Παρακολουθώντας την Ιστορία
Κι αυτή η κατάδηλη απουσία πολιτικού βάρους, πολιτικής συγκρότησης και δράσης των θεσμικών οργάνων και των στελεχών της αποτελεί ίσως τον πιο κρίσιμο παράγοντα που οδήγησε στη σημερινή της ιστορική κρίση και κατάρρευση.
Ο Κ. Καραμανλής, οι κυβερνήσεις του, το κόμμα της ΝΔ, εδώ και πέντε χρόνια αναζητούν συνεχώς τον χαμένο χρόνο της πολιτικής τους δράσης. Ποτέ σχεδόν δεν μπόρεσαν να ελέγξουν και να διαχειρισθούν τον πολιτικό χρόνο. Να οργανώσουν τις αναγκαίες καίριες παρεμβάσεις, να επωφεληθούν από τους ευνοϊκούς συσχετισμούς, να αναπτύξουν πρωτοβουλίες και να δημιουργήσουν γεγονότα ικανά να διασφαλίσουν μεσοπρόθεσμα την πολιτική ηγεμονία της παράταξής τους.
Η στοιχειώδης ορθολογική διαχείριση του εκλογικού κύκλου επέβαλλε στον Κ. Καραμανλή να προωθήσει σημαντικές αλλαγές στα θέματα της διαπλοκής, της αναδιάρθρωσης του κρατικού μηχανισμού, της φορολογίας, της παιδείας, στην αρχή της πρώτης τετραετίας. Η ευφορία όμως από την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων λειτούργησε ως πολιτικό ναρκωτικό, που οδήγησε την κυβέρνηση σε πλήρη αδράνεια και επανάπαυση για μεγάλο διάστημα.
Όταν ο Κ. Καραμανλής επιχείρησε τη σύγκρουση για τον βασικό μέτοχο, δεν είχε καν διασφαλίσει την κοινή στάση και συναίνεση των κυβερνητικών στελεχών. Μέσα σε λίγο διάστημα ένα από τα κύρια πολιτικά του επιχειρήματα, η μάχη κατά της διαπλοκής και των «βαρόνων» των ΜΜΕ, χάθηκε χωρίς καν να δοθεί.
Το δεύτερο και καίριο πλήγμα κατά του «ηθικού επιχειρήματος» που προβλήθηκε από τον Κ. Καραμανλή και τη ΝΔ στις εκλογές του 2004 καταφέρθηκε μέσα από μια ατελεύτητη σειρά σκανδάλων που ξεκίνησαν με τα ομόλογα και έφθασαν στην υπόθεση της Ζήμενς. Ανεξάρτητα από το πραγματικό μέγεθος των σκανδάλων αυτών και τον βαθμό της κυβερνητικής ευθύνης, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτικής παρουσίας και παρέμβασης της κυβέρνησης της ΝΔ και του πρωθυπουργού ήταν οι εκ των υστέρων καθυστερημένες αντιδράσεις που αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν το ήδη συσσωρευμένο πολιτικό κόστος.
Μια έγκαιρη παρέμβαση την ώρα που εμφανίζεται μια κρίση, ένα αρνητικό γεγονός, μπορεί όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις αλλά και να εξελιχθεί θετικά, αφού οι πολίτες μπορούν να αναγνωρίσουν την καλή πίστη ενός πρωθυπουργού που προσπαθεί αμέσως να διορθώσει το λάθος. Αντίθετα, στη «λογική» της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού κυριάρχησε η αντίληψη ότι τα αρνητικά γεγονότα αφομοιώνονται, ξεχνιούνται, ξεπερνιούνται από τα επόμενα γεγονότα… Όμως μπορεί στα πρώτα «λάθη» ο πολιτικός χρόνος να στέκεται επιεικής, όταν όμως τα «λάθη» αυτά επαναλαμβάνονται, τότε γίνεται αμείλικτος και συσσωρεύει στα τωρινά και τα δήθεν ξεχασμένα «λάθη» του παρελθόντος. Δρα όχι μόνο αθροιστικά αλλά και πολλαπλασιαστικά. Αυτό δεν μπόρεσε ποτέ να το κατανοήσει ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος κάθε φορά κατέφευγε σε μάχες οπισθοφυλακών…
Εάν ο Κ. Καραμανλής είχε εκφωνήσει τη φετινή πολιτική του ομιλία στη ΔΕΘ πέρυσι, εάν είχε ξεκαθαρίσει από τότε το θέμα του Γ. Βουλγαράκη και του Βατοπεδίου, ίσως σήμερα να βρισκόμασταν μπροστά σ’ ένα διαφορετικό πολιτικό-εκλογικό τοπίο.
