ΑΧΤΥΠΗΤΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ «ΑΥΞΗΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ – ΛΙΤΟΤΗΤΑ»;

Από την επομένη της ορκωμοσίας της θα έχει να αντιμετωπίσει καυτά θέματα, που η επίλυσή τους δεν θα είναι εύκολη, χωρίς σκληρά αντιλαϊκά μέτρα που θα προκαλέσουν αγανάκτηση στον λαό και κυρίως στα νοικοκυριά μικρομεσαίου εισοδήματος. Την πρώτη γεύση των πολλών κυβερνητικών δυσκολιών μάς την έδωσε ο πρωθυπουργός από τη Θεσσαλονίκη, με την ομιλία του στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και με τη συνέντευξή του κατά την επομένη. Είναι άραγε έτοιμοι οι δύο μονομάχοι της εκλογικής αναμέτρησης να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της επόμενης ημέρας των εκλογών; Έχουν άραγε προπαρασκευαστεί ψυχολογικά για να υπερφαλαγγίσουν με επιτυχία τις πιέσεις από την ΕΕ και από τους ντόπιους «νταβατζήδες» για σκληρά μέτρα; Η όποια μετεκλογική κυβέρνηση θα μπορέσει να διαπλεύσει σώα και αβλαβής τις συμπληγάδες των προβλημάτων, των πιέσεων και της αγανάκτησης του λαού; Ή το κυβερνητικό σκάφος θα προσκρούσει στα ανυπέρβλητα εμπόδια της πορείας του; Κανείς δεν εύχεται φυσικά κάτι τέτοιο. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

Α ς δούμε όμως τη σημερινή δύσκολη κατάσταση της μετεκλογικής περιόδου. Το πρώτο καυτό θέμα που θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση από την πρώτη μέρα του βίου της θα είναι η κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς. Δύσκολος προϋπολογισμός που η κατάρτισή του απαιτεί σύνεση και σωφροσύνη. Δεν μπορεί να είναι μια απλή κατάσταση εσόδων και εξόδων του κράτους. Υπό την αφόρητη πίεση της σκληρής οικονομικής πραγματικότητας, η δημοσιονομική διαχείριση και η εικόνα της (ο προϋπολογισμός) χρειάζονται τόλμη και φαντασία. Διαφορετικά, ναυάγιο. Η κατάρτιση του προϋπολογισμού αντιμετωπίζει τρία σοβαρά προβλήματα, το υπέρογκο δημόσιο χρέος και το υψηλό έλλειμμα που είναι χρόνια προβλήματα της δημοσιονομικής διαχείρισης και τις πιέσεις της ΕΕ για μείωση του ελλείμματος μέσα στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που απαιτεί τη λήψη μέτρων σκληρών και τις δικαιολογημένες απαιτήσεις των χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριών για στήριξη. Αυτά τα προβλήματα προϋπήρξαν της οικονομικής κρίσης. Απλώς η κρίση τα γιγάντωσε και τα κατέστησε ζοφερά. Και σ’ αυτό είναι υπεύθυνη και η πεπλανημένη αισιοδοξία του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης που πίστευε ότι η ελληνική οικονομία είναι αρκετά θωρακισμένη και συνεπώς δεν θα αντιμετωπίσει οξύτατα προβλήματα. Έτσι μερίμνησε μόνο για τη στήριξη των τραπεζών, εξαντλώντας τα όποια περιθώρια υπήρχαν. Τώρα ο προϋπολογισμός του 2010 καλείται να ισορροπήσει μεταξύ υψηλού χρέους – ελλειμμάτων, αύξησης των φορολογικών βαρών, χρηματοδότησης των μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης και αλληλοσυγκρουόμενων πιέσεων από τους «λογιστές των Βρυξελλών» και από τους εργαζομένους. Και αυτές τις τρομερές αδυναμίες τις επωμίζεται ο υπό κατάρτιση προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς (2010). Είναι αδυναμίες που έχουν αναδυθεί πλέον στην επιφάνεια και δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν. Ούτε και πρέπει.

Ο κ. Καραμανλής υπόσχεται ακόμα χειρότερες μέρες και ο κ. Παπανδρέου δηλώνει ότι έχει λύσεις για την αντιμετώπιση τόσο της οικονομικής κρίσης όσο και του δημοσιονομικού προβλήματος. Σεβόμαστε απόλυτα τις προεκλογικές αυτές απόψεις των δύο μονομάχων της τωρινής εκλογικής αναμέτρησης. Ο καθένας τους μιλάει σύμφωνα με την οπτική γωνία από την οποία βλέπει τα προβλήματα και τις όποιες εξελίξεις και όπως φυσικά απαιτεί και η μάχη της εκλογικής αναμέτρησης. Και ο φτωχός και ο εξαθλιωμένος Έλληνας τι προσδοκά; Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα λεγόμενά τους, από τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή τίποτε ή σχεδόν τίποτε και από το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου κανένα κόκαλο. Εκεί οδηγεί η απόγνωση και η απογοήτευση της εξαθλίωσης. Για ακόμη «καλύτερες μέρες» ουδείς λόγος. Ο σοφός Ρωμιός έχει άσχημες εμπειρίες τα τελευταία 20 χρόνια. Πόσοι είναι αυτοί που καρπούνται την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και καταφέρνουν να κρατούν δέσμιο τον εργαζόμενο λαό; Είναι οι γνωστοί «Ηρακλείς» του κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος. Θα τους διακρίνετε τώρα, κατά την προεκλογική περίοδο. Ο Κώστας Καραμανλής είναι γνώριμος με τα πεντέμισι χρόνια της πρωθυπουργίας. Γνώρισε καλά αυτούς τους «Ηρακλείς», θέλησε να τους χτυπήσει, απέτυχε και τελικά συνθηκολόγησε. Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι μεν αδοκίμαστος, αλλά δείχνει να μην μπορεί να εξαρθρώσει την πέμπτη φάλαγγα των σκοτεινών «Ηρακλέων» που φώλιασαν στο κόμμα του. Έτσι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο θα μπορέσει να τους χτυπήσει αποτελεσματικά και να λάβει κάποια φιλολαϊκά μέτρα που να ανακουφίζουν τους οικονομικά αδύναμους πολίτες, όπως δείχνει να το επιθυμεί. Ευχόμαστε να το επιτύχει, όταν με την ψήφο του λαού μπορέσει να κατακτήσει και πάλι την εξουσία το κόμμα του.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι αρκετά δύσκολη αλλά φρονούμε ότι παρά ταύτα υπάρχουν μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν στην αναστροφή της σημερινής κατάστασης.

Η ελληνική οικονομία αντιμετώπισε και άλλες φορές δύσκολες καταστάσεις και μπόρεσε να ξεφύγει από τις συμπληγάδες πέτρες. Γιατί υπήρχε τόλμη, φαντασία και ισχυρή πολιτική βούληση. Μια τέτοια δύσκολη κατάσταση παρέλαβε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου τον Οκτώβρη του 1981. Υποβαθμισμένα έσοδα, υψηλές κρατικές δαπάνες, φθίνουσα κατανάλωση, υψηλός πληθωρισμός, ελλείμματα και πιέσεις για αυξήσεις στις αποδοχές των εργαζομένων και για εφαρμογή μιας εντονότερης κοινωνικής πολιτικής. Τότε ο αείμνηστος ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ προεκλογικά τον Οκτώβρη του 1981 είχε υποσχεθεί μια δέσμη φιλολαϊκών μέτρων εν γνώσει του ότι αν νικούσε στις εκλογές θα παραλάμβανε «καμένη γη» στην οικονομία. Ευθύς με την ορκωμοσία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ άρχισαν οι πιέσεις όλων, ακόμη και των υπουργών, για την υλοποίηση των προεκλογικών υποσχέσεων που είχε δώσει στον λαό ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο αείμνηστος Γιώργος Γεννηματάς πίεζε για τη διάθεση πιστώσεων για την έναρξη οικοδόμησης του ΕΣΥ. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος πίεζε για αυξημένες πιστώσεις για περισσότερα δημόσια έργα, για τη μείωση της ανεργίας και τη μερική αναπλήρωση της επενδυτικής αδράνειας από την αποχή των ιδιωτών. Τα συνδικάτα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα πίεζαν για αυξήσεις μισθών, για προαγωγές, για προσλήψεις και για την άμεση καθιέρωση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων. Όλα αυτά τα είχε υποσχεθεί ο Ανδρέας προεκλογικά. Οι πιέσεις ήταν αφόρητες και τα έσοδα του κράτους ασθενικά για να ικανοποιήσουν αυτά τα πολυδάπανα αιτήματα. Ο κρατικός προϋπολογισμός του 1982 δεν είχε ακόμα καταρτιστεί. Καταρτίστηκε αργότερα και ψηφίστηκε τον Μάρτη του 1982. Τι έπραξε η τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου; Αποφάσισε, μέσω του προϋπολογισμού, μια «διόγκωση» της δημοσιονομικής διαχείρισης. Γενναία αύξηση των εσόδων και ταυτόχρονα και γενναία αύξηση των δημοσίων δαπανών. Ανάταση της οικονομίας σε νέο ανώτερο επίπεδο. Με προσοχή να μη φουντώσει ο πληθωρισμός και να μην αυξηθεί υπέρμετρα η νομισματική κυκλοφορία, να τονωθούν οι επενδύσεις από το Δημόσιο με δημόσια έργα και να αυξηθεί η τελική κατανάλωση. Γενικά τα μέτρα ήσαν αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, προσπάθειες να εισπραχθούν τα «παγωμένα» χρέη προς το Δημόσιο και συντονισμένες προσπάθειες μείωσης της φοροδιαφυγής, που ανθούσε και τότε. Αυτά καθόσον αφορά την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Στον τομέα των δαπανών ενισχύθηκαν οι πιστώσεις του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, άρχισε η χρηματοδότηση για τη δημιουργία του ΕΣΥ, έγιναν προσλήψεις προσωπικού στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δόθηκαν αυξήσεις σε μισθούς, ημερομίσθια και συντάξεις, δόθηκε η ΑΤΑ, συνταξιοδοτήθηκαν οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης και ενισχύθηκε η κοινωνική μέριμνα του κράτους για τον αδύναμο οικονομικά πολίτη. Ποια ήταν τα αποτελέσματα της ανάτασης της δημοσιονομικής πολιτικής και της κατάρτισης ενός επαναστατικού για τα δεδομένα της εποχής εκείνης κρατικού προϋπολογισμού; Η ελληνική οικονομία ισορρόπησε σε νέο υψηλότερο σημείο προς όφελος όλων μας. Τα αποτελέσματα ήσαν θετικά παρά το σοκ της φορολογικής καταιγίδας. Τα δημόσια έσοδα από 423,7 δισ. δραχμές το 1981, έφτασαν στα 590,4 το 1982 και στα 735,9 το 1983 και οι δαπάνες από 733 δισ. το 1981, αυξήθηκαν στα 794,3 το 1982 και στα 1.055 το 1983. Οι πιστώσεις του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων αυξήθηκαν κατά 9% το 1982 και κατά 21% το 1983, ενώ το έλλειμμα και ο δανεισμός του Δημοσίου συγκρατήθηκαν στα ίδια επίπεδα των προηγούμενων ετών. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 30%, το ίδιο και η τελική κατανάλωση, λόγω της βελτίωσης των αποδοχών και της χορήγησης της ΑΤΑ. Η μόνη δραστηριότητα που δεν τέθηκε υπό έλεγχο ήταν η αύξηση των εισαγωγών, που γιγαντώθηκαν από το 1981 με την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ.

Μήπως θα έπρεπε τα οικονομικά επιτελεία των κομμάτων να σταθούν στην εμπειρία της ανάτασης της ελληνικής οικονομίας το 1982 και να επιχειρήσουν την κατάρτιση ενός προϋπολογισμού που να οδηγεί την οικονομία μας σε νέο υψηλότερο επίπεδο ισορροπίας, αφού ληφθεί υπόψη και η σημερινή διεθνής οικονομική συγκυρία, αλλά και η ανάγκη βελτίωσης του επιπέδου διαβίωσης της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού; Ως πότε θα βρισκόμαστε δέσμιοι του διδύμου αύξηση φορολογίας – λιτότητα;


Σχολιάστε εδώ