ΜΑ… Η ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟ, ΩΡΑΙΟΤΑΤΟ ΠΡΑΜΑ ΟΠΩΣ ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Η ΠΛΟΚΗ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ
Ήταν η νύχτα σκοτεινή
φύλλο δέν εκουνιόταν
μόνο στά ύψη μερικά
άστρα λαγοκοιμιόνταν.
Τά νέφη σκέπαζαν καλά
τών ουρανών τά κάλλη
κι οι εραστές βουτούσανε
στής μέθης τήν κραιπάλη.
Ποτέ η φύση άλλοτε
δέν ήταν τόσο πλάνα,
αφού δέν υπερίπταντο
ούτε αεροπλάνα.
Φαλλοί, αιδοία μούλιαζαν
σέ φούλ υδρωπικία
κι έμοιαζε αναδάσωση
η τών τριχών οικία.
Στά ιερά τών μοναχών
κατάνυξη μεγάλη,
κι η πίστη πεντακάθαρη
ως παιδική αγκάλη.
Στίς εξοχές σουραύλιζε
τών τριζονιών η τρίλια
– οι αλεπούδες κλέβανε
μπανάνες καί σταφύλια.
Οι πολισμάνοι ευγενείς
δέν έφεραν πιστόλια,
μόνο κάτι μαντρόσκυλα
γαύγιζαν στά Σεπόλια.
Ήτανε νύχτα τής χαράς
καί τής ταπεινοσύνης,
τής αθωότητας στιγμές
καί τής ελεημοσύνης.
Οι μαγαζάτορες παντού
δέν κλείδωναν τίς πόρτες
καθότι απεργούσανε
τών Αθηνών οι μόρτες.
Φόβος δέν προοιώνιζε
τήν λύκων περαντζάδα,
ήταν η ώρα δώδεκα
καί ύπνωττε η Ελλάδα.
Ροχάλιζε καί η Βουλή
κι όλες οι εξουσίες,
μόνο εις τήν οδό Συγγρού
κράταγαν παρουσίες.
Όλοι φροντίσαν επαρκώς
Τα προφυλακτικά τους,
αλλέως πώς η σύφιλη
θά ‘σκαγε στ’ αχαμνά τους.
Παρότι ο ύπνος μοίραζε
δάκρυα κροκοδείλων
κάποιοι πετιόνταν όρθιοι
ως ψάρακλες στόν Νείλον.
Μέσα στήν εφησύχαση
καί αθωότητά μας
κάποιοι στό Κωμειδύλιο
αλλάξαν τά γραπτά μας.
Μπήκανε λάθρα ύπουλοι
από τήν πίσω πόρτα
κι εμείς βρεθήκαμε αμνοί
που μασουλάνε χόρτα.
Πήρανε καί τά σώβρακα
ημών, καί τίς κυλότες
και έτσι από πετεινούς
μάς καταντήσαν κότες.
Η Ελβετία ταπεινή
-μαντρί φιλοξενίας-
τό χρήμα αποθήκευσε
μετά πολλής μανίας.
Κι η νύχτα η πανέμορφη
ως άλλη πουτανίτσα
μάς βγήκε τόσο βρώμικη
σάν χαλασμένη πίτσα.
Ουδείς επέστρεψε ευρώ
ουδείς μπήκε φυλάκα,
όλοι αγιάσανε καί σπάν’
μέ τούς μαλάκες πλάκα.
Εδώ το δράμα τέλειωσε
ως φαρσοκωμωδία.
Μόνο π’ αισθάνομαι οργή
μαζί καί αηδία.
…………………………………….
…………………………………….
Ο εξευτελισμός τής ελληνικής κοινωνίας ξεκίνησε
από ένα σεμνό εκκλησάκι
καί έφτασε σέ ναούς παμμεγίστους
καί σέ νοσηρά παλάτια.