης του αλ-Άσαντ, θεωρώντας ότι, καθώς η Συρία είχε κηρύξει πριν από δεκαετίες έκπτωτους της συριακής υπηκοότητας πολλές χιλιάδες Κούρδους, πολλοί εκ των οποίων ενδέχεται να έχουν πυκνώσει τις τάξεις του ΡΚΚ, η ασυλία που τους παρέχεται δεν τους αφορά. Στην υιοθέτηση αυτής της αρνητικής στάσης συνέβαλε αποφασιστικά και η επίσημη αντίληψη της ιστορίας, που καλλιεργεί την καχυποψία ακόμη και προς τους γειτονικούς μουσουλμανικούς λαούς. Η στάση που τήρησε το γειτονικό αραβικό έθνος από τον Αʼ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, την εποχή που η Άγκυρα και η Δαμασκός ήρθαν στα πρόθυρα του πολέμου εξαιτίας του ΡΚΚ, αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που τροφοδοτεί αυτήν την καχυποψία, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ενίοτε και ως μοχλός πίεσης προς τη συριακή πλευρά για περαιτέρω παραχωρήσεις και έμπρακτη απόδειξη «καλής γειτονίας».
Το παραπάνω επιβεβαιώνεται περίτρανα και από το ότι την ίδια χρονική περίοδο οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας και της Συρίας υπέγραφαν στην Κωνσταντινούπολη συμφωνία για την ίδρυση Ανωτάτου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας, παρόμοιου μ’ εκείνο που είχε συσταθεί με το Ιράκ τον Ιούλιο του 2008. Η συμφωνία προβλέπει συνεργασία κυρίως στα θέματα της αντιμετώπισης του κουρδικού ένοπλου αγώνα και περιοδικές συναντήσεις υπουργών για τη χάραξη κοινής δράσης στα θέματα ασφάλειας. Με τον τρόπο αυτόν δρομολογείται από την Άγκυρα η σύσταση ενός ευρύτερου μηχανισμού ασφαλείας στην περιοχή μεταξύ της Τουρκίας, του Ιράκ και της Συρίας, ο οποίος θα τελεί υπό τον απόλυτο έλεγχο της πρώτης.
Η ειρωνεία του πράγματος έγκειται στο ότι ο ίδιος ο Ερντογάν δεν άργησε να προσφύγει σε αλλαγές στο περίβλημα του «δημοκρατικού ανοίγματος» προς τους Κούρδους, αποκαλώντας το «διαδικασία εθνικής ενότητας», ονομασία που από μόνη της προδίδει το πνεύμα του «συνδρόμου των Σεβρών», που καθοδηγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις κινήσεις της τουρκικής ηγεσίας και που φαίνεται τελικά ότι επικράτησε στις επιλογές και του ΑΚΡ.
Για την Ελλάδα, η σύγκλιση της Δαμασκού προς τις γραμμές της Άγκυρας είναι σαφώς ένα δυσάρεστο γεγονός που έχει δρομολογηθεί το τελευταίο διάστημα. Οι άμεσες συνέπειες όχι μόνο της απομάκρυνσής μας, αλλά και της σχεδόν παντελούς αποχής μας από τη Μέση Ανατολή, έχουν αρχίσει να γίνονται κιόλας αισθητές, με τη σταδιακή διολίσθηση των αραβικών χωρών προς τις θέσεις της Άγκυρας στο Κυπριακό. Ας ελπίσουμε ότι η χρόνια αδυναμία μας σε αυτόν τον τομέα δεν θα επιβαρυνθεί επιπλέον και από τις δυσχέρειες της ιδιαίτερης αυτής περιόδου που διανύουμε.
Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος