ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Έξι ήταν τα πρόσωπα του Πιραντέλο που ζητούσαν εναγωνίως τον συγγραφέα για να περιγράψει το δράμα τους. Αντίθετα είναι πολύ περισσότερα τα κωμικοτραγικά πρόσωπα της πολιτικής μας μπαλαφάρας που κι αυτά πήραν τέλος, μένοντας έξω από τους εκλογικούς θιάσους και ρίχνοντας έτσι και την αυλαία στα πολιτικά τους σενάρια, μέσα στα οποία ήταν και η φιλοδοξία να ξυπνήσουν υπουργοί ένα χαρούμενο πρωί ή -γιατί όχι;- και πρωθυπουργοί μια τρισχαρούμενη χαραυγή.
Έτσι, για να μιλήσουμε λιγάκι και με θεατρική ορολογία επειδή είναι πολύ το «θέατρο του παραλόγου», για να μην πω και το «καραγκιοζιλίκι του εμπαιγμού» που τρώμε μέχρι σκασμού αυτόν τον καιρό. Και με την ευκαιρία, μαζί με το «στρίβειν»… και το «παπαρδελίζειν» που λέγαμε, προσθέστε τώρα και το «παπατζηλακίζειν» για να ολοκληρώσετε το σύγχρονο γλωσσάριο. Και έτσι έγινε και τούτο το παράξενο, αφού μια από τις πιο δικαιολογημένες και σίγουρα όχι απρόβλεπτες ιδιαιτερότητες αυτών των φθινοπωρινών και λόγω «τέλους εποχής» εκλογών, ήταν το ότι περισσότερο ενδιαφέρον είχαν οι «κομμένοι» και «έξω του νυμφώνος», οι κύριοι «Ξου» και λιγότερο οι επιλεγμένοι για την επαιτεία του σταυρού προτίμησης («…ελεήστε τον αόμματο, καλέ κυρία, κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω») των δύο πρωτοκλασάτων κομμάτων, αμφότερα βαρύτατα τραυματισμένων εξαιτίας των συνεχών κατολισθήσεων. Και καλά για αυτούς που πρόλαβαν να παραιτηθούν για να διατηρήσουν κάποια υπόλοιπα από το στραπατσαρισμένο τους προφίλ. Οι άλλοι όμως; Που ως την τελευταία στιγμή είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους στη μεγαλοψυχία και την ανεκτικότητα του αρχηγού, που τι να σου κάνει κι αυτός και πώς να μερεμετίσει και τη δική του ετοιμόρροπη κυριαρχία, γι’ αυτό και τους κατέβασε στον τελευταίο σταθμό πριν το τρένο να σφυρίξει τρεις φορές για τον συντροφικό αποχαιρετισμό. Και ούτε πουλί πετάμενο από την παλιά φρουρά των ένδοξων ημερών. Και άντε να ξανακούσεις Κουτσόγιωργα να φωνάζει «δεν δικαιούσθε διά να ομιλείτε, κύριε Μητσοτάκη» και άντε να ξαναδείς Συνοδινού να τα μαζεύει, να σηκώνεται και να τους γυρίζει την πλάτη φτάνοντας στην έξοδο και να τους φωνάζει «χαίρετε και να μη σας ξαναδώ μπροστά μου».
Και άδικα πήγανε και τα ακριβά κοστούμια και οι μοντέρνες γραβάτες που περιμένανε στις ντουλάπες για να καμαρώσουμε παπαρδελίζοντας στα τηλεοπτικά παράθυρα, για να μην πω ότι για μερικούς έπαιξε τον ρόλο του και κάποιος Φουστάνος για «αισθητική παρέμβαση» και ειδικά μάλιστα και για μια σοσιαλιστική τσαρίνα που όταν την είδαμε στο γυαλί αναρωτηθήκαμε αν ήταν αυτή που ξέραμε ή μήπως κάποια μικρανιψιά της πήρε τη θέση της. Ίσως μάλιστα και επειδή και τα δύο κορυφαία κόμματα, όσο και αν δεν το παραδέχονται, μικρές είναι οι διαφορές τους, το καλύτερο για λόγους διαφημιστικούς θα ήταν να βάλουν το ένα μια σκούπα και ένα φαράσι για σήμα, ενώ το άλλο να χρησιμοποιήσει το παλιό απορρυπαντικό σλόγκαν «29 κατασκευαστές πλυντηρίων συνιστούν διαγραφή», άσχετα βέβαια αν τόσο η σκούπα με το φαράσι και το σλόγκαν για την απορρύπανση θα μπορούσαν να μαζέψουν όλα τα σκουπίδια, αφήνοντας πίσω και μερικά για να γίνεται η δουλειά πιο αποτελεσματικά.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά όλη αυτή η ιστορία για τις «άρον άρον» εκλογές, μόνο και μόνο για να εξυπηρετηθεί το κομματικό παιχνίδι, λες και τα πάντα είναι στα χέρια του κ. Καραμανλή και του κ. Παπανδρέου και όχι και στη δική μας γνώμη, που από την τσέπη μας και μόνο εξαρτάται η ύπαρξη του κράτους, δεν ξέρω, λέω γιατί μου θυμίζει τους θίασους της «αρπαχτής» από εκείνους δηλαδή που γίνονται όταν σέρνεται ανεργία στη θεατρική αγορά, όπως ήταν κάποτε το καφενείο των ηθοποιών στην Πλατεία Ομονοίας, που κάθε μέρα ήταν μαζεμένοι εκεί όλοι οι άνεργοι ηθοποιοί περιμένοντας από κάπου να εμφανιστεί η ευκαιρία για το μεροκάματο. Έτσι και στην περίπτωση της περίπου «αρπαχτής» της 4ης Οκτωβρίου, να μαζέψουμε ό,τι βρεθεί, φτάνει να μην κουβαλάει αμαρτίες του παρελθόντος, με έντονη και τη γυναικεία παρουσία ιδιαίτερα από τον χώρο του θεάτρου, για να μην ξεχάσουμε και τη συμμετοχή και μιας πρώην «Σταρ Ελλάς» ή κάτι τέτοιο «σταροειδές» που μου θύμισε την απάντηση για την πρόσληψη στον θίασο μιας ατάλαντης αλλά χυμώδους στην εμφάνιση: «Δεν τα λέει, αλλά τα δείχνει»! Και εδώ δανείζομαι την παρατήρηση της κ. Διαμαντάκου από το σχόλιό της στα «Νέα» για «τις μοντέλες που μιας και δεν βρήκαν εφοπλιστή να νοικοκυρευτούν, κατεβαίνουν για βουλευτίνες»! Και τσίρκο σκέτο η ιστορία…
Δύο επιθεωρήσεις ετοιμάζονται για τον χειμώνα και μάλιστα από συγγραφείς με φρέσκα μυαλά, στο «Αλίκης» η μια και στο «Πειραιώς 136» η άλλη, εν όψει των εκλογικών αποτελεσμάτων. Κάτι ανάλογο είχε γίνει και στις κρίσιμες εκλογές του 1981, όταν ο προβλεπτικός Μπουρνέλλης (γάτα σκέτη ο άνθρωπος!) βλέποντας τη σίγουρη, τότε, επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, είχε αναθέσει στον Ηλία Λυμπερόπουλο, τον Γιώργο Κατσαρό και τον υποφαινόμενο, δύο μήνες πριν να ετοιμάσουμε την πρώτη μετεκλογική επιθεώρηση, που ανέβηκε 10 ημέρες μετά τα αποτελέσματα, με τίτλο «Να τι θέλει ο λαός» και έσπασαν οι πόρτες. Εύχομαι το ίδιο και για τις φετινές και από υλικό… άλλο τίποτα! Η καλύτερή τους…
Δύο συγγραφείς που ζητούν… πρόσωπα!
Τα συγγραφικά δίδυμα είναι μια πολύ ειδική συγγραφική περίπτωση, γι’ αυτό και πολύ σπάνια, με εξαίρεση θα έλεγα το ελληνικό θέατρο που έχει να παρουσιάσει μερικές περιπτώσεις ιδιαίτερα επιτυχημένες, όπως τα δίδυμα Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, Τσιφόρου – Βασιλειάδη και Γιαλαμά – Πρετεντέρη, αντίθετα με το παραγωγικότατο γαλλικό θέατρο όπου μοναδική του περίπτωση ήταν οι Μπαριγέ και Κρεντί και ίσως ένα ή δύο ακόμα δευτερότερης σημασίας. Αντίθετα με τον κανόνα όπου οι θεατρικοί συγγραφείς αποτελούν μονάδες, ανάλογα με τις ικανότητές του ο καθένας. Και μιλάμε πάντα για το θέατρο πρόζας, αντίθετα με την επιθεώρηση όπου οι συνεργαζόμενες ομάδες είναι απαραίτητες. Και ως προς τον τρόπο που λειτουργούν αυτές οι δυάδες, δηλαδή ποιος είναι ο «αρχιτέκτονας» που σχεδιάζει τον μύθο και ποιος είναι ο «εργολάβος» που στρώνεται στο γράψιμο (και οι δύο το ίδιο σπουδαίες και δύσκολες δουλειές) ή αν πάλι μαζί απλώνουν τον μύθο και στη συνέχεια κάθονται ο ένας αντίκρυ στον άλλο, γράφουν τους διαλόγους, κόβοντας ο ένας και ράβοντας ο άλλος, αυτή είναι μια άλλη συνεργασία. Όμως κάποιος πρέπει να προηγείται, γιατί δεν είναι δυνατόν η ίδια ιδέα να γεννηθεί συγχρόνως στο μυαλό και των δύο, αλλά το θέμα δεν είναι εκεί αλλά στο αν τα δύο σκέλη της συνεργασίας συμπλέουν στην αισθητική, στο χιούμορ και στην αντίληψη της ζωής, από τη στιγμή που ένα έργο, σε όποιο είδος και αν ανήκει, αποτελεί εικόνα και σχόλιο μιας κοινωνικής πραγματικότητας με τους ανθρώπινους χαρακτήρες που τη συνθέτουν. Από τη νεότερη συγγραφική παραγωγή έχει ξεχωρίσει το δίδυμο των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, που κοντά δύο δεκαετίες έχουν να επιδείξουν μια ξεχωριστή και αξιόλογη δραστηριότητα, που σε πολλά σημεία θυμίζουν εκείνη την ακούραστη συνεργασία του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου, με θεατρικά έργα, σενάρια, σκηνοθεσίες, τραγούδια και γενικά ό,τι αποτελεί το θεατρικό γίγνεσθαι.
Διάβασα με προσοχή αυτά που διατυπώνουν σε πρόσφατη συνέντευξή τους, χωρίς να απουσιάζει μια κάποια δόση εγωκεντρισμού και αυτοπροβολής, απόλυτα δικαιολογημένες, όταν στο ενεργητικό τους οι επιτυχίες παρουσιάζουν συντριπτικό προβάδισμα και όταν αυτή τη στιγμή ετοιμάζουν το ανέβασμα δύο νέων έργων στο θέατρο, τη συνέχεια δύο επιτυχημένων και συγχρόνως μια νέα συνεργασία τους στην τηλεόραση. Μια τέτοια δραστηριότητα δημιουργεί αυτόματα και το συναίσθημα της υπεροχής, όμως εκεί που θα διαφωνήσω, αφού υπογραμμίσω την εκτίμησή μου για την πάντα επιμελημένη δουλειά τους, είναι στην αναφορά τους για τον ελληνικό λόγο (το μεταφέρω ακριβώς όπως διατυπώνεται) για τον μέσο Έλληνα και το χιούμορ του είτε ήταν εκτοπισμένα από τις θεατρικές σκηνές είτε εκπροσωπούνταν από συγγραφείς, χοντρικά τη γενιά του Σακελλάριου, που δεν ήταν στην ακμή τους και εν πάση περιπτώσει δεν ήταν αυτή η γενιά που έδινε το στίγμα του ελληνικού θεατρικού λόγου της εποχής και πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, ήρθαν αυτοί για να αποκαταστήσουν τον σωστό θεατρικό λόγο. Και δεν ξέρω αν μέσα σ’ αυτό τον «σωστό λόγο» περιλαμβάνονται και όχι λίγες από τις σεξουαλικές χοντράδες («Safe sex» κ.λπ.) για τις οποίες έχουν ιδιαίτερη αδυναμία να αναφέρονται.
Η απάντηση που θα μπορούσε κανένας να τους δώσει, σ’ αυτόν τον απαξιωτικό, για να μην τον χαρακτηρίσω και αναιδέστατο ισχυρισμό, είναι να ρίξουν μια ματιά στις ελληνικές ταινίες, πολλές από αυτές στηριγμένες σε σεναριοποιημένα θεατρικά έργα που παίζονται στην τηλεόραση, για να διαπιστώσουν αν ο Σακελλάριος και ο Γιαννακόπουλος και ο Ψαθάς και ο Τσιφόρος και ο Γιαλαμάς και ο Πρετεντέρης και ο Βασιλειάδης, αν ήξεραν λέω, προσθέτοντας και τους πιο προοδευτικούς εκείνης της εποχής, τον Καμπανέλλη, τον Σκούρτη, τον Μουρσελά, τον Μποστ, την Αναγνωστάκη, τον Καρρά, τον Κεχαΐδη, να χειριστούν σωστά τον θεατρικό λόγο και το χιούμορ στη θεατρική έκφραση και με τις ανάλογες αναφορές κάθε άλλο παρά «εκτοπισμένες» και μάλιστα κάτω από συνθήκες περιορισμού και αφόρητου ελέγχου της Λογοκρισίας, εντελώς διαφορετικές από τη σημερινή ελευθερία του λόγου και της απροκάλυπτης ιδιαιτερότητας. Για να τους θυμίσω ακόμα με πόσο σεβασμό μιλούσαν όλοι εκείνοι για τους δικούς τους δασκάλους όπως ήταν ο Ξενόπουλος και ο Μελάς και ο Χορν και ο Μπόγρης και οι τόσοι άλλοι και το αρχείο της Εταιρείας των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων στη διάθεσή τους για να τους πληροφορηθούν.
Και ειλικρινώς τους εύχομαι, ύστερα από 40 και 50 χρόνια, τα έργα τους να έχουν την ίδια αποδοχή του κόσμου όπως συνεχίζουν να έχουν ο «Ήρως με παντόφλες» και ο «Μαυρογιαλούρος» και το «Μιας πεντάρας νιάτα» και το «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος» και το «Φωνάζει ο κλέφτης» και τα όσα (κάπου 200…) άλλα!
Καλός και ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου καλός, αλλά δεν έχουν ανακαλύψει και την Αμερική. Μην τρελαθούμε…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