Ποιο πολιτικό πλεονέκτημα μπορούν άραγε να προσφέρουν σήμερα στον Κ. Καραμανλή και στη ΝΔ τα «καθαρά» ψηφοδέλτια, όταν με τον τρόπο που η παράταξη αυτή ως κυβέρνηση αντιμετώπισε το θέμα των σκανδάλων εμπέδωσε στη συνείδηση των πολιτών τη γνώμη ότι «όλοι είναι ίδιοι» και ότι επί Νέας Δημοκρατίας η κατάσταση εξελίχθηκε επί τα χείρω; Έτσι τα «καθαρά» ψηφοδέλτια μετατρέπονται σε ληγμένα πολιτικά γραμμάτια που τα ακύρωσε ο χαμένος πολιτικός χρόνος.
Το ΠΑΣΟΚ, αντίθετα, πορεύεται σήμερα προς την εξουσία χρησιμοποιώντας τον χαμένο χρόνο της ΝΔ, την κυβερνητική της απουσία από τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Δεν δημιούργησε το ίδιο καίριες πολιτικές παρεμβάσεις, δεν διαμόρφωσε πολιτικά γεγονότα και καταστάσεις. Σπατάλησε και αυτό τον δικό του πολιτικό χρόνο αρκούμενο σε μια στρατηγική φθοράς και παρατεταμένης σκανδαλολογίας προς την κυβερνητική παράταξη. Η ήττα του 2007 και η επακολουθήσασα εσωκομματική κρίση και σύγκρουση κατέδειξαν τα πολιτικά του όρια και τις συνέπειες της πολιτικής του απουσίας και της αδυναμίας του να διαμορφώσει τις εξελίξεις.
Όμως μετά τις επερχόμενες εκλογές ο πολιτικός χρόνος που διαθέτει το ΠΑΣΟΚ θα είναι οριακός. Δεν υπάρχει πλέον περίοδος χάριτος. Τόσο τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί η διεθνής οικονομική κρίση όσο και οι εγγενείς οικονομικές, κοινωνικές και θεσμικές αδυναμίες της χώρας απαιτούν κρίσιμες παρεμβάσεις και συγκροτημένες πολιτικές επιλογές.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν το ΠΑΣΟΚ θα αρκεσθεί σε μια εκ των ενόντων διαχείριση, παρακολουθώντας στην πράξη τις εξελίξεις, ή εάν διαθέτει τη δυναμική να δημιουργήσει γεγονότα, να διαμορφώσει την «ατζέντα» των εξελίξεων.
Πάντως στην κυβερνητική εξουσία το ΠΑΣΟΚ έρχεται όχι ως μια ηγεμονική πολιτική δύναμη, όχι ως έκφραση μιας πολιτικής-κοινωνικής δυναμικής, αλλά ως αναγκαία και μοναδική δυνατότητα εναλλαγής απέναντι σε μια καταρρέουσα -και ουσιαστικώς παραιτηθείσα από τον ρόλο της- εξουσία. Συνακόλουθα, επειδή και ο χαρακτήρας της κοινωνικής αποδοχής και νομιμοποίησης της νέας κυβερνητικής εξουσίας είναι ασθενής και περιορισμένος, αυτή θα συναντήσει εξαρχής τη δυσπιστία και την αμφισβήτηση.
Από εδώ και πέρα, συνεπώς, για το ΠΑΣΟΚ ο πολιτικός χρόνος δεν θα είναι ουδέτερος -όπως στην εποχή της αντιπολίτευσης- αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να κινηθεί και αρνητικά… Ο πολιτικός χρόνος των κυβερνήσεων έχει αποσυνδεθεί πλέον από τον τετραετή εκλογικό κύκλο. Κερδίζεται ή χάνεται μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, κι όχι με εκλογικά ποσοστά και αυτοδυναμίες…